Η μισθολογική πυραμίδα αλλοιώνεται χρόνο με τον χρόνο, αποκτώντας ολοένα και ποιο ευρεία βάση και στενότερη… κορυφή. Η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής εργασία, η μείωση του κατώτατου μισθού, η θέσπιση ειδικού χαμηλού μισθού για τους νέους και η «μόδα» των ατομικών συμβάσεων εργασίας «σπρώχνουν» ολοένα και περισσότερους εργαζομένους στο όριο της φτώχειας.
Αποκαλυπτική είναι η εξέλιξη του μεριδίου των εργαζομένων που αμείβονται σήμερα με λιγότερα από 200 ευρώ τον μήνα: Το 2009, το ποσοστό ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, μόλις 2,5%. Το 2014 είχαμε φτάσει στο 7,6%, ενώ και το 2015 και το 2016 καταγράφηκε νέα αύξηση, με αποτέλεσμα σήμερα οι 9 στους 100 να καλούνται να τα βγάλουν πέρα με λιγότερα από 200 ευρώ τον μήνα.
Η κυβέρνηση μεταθέτει τις ευθύνες στη σημερινή αντιπολίτευση με το επιχείρημα ότι αυτή ήταν που θέσπισε τον κατώτατο μισθό των 586 ευρώ και την άρση των συλλογικών διαπραγματεύσεων (σχετική δήλωση έκανε η υφυπουργός Εργασίας την Πέμπτη). Το γεγονός είναι, πάντως, ότι οι μισθωτοί «φτωχοποιούνται» μήνα με τον μήνα, γεγονός που έχει επίπτωση τόσο στα φορολογικά έσοδα όσο και στις ασφαλιστικές εισφορές. Μπορεί στον ΕΦΚΑ να επιχαίρουν για το γεγονός ότι οι εισφορές των μισθωτών είναι αυξημένες κατά περίπου 10% στο φετινό επτάμηνο, αυτό όμως πηγάζει κυρίως από την αύξηση στον αριθμό των απασχολουμένων. Οσο θα συνεχίζεται η απώλεια θέσεων εργασίας με υψηλές αποδοχές και η αντικατάστασή τους από μερικώς απασχολουμένους και λοιπούς χαμηλά αμειβομένους, το πρόβλημα θα συνεχίσει να διογκώνεται.
Η αύξηση «μεριδίου» καταγράφεται και στα υπόλοιπα επίπεδα των χαμηλόμισθων. Ετσι:
1. Από 200 έως 500 ευρώ εισπράττει το 16,7% των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ, με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι 16,2% το 2014 και 7,9% το 2009.
2. Με 500 έως 750 ευρώ τον μήνα εργάζονται το 19,5% των μισθωτών, από 19,1% το 2015, 18,1% το 2014 και μόλις 8,1% το 2009.
3. Το 3ο κλιμάκιο αφορά σε αυτούς που απασχολούνται με 750 έως 1.000 ευρώ. Είναι πλέον το 16,5% του συνόλου των ασφαλισμένων, από 14,8% το 2015 και 14,9% το 2014.
Αθροιστικά, το 61,5% του συνόλου των μισθωτών στην Ελλάδα έχει χάσει πλέον το επίπεδο των 1.000 ευρώ, ενώ τα «θύματα» γίνονται ολοένα και περισσότερα. Το 2014, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 56,8% και το 2009 36,8%. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία του ΕΦΚΑ δεν περιλαμβάνουν τις μεταβολές που έχουν επέλθει μέσα στο 2017.
Ολα δείχνουν ότι η πτωτική τάση συνεχίζεται. Οι επιπτώσεις, πέρα από την προφανή μείωση της αγοραστικής δύναμης, θα είναι μακροχρόνιες, καθώς, βάσει των σημερινών αμοιβών, θα προκύπτουν και οι συντάξεις. Με συντάξιμες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, ουδείς μπορεί να διεκδικήσει σύνταξη άνω των 500 – 600 ευρώ όσα και αν είναι τα χρόνια προϋπηρεσίας του.
Η απώλεια στελεχών επιδρά και στη μισθολογική κλίμακα. Μισθούς άνω των 3.000 ευρώ εξακολουθεί να εισπράττει (ή να εμφανίζει) μόλις το 3,6% των μισθωτών, από 4,4% το 2015 και 4,6% το 2015. Το 2009, το ποσοστό ήταν σχεδόν διπλάσιο στο 6,8%.