Στην κεντρική διαπίστωση ότι η διεκπεραίωση των υποθέσεων έχει βελτιωθεί, αλλά παραμένει η ανάγκη για “περισσότερο ενεργή διαχείριση”, άρα και ταχύτητα εκδίκασης, καταλήγει σημερινή έκθεση του ελεγκτικού συνεδρίου της ΕΕ, η οποία εξετάζει την λειτουργία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Η έκθεση εξετάζει κατά πόσον οι διαδικασίες που εφαρμόζονται στο ΔΕΕ συντελούν στην αποδοτική διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων και, ειδικότερα, αν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του χρόνου επίλυσής τους.
Οι ελεγκτές του ΕΕΣ αναγνωρίζουν ότι τα τελευταία χρόνια το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει λάβει σημαντικά μέτρα προκειμένου να βελτιώσει τη διεκπεραίωση των υποθέσεών του, αλλά σημειώνουν ότι “υπάρχει βέβαια πάντα περιθώριο για περαιτέρω βελτιώσεις”.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΕΕΣ, το ΔΕΕ έχει λάβει σημαντικά μέτρα σε οργανωτικό και διαδικαστικό επίπεδο, προκειμένου να ενισχύσει τη διαδικασία διεκπεραίωσης των υποθέσεων και αναφοράς των σχετικών στοιχείων. Καθιέρωσε ενδεικτικά χρονοδιαγράμματα για την ολοκλήρωση κομβικών φάσεων του κύκλου ζωής μιας υπόθεσης, ενώ αναπτύσσει προοδευτικά εργαλεία παρακολούθησης και αναφοράς στοιχείων, ώστε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη χρονική συνέπεια. “Τα μέτρα αυτά έχουν συντελέσει στη μείωση του μέσου χρόνου που απαιτείται για την έκδοση απόφασης σε αμφότερα τα δικαιοδοτικά όργανα”, αναφέρει η έκθεση.
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν επίσης την πρόοδο που είχε σημειωθεί μέχρι τα τέλη του 2016 όσον αφορά τη μείωση του σημαντικού αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων που είχαν συσσωρευθεί στο Γενικό Δικαστήριο. Μάλιστα αυτό επετεύχθη ήδη πριν γίνει αισθητός ο αντίκτυπος της μεταρρύθμισης του συγκεκριμένου δικαιοδοτικού οργάνου, στο πλαίσιο της οποίας θα αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δικαστών.
Tο ΕΕΣ καταγράφει, Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποτελείται από δύο δικαιοδοτικά όργανα: το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο συγκροτείται από 28 δικαστές, επικουρούμενους από 11 γενικούς εισαγγελείς. Οι δικαστές στο Γενικό Δικαστήριο είναι σήμερα 45 και αναμένεται να αυξηθούν σε 56 έως το 2019.
Καταγράφεται δε ότι το συνολικό κόστος του ΔΕΕ για τον προϋπολογισμό της ΕΕ το 2017 ανέρχεται σε περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ.
Στο πλαίσιο της εντολής τους όσον αφορά την εξέταση των επιδόσεων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, οι ελεγκτές αξιολόγησαν κατά πόσον οι διαδικασίες που εφαρμόζονται στο ΔΕΕ συντελούν στην αποδοτική διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων και, ειδικότερα, αν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του χρόνου επίλυσής τους. Η αξιολόγηση διενεργήθηκε αναγκαστικά χωρίς πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες που το ΔΕΕ θεώρησε ότι καλύπτονται από το απόρρητο των διασκέψεων.
Ωστόσο, η προσέγγιση που υιοθετεί επί του παρόντος το ΔΕΕ ως προς τη διαχείριση των υποθέσεων δεν βασίζεται σε χρονοδιαγράμματα που προσαρμόζονται στις επιμέρους υποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα, τον φόρτο εργασίας, τους απαιτούμενους πόρους και το προσωπικό που είναι διαθέσιμο. Κατά τους ελεγκτές, επί του παρόντος, τα ενδεικτικά χρονοδιαγράμματα που ορίζονται για τα διάφορα είδη υποθέσεων χρησιμεύουν μόνον ως μια συνολική τιμή-στόχος, και πρέπει να τηρούνται κατά μέσον όρο.
To Ελεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “παρότι οι βελτιώσεις που έχουν επέλθει χάρη σε αυτή την προσέγγιση είναι ήδη ορατές, ο μέσος χρόνος που χρειάζεται για την περάτωση ορισμένων ειδών υποθέσεων ή διαδικασιών δεν μπορεί επ’ ουδενί να χαρακτηριστεί εύλογος για τα δεδομένα της κάθε επιμέρους υπόθεσης”.
Σημειώνει δε ότι α συστήματα πληροφορικής που χρησιμοποιεί το ΔΕΕ είναι και αυτά με τη σειρά τους περίπλοκα και βασίζονται σε μια πεπαλαιωμένη βάση δεδομένων στην οποία, με την πάροδο του χρόνου, έχουν προστεθεί πολλά υποσυστήματα, χωρίς να υπάρχει κάποιο ενοποιημένο σύστημα που να υποστηρίζει τη διαχείριση των υποθέσεων.
Μακροπρόθεσμος στόχος του ΔΕΕ είναι να αναπτύξει ένα περισσότερο ενοποιημένο σύστημα πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών προκειμένου να βελτιώσει την αποδοτικότητα. Οι ελεγκτές επεσήμαναν επίσης ότι έχει ήδη συζητηθεί στους κόλπους του ΔΕΕ το ενδεχόμενο διενέργειας μιας ανάλυσης της σχέσης κόστους-οφέλους στο πλαίσιο τυχόν διεύρυνσης των γλωσσικών επιλογών στις διασκέψεις του Γενικού Δικαστηρίου και σε άλλες γλώσσες πέραν της γαλλικής.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ανάλυσης θα μπορούσαν να αντληθούν χρήσιμα στοιχεία για την εκτίμηση της κατάστασης και την τεκμηρίωση οποιασδήποτε απόφασης στο μέλλον.
«Οι αποφάσεις του ΔΕΕ έχουν σημαντικό αντίκτυπο για τους ιδιώτες, τις επιχειρήσεις, τα κράτη μέλη και την Ένωση ως σύνολο. Η αδυναμία εκδίκασης εντός εύλογου χρόνου μπορεί να επιβαρύνει τους εμπλεκόμενους με σημαντικά έξοδα», δήλωσε ο Kevin Cardiff, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την επισκόπηση.