Καθώς το ευρώ πλησιάζει όλο και περισσότερο στην ισοτιμία ένα προς ένα έναντι της λίρας στερλίνας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας είναι αντιμέτωπες με μια συνάντηση με τη μοίρα, που καμία από τις δυο τους δεν θέλει. Την προηγούμενη εβδομάδα το ευρώ έφτασε τις 93 πένες, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων οκτώ ετών, έχοντας ενισχυθεί κατά 10% τους τελευταίους τρεις μήνες. Από αυτό το επίπεδο το ευρώ απέχει χοντρικά μόλις 7% από τη δίχως προηγούμενο αναλογία ένα προς ένα έναντι της στερλίνας. Ωστόσο, περαιτέρω ενίσχυση του ευρώ δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ΕΚΤ στην προσπάθειά της να ενισχύσει τον πληθωρισμό στο 2%. Περαιτέρω υποχώρηση της στερλίνας θα οδηγούσε τον πληθωρισμό ακόμη υψηλότερα, πλήττοντας τις πραγματικές αμοιβές και απειλώντας την καταναλωτική δαπάνη. Αμεση παρέμβαση στις αγορές φαντάζει απίθανη, ωστόσο και οι δύο κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να περιορίσουν τις κινήσεις των νομισμάτων μέσω λεκτικών παρεμβάσεων στην περίπτωση που η κίνηση προς αναλογία 1 προς 1 έρθει υπερβολικά γρήγορα για τις προτιμήσεις τους. Πέρα από τις οικονομικές ανησυχίες για την ισοτιμία σύντομα θα μπορούσαν να υπάρξουν και πολιτικές, καθώς θα εντείνονται οι ήδη δύσκολες διαπραγματεύσεις μεταξύ Βρετανίας και Ε.Ε. για το Brexit.
Η ισοτιμία ευρώ-στερλίνας έχει σημασία εξαιτίας των πολύ ισχυρών οικονομικών δεσμών μεταξύ Βρετανίας και Ευρωζώνης. Σχεδόν οι μισές από τις βρετανικές εξαγωγές κατευθύνονται στην Ευρωζώνη και το 13,6% των εξαγωγών της Ευρωζώνης κατευθύνεται στη Βρετανία. Η ενίσχυση του ευρώ έχει αρχίσει να ανησυχεί όλο και μεγαλύτερο αριθμό μελών της ΕΚΤ και είναι σχεδόν βέβαιο πως θα συζητηθεί στη συνεδρίαση της Πέμπτης. Ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης κυμαίνεται κάτω από τον στόχο του 2% κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών. Ενίσχυση του ευρώ κατά 10% προκαλεί πτώση του πληθωρισμού κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα τους επόμενους 12 μήνες. Οπότε περαιτέρω ενίσχυση κατά 7% ίσως να αποδειχτεί υπερβολική για ορισμένους κεντρικούς τραπεζίτες. Βέβαια, πρέπει να ειπωθεί πως το ευρώ έχει ενισχυθεί έναντι καλαθιού σημαντικών νομισμάτων κατά 5% το 2017. Στην αντίπερα όχθη, η χαμηλή συναλλαγματική ισοτιμία της λίρας υποστηρίζει την ανάπτυξη στη Βρετανία καθιστώντας πιο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές, ωστόσο προκαλεί άνοδο του πληθωρισμού αυξάνοντας το κόστος των εισαγωγών. Ατυχώς για την Τράπεζα της Αγγλίας η ενίσχυση της ανάπτυξης απαιτεί πολύ περισσότερα από τις πληθωριστικές πιέσεις.
Η λίρα στερλίνα έχει υποχωρήσει κατά 15% από το δημοψήφισμα για το Brexit και μετά και ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 2,6% ενώ κυμαίνεται ψηλότερα από τον στόχο του 2% εδώ και έξι συναπτούς μήνες. Η ανάπτυξη δεν έχει υποχωρήσει μετά το δημοψήφισμα όσο είχαν φοβηθεί αρκετοί οικονομολόγοι, ωστόσο η εξασθένηση της λίρας δεν έχει ακόμη ενισχύσει το ΑΕΠ που αυξήθηκε μόλις κατά 0,3% το δεύτερο τρίμηνο σε σύγκριση με το πρώτο, ενώ το ΑΕΠ της Ε.Ε. αυξανόταν με τον διπλάσιο ρυθμό. Ενδεχόμενη υποχώρηση της λίρας κατά ακόμη 7% θα περιέπλεκε το έργο της Τράπεζας της Αγγλίας καθώς θα ήταν ακόμη δυσκολότερο να εκτιμήσει τα υπέρ και τα κατά από την πιθανή μακροπρόθεσμη ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης και βραχυπρόθεσμα από την αύξηση του πληθωρισμού, που θα πιέσει ακόμη περισσότερο τους Βρετανούς καταναλωτές. Η άνοδος του πληθωρισμού μετά το δημοψήφισμα σημαίνει πως υποχωρούν και πάλι οι πραγματικοί μισθοί, ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά τη μακρύτερη περίοδο υποχώρησης των πραγματικών μισθών (2010-2014) τα τελευταία 50 χρόνια. Ευτυχώς για την ΕΚΤ και την ΤτΑ, το ευρώ έχει ενισχυθεί τόσο πολύ έναντι της στερλίνας και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ώστε είναι πιθανό να ανακοπεί η άνοδος. Και οι δύο κεντρικές τράπεζες θα καλοδέχονταν κάτι τέτοιο.