Σχεδόν τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις θεωρούν πολύ πιθανόν να βάλουν λουκέτο στους επόμενους μήνες με τον κίνδυνο αυτό να είναι μεγαλύτερο για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις αλλά και τους αυτοπασχολούμενους.
Οπως προκύπτει από έρευνα που παρουσίασε η ΓΣΕΒΕΕ το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να διακόψουν τη δραστηριότητά τους περίπου 13.000 επιχειρήσεις, κυρίως πολύ μικρές και αυτοαπασχολούμενοι.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, από τα πιθανά λουκέτα των επιχειρήσεων, προκύπτει υψηλός κίνδυνος απώλειας για 21.000 θέσεις συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί). Παράλληλα, από τα ευρήματα προκύπτει ότι περίπου 7,000 συμβοηθούντα μέλη θα βρεθούν εκτεθειμένα σε συνθήκες πραγματικής ανεργίας.
Ωστόσο, από τα μακροοικονομικά δεδομένα και τις προβολές για την πορεία της οικονομίας (εκτίμηση για μεγέθυνση 1,5%-2%), διαφαίνεται πως διανύουμε μια περίοδο στην οποία οι επιχειρήσεις που θα διακόπτουν την επιχειρηματική δραστηριότητα θα είναι λιγότερες από τις νέες επιχειρήσεις.
Η παγιοποίηση των υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων (αύξηση προκαταβολής φόρου, αύξηση ΦΠΑ και ειδικών τελών, αύξηση φορολογικού συντελεστή στο 29%), η συσσώρευση οφειλών και η αδυναμία εξεύρεσης αγορών για την αντιστάθμιση της ισχνής καταναλωτικής ζήτησης επιδρούν αρνητικά στις προοπτικές μιας επιχείρησης.
Το φαινόμενο της άτυπης επιχειρηματικής δραστηριότητας εμφανίζεται σε έξαρση σε ορισμένα επαγγέλματα και διαβρώνει τον ανταγωνισμό, επισημαίνεται στην έρευνα.
Ειδικότερα από την έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία MARC σε δείγμα 1006 επιχειρήσεων από όλη τη χώρα, στο διάστημα από 10 ως 20 Ιουλίου, προκύπτουν μεταξύ άλλων τα εξής:
Αποτίμηση-προβλέψεις
1) Η αποτίμηση του α’ εξαμήνου 2017 σηματοδοτεί τη σημαντική υποχώρηση των αρνητικών δεικτών οικονομικού κλίματος, και συνδυάζεται με ιστορικό υψηλό 2ετίας στους δείκτες σταθεροποίησης (αύξηση κατά 9,3 μονάδες) και βελτίωσης (οριακή αύξηση κατά 1,2%) στο σύνολο των επιχειρήσεων.
2) Για τις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 5 άτομα, με υψηλό κύκλο εργασιών και με ηλικία έως 5 ετών, το άθροισμα θετικών- σταθερών αποτιμήσεων υπερβαίνει για πρώτη φορά τις αρνητικές αποτιμήσεις.
3) Το εμπόριο, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι επιχειρήσεις ηλικίας 10-15 ετών, εμφανίζονται ως αδύναμος κρίκος, καθώς σημειώνουν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό αρνητικών αποτιμήσεων.
4) Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο διατηρούν αρνητικό πρόσημο, αλλά σημειώνουν τις καλύτερες επιδόσεις από το Φεβρουάριο του 2015. Το 47,4% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση (από 58,8%), μόλις το 10,9% βελτίωση (από 11%), ενώ 1 στις 3 επιχειρήσεις δεν αναμένει καμιά μεταβολή.
Στο «κόκκινο» μία στις τέσσερις επιχειρήσεις
1) Παρά τη σχετική βελτίωση των οικονομικών δεικτών, τα προβλήματα υπερχρέωσης παραμένουν στο «κόκκινο», τουλάχιστον για 1 στις 4 επιχειρήσεις. Το υψηλότερο ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές αφορά εκείνες με χρέη προς το πρώην ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών (ΟΑΕΕ, 26,2%). Το ποσοστό αυτό, παραμένει σταθερό (26,7% στην προηγούμενη έρευνα Φεβρουαρίου 2017) και αφορά περίπου 300,000 ενεργές επιχειρήσεις.
2) Το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία παραμένει σταθερά υψηλό στο 23,8%, παρά τις διάφορες ρυθμίσεις που έχουν εισαχθεί. Το στοιχείο αυτό συμβαδίζει με το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών που προστέθηκε μέσα στο 2017, οι οποίες ανήλθαν στα 5,47 δις ευρώ (στοιχεία ΑΑΔΕ). Περίπου 65,000 μικρές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωπες το προηγούμενο εξάμηνο με κατάσχεση/ ή δέσμευση λογαριασμών για οφειλές.
3) Αυξάνονται στο εξάμηνο οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι καθυστερούν να καταβάλλουν οφειλές για ενοίκια καθώς και για δόσεις δανείου. Οι στατιστικές εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δείχνουν ότι συντηρείται ένα καθεστώς υψηλής έκθεσης των επιχειρήσεων σε οφειλές προς το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Το 9,2% (64,000 επιχειρήσεις) έχει ταυτόχρονα οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες πλέον ξεπερνούν τα 220 δις.
4) Το 17,5% των μικρών επιχειρήσεων (πάνω από 120,000 φυσικά ή νομικά πρόσωπα) οφείλουν πάνω από 20,000€, που είναι το κατώφλι για να μπορεί να υποβάλλει κανείς αίτηση υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης ιδιωτικού χρέους. Συνολικά, με βάση τα στοιχεία της έρευνας εκτιμάται ότι 59,000 επιχειρήσεις αποτελούν το βασικό πυρήνα των δυνητικών δικαιούχων που θα αιτηθούν των ευεργετημάτων της νέας ρύθμισης.
5) Σχετικά με την παρακολούθηση των ροών του νέου ασφαλιστικού συστήματος, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των υπόχρεων (75,7%) δηλώνει ότι καταβάλλει λιγότερες (63,6%) ή ίδιες εισφορές (12,1%), ενώ το 17,4% ότι καταβάλλει περισσότερες. Σε ευνοϊκότερη θέση είναι οι ατομικές επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό και με πολύ χαμηλό τζίρο (79,2% πληρώνουν λιγότερα).
Εμφανείς είναι οι περιορισμένες δυνατότητες της εγχώριας κατανάλωσης να συμβάλλουν στην αναπτυξιακή δυναμική, καθώς υπάρχουν απτές ενδείξεις στασιμότητας στους δείκτες ζήτησης και κύκλου εργασιών (επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία φορέων του λιανεμπορίου και την ΕΛΣΤΑΤ). Η επιδείνωση του κύκλου εργασιών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελεί άλλωστε αντανάκλαση του μειωμένου διαθεσίμου εισοδήματος και της ισχνής αποταμιευτικής ικανότητας των νοικοκυριών.
Στον κύκλο εργασιών των ΜμΕ σημειώνεται κάμψη για το 57,5% (αύξηση για 12,6%) των επιχειρήσεων. Ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών κυμάνθηκε στο 13,2% (από 17,8% στην προηγούμενη έρευνα). Τη μεγαλύτερη συρρίκνωση καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις του κλάδου εμπορίου. Οι έρευνες που διεξήχθησαν το τελευταίο διάστημα σχετικά με την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις επιδόσεις του λιανεμπορίου (ΕΛΣΤΑΤ, ΙΟΒΕ) δείχνουν το παράδοξο της επιδείνωσης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, γεγονός ανακόλουθο σε σχέση με τις θετικές τάσεις μεγέθυνσης της οικονομίας, ένδειξη συγκέντρωσης των μεριδίων αγοράς σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Ως προς το δείκτη κερδοφορίας, το 26,7% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη κάτω των 5,000€ στο 2016, ενώ το 24,6% κατέγραψε ζημίες. Κέρδη άνω των 10,000€ καταγράφει το 24,4%.
Μείωση της ζήτησης και των παραγγελιών καταγράφεται για το 56,2% και 57,6% των επιχειρήσεων αντίστοιχα.
Ρευστότητα- Επενδύσεις
1) Καθώς η ελληνική οικονομία υπερβαίνει τη καθοδική φάση του κύκλου, η έρευνα αναδεικνύει τα διαρθρωτικά προβλήματα των μικρών επιχειρήσεων που αφορούν τη μειωμένη ρευστότητα και το έλλειμμα πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Ειδικότερα, ο δείκτης ρευστότητας διατηρεί σταθερά υψηλά επίπεδα αρνητικών αποτιμήσεων (2 στις 3 επιχειρήσεις), ενώ ιδιαίτερα υψηλό παραμένει το απόθεμα αναξιοποίητου παραγωγικού δυναμικού (καθώς ο μ.ο. χρησιμοποίησης στις ΜμΕ μεταποίησης ανέρχεται στο 51,3%).
2) Ο δείκτης ρευστότητας εξακολουθεί να διατηρείται σε εμφανώς χαμηλά επίπεδα αφού για 2 στις 3 επιχειρήσεις (65,1%) παρατηρείται επιδείνωση.
3) Η χαμηλή επενδυτική εμπιστοσύνη παρουσιάζει στοιχεία παγίωσης και τείνει να μετασχηματιστεί σε διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, και ως τέτοιο επηρεάζει τις προοπτικές ανάκαμψης των κλάδων στους οποίους κυριαρχούν οι μικρές επιχειρήσεις. Μόνο το 4,2% των επιχειρήσεων προγραμματίζει να πραγματοποιήσει κάποια επένδυση στο επόμενο εξάμηνο. Οι περιορισμένες προοπτικές για ανάληψη νέων επενδύσεων συνδέονται και με τη στάση αναμονής που διατηρούν οι επιχειρήσεις σχετικά με την εκταμίευση κεφαλαίων και απορρόφηση κονδυλίων για την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρηματικών μονάδων (πρόγραμμα ΕΣΠΑ, αναπτυξιακός, πακέτο Γιούνκερ, ΕΤΕΑΝ).