Ιδού ένα σημάδι ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ βρίσκεται σε ισχυρότερη βάση. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μπεν Στάιλ, είναι το απλό γεγονός ότι η νομισματική πολιτική λειτουργεί ξανά, στ’ αλήθεια.
Το 2013, όταν η Ευρωζώνη παραπατούσε από τις τότε κρίσεις χρέους, η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν αντανακλούσε τα επιτόκια δανεισμού στον ευρωπαϊκό Νότο. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία επρόκειτο κι οι δυο να αντιμετωπίσουν σοβαρές περιόδους αποπληθωρισμού, αλλά η απεικόνιση των επιτοκίων της ΕΚΤ – που βρέθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδο της ιστορίας του θεσμικού οργάνου έως εκείνο το σημείο – στα επιχειρηματικά δάνεια στις χώρες αυτές, τα είχε περικόψει καθοριστικά.
Αυτή η σχέση έχει τελικά αποκατασταθεί, κι αυτό είναι“ίσως το ισχυρότερο σημάδι” ότι η κρίση έχει τελειώσει, σύμφωνα με τον Steil, ο οποίος είναι διευθυντής του τμήματος διεθνούς οικονομίαςστο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων στη Νέα Υόρκη. Στην πραγματικότητα, η σχέση μεταξύ των επιτοκίων της ΕΚΤ και του επιτοκίου που χρεώνουν οι τράπεζες στα νέα επιχειρηματικά δάνεια είναι, κατά μέσο όρο, “σημαντικά μεγαλύτερη στην περιφέρεια από, τι στον πυρήνα”, σημειώνει ο ίδιος σε μια ανάρτησή του.
Το καθοριστικό σημείο, υποστηρίζει ο Στάιλ, ήταν το καλοκαίρι του 2014, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με έδρα τη Φρανκφούρτη δεν μείωσε απλώς για πρώτη φορά το επιτόκιο καταθέσεων κάτω από το μηδέν, αλλά εισήγαγε και φτηνά μακροπρόθεσμα δάνεια σε τράπεζες, – γνωστά ως στοχοθετημένες μακροπρόθεσμες λειτουργίες αναχρηματοδότησης, ή TLTRO.
Η απορρόφηση φτηνών μετρητών από τις ιταλικές, τις ισπανικές, τις γαλλικές και τις ελληνικές τράπεζες εκτιμάται ότι έφθασε περισσότερο από το 80% του συνολικού ποσού, βοηθώντας τους να μειώσουν σημαντικά τις δαπάνες δανεισμού στις επιχειρήσεις, αρκετά περισσότερο από τις τράπεζες που βρίσκονταν στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Η ποσοτική χαλάρωση, η οποία συμφωνήθηκε πολύ μετά το πρώτο TLTRO, ωφέλησε δυσανάλογα τις λεγόμενες περιφερειακές τράπεζες μέσω κεφαλαιουχικών κερδών στις συμμετοχές ασφαλείας, δήλωσε ο Στάιλ. Το πρόγραμμα αυτό αναμένεται να συνεχιστεί και στο επόμενο έτος.
“Η υγεία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ παραμένει σε γενικές γραμμές φτωχή”, σύμφωνα με τον ίδιο. Ωστόσο, είναι αισιόδοξος ότι το γεγονός πως η πολιτική της ΕΚΤ επηρεάζει και πάλι τα επιτόκια δανεισμού “σηματοδοτεί ένα ουσιαστικό βήμα στην πορεία προς μια βιώσιμη ανάκαμψη”.