«Στο κόκκινο» βρίσκεται τουλάχιστον το 56% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων λόγω της χαμηλής ρευστότητας και του υψηλού δανεισμού τους, συνδυασμός που δεν επιτρέπει να εξυπηρετούν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Από αυτές ένα μικρό μόλις ποσοστό έχει πιθανότητα αναδιάρθρωσης του δανεισμού, γεγονός που σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα αρκετές θα οδηγηθούν αναπόφευκτα στο «λουκέτο».
Τα παραπάνω προκύπτουν από την ανάλυση στην οποία έχει προχωρήσει η Τράπεζα Πειραιώς κατά την εφαρμογή του τετραβάθμιου συστήματος αξιολόγησης επιχειρήσεων, το Enterprise Rating System (ERS), σε σύνολο δείγματος 7.896 επιχειρήσεων.
Με δεδομένο ότι πάνω από το 97% των ελληνικών επιχειρήσεων πρόκειται για μικρομεσαίες, γίνεται εύκολα αντιληπτός ο κίνδυνος τόσο για την επόμενη ημέρα των καθαυτό εταιρικών οντοτήτων, όσο και άμεσες επιπτώσεις στην απασχόληση, στα κρατικά έσοδα, αλλά και στις επισφάλειες των τραπεζών.
Από την κατηγοριοποίηση με βάση την εφαρμογή του ERS προκύπτουν τέσσερις κατηγορίες επιχειρήσεων, οι οποίες εξετάζονται ως προς τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, τον βαθμό μόχλευσης και τον βαθμό εξυπηρέτησης του χρέους.
Οι επιχειρήσεις που κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα, την «Α», και πρόκειται για αυτές με τις καλύτερες επιδόσεις, είναι δυστυχώς οι λιγότερες, μόλις το 8,6% του συνόλου. Πρόκειται για επιχειρήσεις με υψηλή ρευστότητα με το κυκλοφορούν ενεργητικό να καλύπτει σχεδόν κατά 3,9 φορές τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους.
Οι υποχρεώσεις τους αναλογούν μόλις στο ήμισυ των ιδίων κεφαλαίων, ενώ με τη λειτουργική τους κερδοφορία καλύπτουν τις χρηματοοικονομικές τους υποχρεώσεις κατά 21,4 φορές. Υποψήφιο για αναδιάρθρωση των δανειακών υποχρεώσεων είναι μόλις το 0,9% των επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας, καθώς παρουσιάζουν θετικό μεν EBITDA, αλλά καθαρές ζημίες προ φόρων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και σε αυτήν την κατηγορία η κρίση έχει ως συνέπεια να κλυδωνίζεται η κερδοφορία τους με συνέπεια το 67,3% αυτών να βαθμολογείται ως προς την αποδοτικότητα με βαθμό «B», αν και βρίσκονται στη βαθμίδα των επιχειρήσεων με τις υψηλότερες επιδόσεις.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι επιχειρήσεις της βαθμίδας «D», επιχειρήσεις όχι απλώς ζημιογόνες, αλλά και με υψηλό δανεισμό και στην ουσία αδυναμία εξυπηρέτησης αυτού.
Στην κατηγορία αυτή βρίσκεται το 15,4% των επιχειρήσεων του δείγματος, με το 82,5% αυτών να έχει ουσιαστικό πρόβλημα επιβίωσης. Πρόκειται για επιχειρήσεις που όχι μόνο εμφανίζουν αρνητική λειτουργική κερδοφορία, με το περιθώριο EBITDA να βρίσκεται κατά μέσον όρο στο -9,1%, αλλά παρουσιάζουν και καθαρές ζημίες. Μια μέση επιχείρηση αυτής της κατηγορίας φτάνει να έχει δανεισμό κατά 3,5 φορές υψηλότερο των ιδίων κεφαλαίων της, ενώ ο καθαρός δανεισμός είναι κατά 25 φορές υψηλότερος του EBITDA.
Ανάμεσα στις δύο παραπάνω βαθμίδες υπάρχουν δύο ακόμη με τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στην πραγματικότητα στο μεταίχμιο.
Στη βαθμίδα «Β» κατατάσσονται επιχειρήσεις με ικανοποιητικές μεν επιδόσεις σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση του δανεισμού τους, ακόμη και των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, με συγκρατημένη δε κερδοφορία και με υψηλότερα επίπεδα δανεισμού. Το περιθώριο EBITDA αγγίζει το 15,4%, όμως οι υποχρεώσεις τους υπερβαίνουν τα ίδια κεφάλαια κατά 1,2 φορές. Στη βαθμίδα αυτή ανήκει το 35,7% των επιχειρήσεων.
Στη βαθμίδα «C» βρίσκεται η πλειονότητα των επιχειρήσεων, το 40,4%, επιχειρήσεις που δεν έχουν φτάσει ακόμη στο «χείλος του γκρεμού», καθώς έχουν ελπίδες βιωσιμότητας, όμως την ίδια ώρα είναι ζημιογόνες και με χαμηλό βαθμό εξυπηρέτησης δανεισμού.