Κατηγορούμενοι 75 τελωνειακοί – Στοιχεία από σημειώσεις οδηγών βυτιοφόρων για παράνομες παραδόσεις φορτίων σε περίπου 500 πλοία
Ποινική δίωξη εναντίον 75 τελωνειακών από 23 συνολικά τελωνεία της χώρας για εμπλοκή σε λαθρεμπόριο καυσίμων άσκησε προ μερικών ημερών η Εισαγγελία Πειραιά. Πρόκειται για έναν πρωτοφανή αριθμό κατηγορουμένων κρατικών υπαλλήλων για υπόθεση διαφθοράς, και μάλιστα την περίοδο που έχει σημειωθεί η οικολογική καταστροφή στον Σαρωνικό, όπου υπάρχουν νέες ενδείξεις για μεθοδική δράση λαθρεμπόρων καυσίμων. Τα κατηγορούμενα στελέχη των τελωνείων αρνούνται οποιαδήποτε συμμετοχή στη λαθρεμπορία και μιλούν για «παρανοήσεις σε στοιχεία δικογραφιών και αβάσιμες διώξεις».
Η αρχή της έρευνας
Σύμφωνα με πληροφορίες, έναυσμα αυτής της έρευνας ήταν η εξάρθρωση στις 18 Φεβρουαρίου 2014, ύστερα από έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Δυτικής Αττικής, κυκλώματος λαθρεμπορίας καυσίμων με τη συμμετοχή 15 ατόμων αλλά και την προσαγωγή άλλων 30. Ανάμεσα στους κατηγορουμένους ήταν γνωστός επιχειρηματίας στον χώρο των καυσίμων και δύο σημαντικοί κρατικοί υπάλληλοι στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στο Τελωνείο Πειραιά.
Οπως είχε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες, οι κατηγορούμενοι είχαν διαθέσει παράνομα στο εμπόριο την τελευταία διετία περίπου 4.500.000 λίτρα πετρέλαιο ναυτιλίας, ενώ οι διαφυγόντες δασμοί και φόροι ξεπερνούν τα 3.500.000 ευρώ. Κατασχέθηκαν 8.000 λίτρα ναυτιλιακού καυσίμου (marine diesel), πέντε βυτιοφόρα οχήματα μεταφοράς καυσίμων και 18.400 ευρώ.
Στα έγγραφα που είχε παρουσιάσει τότε η ΕΛ.ΑΣ. μνημονευόταν ότι «όπως προέκυψε από την έρευνα, αρχικά οι οδηγοί βυτιοφόρων – υπάλληλοι της εταιρείας κατά τη μετάβασή τους στα σημεία ελλιμενισμού διαφόρων πλοίων ανά την επικράτεια (πλοία της ακτοπλοΐας, επαγγελματικά και ποντοπόρα) δεν παρέδιδαν ολόκληρη την ποσότητα του πετρελαίου η οποία αναγραφόταν στα παραστατικά.
Ακολούθως, το υπόλοιπο του πετρελαίου το επέστρεφαν στην εταιρεία και στη συνέχεια οι «εγκέφαλοι» το διέθεταν εκ νέου στο εμπόριο, μέσω «συνεργαζόμενων» πρατηρίων υγρών καυσίμων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το επαναδιέθεταν αυτούσιο στους πλοιοκτήτες. Μερικές φορές τμήμα των καυσίμων παρακρατούσαν και οι οδηγοί των βυτιοφόρων για ίδιον όφελος.
Και αυτό ακριβώς το σημείο της έρευνας της ΕΛ.ΑΣ. αποτέλεσε τη βάση για την άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον των στελεχών των τελωνείων. Οι αστυνομικοί είχαν κατασχέσει τότε παραστατικά και χειρόγραφες σημειώσεις που βρέθηκαν στην κατοχή των οδηγών των βυτιοφόρων, ενώ συγκέντρωσαν στοιχεία από παρακολουθήσεις συνομιλιών των συγκεκριμένων ατόμων.
Σύμφωνα με δικαστικούς λειτουργούς, από αυτές τις σημειώσεις προέκυπταν στοιχεία για «παρακράτηση» μεγάλων φορτίων καυσίμων που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί σε 490 συνολικά πλοία, διαφόρων τύπων. Οπως και ότι οι υπεύθυνοι δεκάδων τελωνείων στην Αττική, στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και αλλού τους υποβοηθούσαν σε αυτή την παράνομη ενέργεια. Μάλιστα υπήρξε και επίκληση μαγνητοφωνημένων διαλόγων μελών του κυκλώματος που μιλούσαν για τη βοήθεια που τους προσέφεραν σε αυτή την παράνομη ενέργεια ορισμένοι υπάλληλοι.
Τι λένε οι τελωνειακοί
Από την άλλη πλευρά, κατηγορούμενοι τελωνειακοί σημείωναν ότι «η κατηγορία περί συνέργειας στη λαθρεμπορία από τελωνειακούς δεν ευσταθεί, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις. Και αυτό γιατί κανένας από τους υπευθύνους των πλοίων-παραληπτών καυσίμων που κατέθεσαν σχετικά δεν ανέφερε ότι τους έδωσαν λιγότερα καύσιμα από τα προβλεπόμενα. Ολοι μίλησαν για κανονικές συναλλαγές, και αυτό φαινόταν από τα επίσημα παραστατικά. Επιπλέον και οι οδηγοί των βυτιοφόρων στις καταθέσεις τους ανέφεραν ότι οι ποσότητες καυσίμων που φαίνονται στις σημειώσεις τους σαν παρακρατηθείσες είναι αυτές που τοποθετούνταν συμμετρικά στο πλοίο για να μην υπάρχει πρόβλημα στη φόρτωση. Και αυτό αφορούσαν οι σχετικές αναγραφές τους και όχι υπολειπόμενα καύσιμα. Εξάλλου πώς μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι υπήρξε τέτοια άμεση “βοήθεια” των τελωνειακών στο κύκλωμα; Και αυτό γιατί τα βυτιοφόρα είχαν πάει σε πολλά από αυτά τα τελωνεία μία-δύο φορές. Και έτσι δεν μπορεί να εξηγηθεί ότι δημιουργήθηκαν τόσο σύντομα δεσμοί “διαφθοράς” και ύποπτες συνεννοήσεις».
Η εκδίκαση αυτής της υπόθεσης αναμένεται ως το τέλος του χρόνου.