Η εισβολή δυνάμεων της ισπανικής Εθνοφυλακής σε κτήρια της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας, η σύλληψη 13 τοπικών αξιωματούχων και προηγουμένως η αναστολή της καταλανικής δημοσιονομικής αυτονομίας, το κλείσιμο σχετικών ιστοσελίδων, οι έρευνες σε γραφεία εφημερίδων, οι απειλές προς 700 δημάρχους ότι θα διωχθούν, κ.ο.κ., προκειμένου να παρεμποδισθεί το προγραμματιζόμενο για την 1η Οκτωβρίου δημοψήφισμα με το ερώτημα της ανεξαρτητοποίησης, αποτελεί μια κίνηση συνεπή προς τη γραμμή που έχει χαράξει η κυβέρνηση της Μαδρίτης σχετικά με την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και της νομιμότητας, όπως την αντιλαμβάνεται.
Πρόκειται, ωστόσο, για μία κίνηση, η οποία κατεξοχήν τροφοδοτεί το πρόβλημα που υποτίθεται ότι θέλει να αντιμετωπίσει και δημιουργεί μια κρίση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην καρδιά της δυτικής Ευρώπης.
Η ιδέα της απόσχισης από την Ισπανία δεν είναι διόλου βέβαιο ότι πλειοψηφεί μεταξύ των Καταλανών, ενώ και οι πραγματικές διαθέσεις των πολιτικών δυνάμεων που φέρονται να τη στηρίζουν δεν ήταν μέχρι πρότινος ξεκαθαρισμένο ότι αφορούσαν κάτι περισσότερο από μια σκληρή διαπραγμάτευση για την ανάκτηση και διεύρυνση της υφιστάμενης καταλανικής αυτονομίας. Εξ ού και το δημοψήφισμα προκηρύχθηκε διότι οι αποσχιστικές πολιτικές δυνάμεις δεν συγκέντρωσαν στις τελευταίες καταλανικές βουλευτικές εκλογές ποσοστό μεγαλύτερο του 50% αθροιστικά, ώστε να αισθάνονται νομιμοποιημένες να προχωρήσουν, όπως προανήγγειλαν, σε μία “Διακήρυξη Ανεξαρτησίας” δια της κοινοβουλευτικής οδού.
Όμως, μετά από όσα έχουν μεσολαβήσει, η πόλωση δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί και το πρόβλημα του αυτονομισμού μετατρέπεται σε πρόβλημα δημοκρατίας. Η Ισπανία, η οποία λ.χ. πρωτοστατεί στην καταγγελία της κυβέρνησης της Βενεζουέλας, βιώνει σκηνές κρατικής καταστολής, οι οποίες εκθέτουν συνολικά την Ε.Ε..
Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό το πάθημα του Jean Claude Juncker, τον οποίο επικαλούνται όλες οι πλευρές της καταλανικής διαμάχης, καθώς σε πρόσφατη συνέντευξή υποστήριξε ταυτοχρόνως ότι οι Βρυξέλλες δεν εμπλέκονται στις εσωτερικές υποθέσεις της Ισπανίας, ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα πρέπει να γίνει σεβαστό και ότι μια ανεξάρτητη Καταλονία θα πρέπει να θέσει εξαρχής αίτηση ένταξής της στην Ε.Ε. (Η σκέψη, βέβαια, ότι θα ορθωθούν σύνορα στο γεωγραφικό σημείο όπου βρίσκεται η Καταλονία θα πρέπει να απασχολήσει πολλούς και όχι μόνο τους Καταλανούς…).
Στην πραγματικότητα, προκύπτει χαώδες νομικό κενό, λόγω διαφορετικών ερμηνειών που δίδονται στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Αρκεί να υπενθυμίσει κανείς ότι μόλις το 2014 αντίστοιχο δημοψήφισμα διεξήχθη (ομαλά και με τη συναίνεση της κεντρικής εξουσίας) για την ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας. Ή ότι επτά από τα τωρινά κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Κροατία, Σλοβενία, Τσεχία, Σλοβακία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία) δεν υπήρχαν το 1991: Προέκυψαν από απόσχιση, η οποία συχνά νομιμοποιήθηκε από δημοψηφίσματα και ενίοτε (βλ. πρώην Γιουγκοσλαβία) δεν ήταν ειρηνική.
Την ώρα που η Ε.Ε. επιβάλλει κυρώσεις στην Ρωσία για ό,τι η ρωσική πλευρά θεωρεί απλώς άσκηση (μέσω δημοψηφίσματος) του δικαιώματος της Κριμαίας στην αυτοδιάθεση, η μονομερής ανεξαρτητοποίηση το 2008 του κατεχόμενου από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ Κοσόβου νομιμοποιείται με “απόφαση-άπαξ” του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που θεωρείται ότι δεν δημιουργεί προηγούμενο. Ωστόσο, η ανεξαρτησία του Κοσόβου δεν αναγνωρίζεται από την Ελλάδα, την Κύπρο (ένεκα ψευδοκράτους), την Ισπανία για τους προφανείς λόγους, καθώς και την Ρουμανία και τη Σλοβακία, για τον φόβο του ουγγρικού μεγαλοϊδεατισμού.
Αν πάντως χρειάζεται να υπογραμμισθεί κάτι, αυτό είναι ότι η ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων στην Καταλονία. Αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο, που συμπίπτει με την οικονομική κρίση και τροφοδοτείται από την αδιαλλαξία της Μαδρίτης.
Η συνταγματική τάξη των “δύο κλειδιών” προέβλεπε ότι τα περί αυτόνομων περιοχών εγκρίνονται νομοθετικά από το ισπανικό κοινοβούλιο, όπου εκπροσωπείται όλο το έθνος, αλλά και με δημοψήφισμα της εν λόγω περιφέρειας σε περίπτωση διαφωνίας. Αυτή η ισορροπία ανατράπηκε με την παρεμβολή ενός τρίτου παράγοντα, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο κατήργησε τον καταστατικό χάρτη της καταλανικής περιφέρειας του 2006, μολονότι αυτός περιλαμβάνει λιγότερες παραχωρήσεις απ’ ό,τι ο ισχύων στην Χώρα των Βάσκων.
Είναι η επιθυμία κεντρικού δημοσιονομικού ελέγχου των περιφερειών σε συνθήκες λιτότητας και όχι τα πολιτιστικά δικαιώματα των μειονοτήτων αυτά που πυροδότησαν τη σύγκρουση, με ορόσημο την πρώτη διαδήλωση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στην καταλανική εθνική εορτή της 11ης Σεπτεμβρίου το 2012. Για κάποια κράτη-μέλη, η κρίση του ευρώ έφερε και κρίση εθνικής συνοχής.