Η εφαρμογή διακρίσεων στο σχολείο είναι «μία από τις χειρότερες μορφές διακρίσεων» στην Ευρώπη, καταγγέλλει το Συμβούλιο της Ευρώπης σε έκθεσή του, η οποία συνοδεύεται από σειρά συστάσεων προς τους ηγέτες των χωρών – μελών του οργανισμού.
«Η πολιτική διακρίσεων στο σχολείο παραμένει θλιβερή πραγματικότητα στην Ευρώπη», σύμφωνα με τον επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Νιλς Μούιζνιεκς. «Υπονομεύει ξεκάθαρα τις μελλοντικές προοπτικές απασχόλησης και αμοιβής πολλών παιδιών και εφήβων».
Παιδιά ανάπηρα, παιδιά ρομά, μετανάστες ή πρόσφυγες, παιδιά που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο είναι θύματα αυτών των διακρίσεων, για τις οποίες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν ως δικαιολογία τα κοινωνικά προσκόμματα, τονίζει ο επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τα κράτη έχουν την υποχρέωση να αντιμετωπίσουν τις διακρίσεις στο σχολείο, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική.«Οι εθνικές και τοπικές αρχές των χωρών δεν τηρούν πάντα τις υποχρεώσεις τους και υποχωρούν συχνά σε πιέσεις που ασκούνται κυρίως από τις σχολικές διοικήσεις, το σώμα των εκπαιδευτικών, από άλλες επαγγελματικές κατηγορίες και από τις οικογένειες».
Ο Νιλς Μουίζνιεκς προτείνει 12 μέτρα τα οποία να έχουν νομοθετική ισχύ. «Η νομοθεσία που απαγορεύει την εφαρμογή διακρίσεων πρέπει να είναι απερίφραστη για να αποφευχθούν καταστάσεις όπου η παράδοση, η ελευθερία της επιλογής, η γονική συναίνεση ή η οργάνωση των πόλεων χρησιμεύουν στη νομιμοποίηση του διαχωρισμού και της συγκέντρωσης παιδιών ρομά, μεταναστών, προσφύγων ή ανάπηρων παιδιών σε ειδικά σχολεία», υποστηρίζει ο επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
«Αξιολόγηση των αναγκών των μαθητών»
Η Ευρωπαϊκή Ενωση προβλέπει κονδύλια για την αντιμετώπιση των διακρίσεων και «τα κράτη οφείλουν να τα χρησιμοποιήσουν», προσθέτει.
Ο Λετονός επίτροπος ζητεί την απαγόρευση της προσφυγής σε τεστ ως εργαλείο επιλογής στα σχολεία και αντ΄αυτών προτείνει την αξιολόγηση των αναγκών των μαθητών.
Προτείνει επίσης την τοποθέτηση καλύτερων εκπαιδευτικών σε σχολεία που θεωρούνται «δύσκολα». «Δεν είναι καθόλου σύνηθες η προαγωγή ενός εκπαιδευτικού να συνδέεται με την τοποθέτησή του σε σχολείο που βρίσκεται σε μη προνομιούχο κοινωνικά και οικονομικά περιοχή», επισημαίνει.
Αναγνωρίζει ωστόσο ότι η αντιμετώπιση των διακρίσεων στο σχολείο επιβάλλει πριν από όλα την αλλαγή νοοτροπίας: «Οι πολιτικές ηγεσίες, η σχολική διοίκηση, οι εκπαιδευτικοί και οι οικογένειες ανθίστανται, κάποτε ενεργητικά, στις αλλαγές που απειλούν να μεταβάλουν μία σχετικά προνομιακή κατάσταση στην εκπαίδευση», προειδοποιεί.
«Οι γονείς που ανήκουν στην πλειονότητα του πληθυσμού προτιμούν να γράψουν τα παιδιά τους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα όπου δεν υπάρχει κανείς μαθητής που να προέρχεται από μειονοτική ομάδα ή από κοινότητες μεταναστών ή προσφύγων», καταλήγει.