Μπορεί ο τζίρος των καταστημάτων να αυξάνεται συμβάλλοντας στην άνοδο του ΑΕΠ, όπως αναμένεται να επιβεβαιώσουν σήμερα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το β΄ τρίμηνο, αλλά οι αναλυτές προειδοποιούν ότι οι Ελληνες «τρώνε από τα έτοιμα», προκειμένου να διατηρήσουν ένα επίπεδο κατανάλωσης. Κάτι που δεν αποτελεί υγιές στοιχείο για την επιστροφή της ανάπτυξης σε στέρεη βάση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για τον κύκλο εργασιών του λιανικού εμπορίου, που δημοσίευσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούνιο σημειώθηκε αύξηση 3,9% σε όρους όγκου. «Υπάρχει ανάκαμψη», σχολιάζει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ, Μιχάλης Μασουράκης, εκτιμώντας ότι το προσεχές διάστημα θα ενταθούν οι θετικοί ρυθμοί μεταβολής.
Πράγματι, η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να ανακοινώσει σήμερα ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σημαντικά υψηλότερο από αυτόν του α΄ τριμήνου (0,4%). Η Τράπεζα της Ελλάδος τον υπολόγιζε πρόσφατα στο 0,8%, ενώ άλλοι αναλυτές εκτιμούσαν ένα ποσοστό κοντά στο 1%. Η κατανάλωση είναι βασική κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης.
Ωστόσο, η αύξηση της κατανάλωσης δεν είναι υποχρεωτικά αποτέλεσμα της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος. Αντίθετα, από τα στοιχεία του ΣΕΒ προκύπτει ότι τα τελευταία χρόνια συστηματικά οι Ελληνες καταναλώνουν περισσότερα από το διαθέσιμο εισόδημά τους. Με άλλα λόγια, αν προσθέσει κανείς τα εισοδήματα, δηλαδή μισθούς, συντάξεις, αμοιβές αυτοαπασχολουμένων, ενοίκια και λοιπές μεταβιβάσεις και αφαιρέσει φόρους και εισφορές, αυτό που θα μείνει, το διαθέσιμο εισόδημα, είναι χαμηλότερο από αυτό που καταναλώνεται τελικά. Το 2016, η ιδιωτική κατανάλωση ήταν 10,6 δισ. ευρώ υψηλότερη από το διαθέσιμο εισόδημα. Αντίθετα, προ κρίσης, το 2009, το διαθέσιμο εισόδημα ήταν υψηλότερο κατά 11,5 δισ. ευρώ από την ιδιωτική κατανάλωση.
Αυτό το φαινόμενο οι οικονομολόγοι το ονομάζουν αρνητική αποταμίευση. Στην Ελλάδα έχουμε αρνητική αποταμίευση, δηλαδή το φαινόμενο να «τρώμε από τα έτοιμα», από το 2013. Το 2016, το σχετικό ποσοστό ήταν 9,4%.
Οπως σχολιάζει ο κ. Μασουράκης, οι Ελληνες τα τελευταία χρόνια «αποσύρουν καταθέσεις, εκποιούν ακίνητα, ανοίγουν τα σεντούκια και βεβαίως φοροδιαφεύγουν σε μεγάλη έκταση». Ετσι, εξηγείται η διατήρηση ενός επιπέδου κατανάλωσης πάνω από το διαθέσιμο εισόδημα.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται συνεχώς από το 2010, με εξαίρεση το 2014 που αυξήθηκε ελαφρώς (0,8%).
Στον βαθμό που το φαινόμενο της αρνητικής αποταμίευσης θα επιβεβαιωθεί και φέτος, θα είναι μια ανησυχητική ένδειξη για την ποιότητα της αναμενόμενης ανάκαμψης. «Οταν η χώρα δεν αποταμιεύει και δεν επενδύει», σημειώνει ο κ. Μασουράκης, «σε κάποιο σημείο αρχίζει το βιοτικό επίπεδο να επιδεινώνεται».
Έντυπη