Στη δίνη ενός κυκλώνα φημών, διαρροών και πληροφοριών, αλλά και θέσεων θεσμικών παραγόντων που έχουν προκαλέσει πλήγμα στην αξιοπιστία τους, αλλά και χρηματιστηριακών πωλήσεων οι οποίες έχουν διαλύσει τις κεφαλαιοποιήσεις τους, βρίσκονται τον τελευταίο καιρό οι ελληνικές τράπεζες. Κορυφαίο διακύβευμα η ανάγκη ή μη των ελληνικών συστημικών τραπεζών να ενισχυθούν με νέα κεφάλαια, κυρίως λόγω της μειωμένης σχετικά αποτελεσματικότητας που έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα στο θέμα της διαχείρισης των “κόκκινων” δανείων. Η εκ διαμέτρου αντίθετη θέση που έχουν λάβει ως προς την ανάγκη αυτή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που επί της ουσίας εμμένει στην ανάγκη να υπάρξει άμεσα νέα ανακεφαλαιοποίηση και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που την απορρίπτει, ωστόσο ήδη διενεργεί μέσω του SSM κεφαλαιακούς ελέγχους για να διαπιστώσει την πορεία της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχει σκορπίσει ομίχλη στις τάξεις των επενδυτών. Και όπως συνήθως συμβαίνει στις αγορές, η ομίχλη και η αβεβαιότητα λειτουργούν αρνητικά στην ψυχολογία.
Το κλίμα δυσπιστίας και η αβεβαιότητα για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών καθώς και η πιθανότητα μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης που υποδαυλίζεται από την ανησυχία για το αποτέλεσμα που θα καταφέρουν οι τράπεζες στο μέτωπο της μείωσης των “κόκκινων” δανείων, έχουν θέσει σε “συναγερμό” και τους ξένους μεγαλομετόχους τους. Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι τελευταίοι επικεντρώνονται εσχάτως στη διενέργεια lobbying σε ΗΠΑ και Ευρώπη, με το βάρος να πέφτει στην πλευρά των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, σε μια προσπάθεια να διερευνηθούν οι προθέσεις του SSM (ΕΚΤ) αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες.
Βεβαίως, οι δυνατότητες επηρεασμού του ΔΝΤ και της ΕΚΤ από τους ξένους μεγαλομετόχους των ελληνικών τραπεζών είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Στο πλαίσιο αυτό, εκείνο που κυρίως επιδιώκουν είναι να διερευνήσουν τις προοπτικές και το κατά πόσον τους συμφέρει να παραμείνουν ή να απεμπολήσουν τις θέσεις τους στις ελληνικές τράπεζες, τόσο τις… απευθείας, όσο και εκείνες που εκτιμάται ότι υπάρχουν μέσω συνδεδεμένων funds.
Το παιχνίδι είναι ξεκάθαρο ότι είναι πολύ… χοντρό. Και απειλεί να γίνει ακόμα περισσότερο. Καθώς μέσα από τις αποφάσεις που θα ληφθούν και τους σχεδιασμούς που θα τεθούν επί τάπητος θα δρομολογηθεί και η επόμενη ημέρα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η οποία, πάντως, φαίνεται ότι θα διαφοροποιείται από τη σημερινή. Τόσο ως προς το μετοχολόγιο, αλλά ενδεχομένως και στρατηγικά.
Γιατί… σιωπούν
Ορισμένοι αναλυτές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο οι βασικοί ξένοι μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών να μην έχουν εκφράσει μέχρι στιγμής δημοσίως τις θέσεις τουςως προς τη “φιλολογία” και τη φημολογία γύρω από τις ελληνικές τράπεζες, για δύο λόγους:
— Πρώτον, διότι μέσω του lobbying που επιχειρούν, εκτιμούν ότι θα μπορέσουν να συμβάλουν στη χρονική καθυστέρηση των εξελίξεων που σχετίζονται με μια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, “εξυπηρετεί” και την ΕΚΤ, η οποία δεν επιθυμεί να “υποταχθεί” στο δόγμα του ΔΝΤ περί νέων κεφαλαιακών αναγκών, ύψους 10 δισ. ευρώ, για τις ελληνικές τράπεζες, από τη στιγμή που η ίδια διαβεβαιώνειπως οι τελευταίες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2015, ενώ επίκεινται και τα πανευρωπαϊκά stress tests την άνοιξη του 2018.
— Δεύτερον, διότι η μείωση (έως απαξίωση) της αξίας των ελληνικών τραπεζών τις καθιστά αρκετά φθηνές για ενδεχόμενο moyen (μουαγιέν) μέσω νέων αυξήσεων κεφαλαίου, οι οποίες θα επέτρεπαν επίσης δυνητικά και την περαιτέρω αύξηση της συμμετοχής των υφιστάμενων μεγαλομετόχων. Ακόμη δε και αν οι νέες αυξήσειςμετοχικού κεφαλαίου γίνουν εις βάρος της σημερινής τους θέσης. Πολύ περισσότερο, δε, στην περίπτωση που το σενάριο της ανακεφαλαιοποίησης περιλαμβάνει και… συγχωνεύσεις τραπεζών.
Όπως όλα πλέον αποδεικνύουν, το παιχνίδι είναι πολύ χοντρό. Καθώς σε αυτό συμμετέχουν όχι μόνο οι θεσμικοί παράγοντες αλλά και κορυφαίοι διεθνείς επενδυτές με εξαιρετικά ισχυρές προσβάσεις και τεράστιες κεφαλαιακές δυνατότητες. Ας μη λησμονεί ουδείς, ότι μεγαλοεπενδυτές όπως οι Paulson, Watsa και Ross, διατηρούν κρίσιμα μετοχικά ποσοστά στις ελληνικές τράπεζες. Και έχουν επενδύσει κεφάλαια τα οποία προφανώς και δεν είναι διατεθειμένοι να… διαγράψουν. Βεβαίως, το παιχνίδι δεν είναι μονοδιάστατο, καθώς πέραν της χρηματιστηριακής αξίας υπάρχουν και τα assets των τραπεζών και κυρίως τα δανειακά χαρτοφυλάκια τα οποία ενδιαφέρουν σφόδρα τα funds.
Ενώ βεβαίως, αν στο τραπέζι πέσουν στην περίπτωση που οδηγηθούμε σε νέα ανακεφαλαιοποίηση και σενάρια συγχωνεύσεων, τα πιθανά οφέλη για ξένους μετόχους που θα κατέχουν δεσπόζουσα θέση –ακόμη και αν αυτή έχει αρχικώς… κοστίσει αρκετά λόγω των χρηματιστηριακών απωλειών– μπορούν να εκτοξευθούν.
Τη στιγμή, πάντως, που η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς κατακρημνιζόταν, στη δίνη της διαρροής του πορίσματος της ΤτΕ, οι μετοχές της Alpha Bank και της Εθνικής Τράπεζαςκινούνταν ανοδικά, με τη δεύτερη μάλιστα να κλείνει με άνοδο κατά 5,61%. Οι κινήσεις των μετοχών συνδυάστηκαν με φήμες περί ενδεχόμενης διάσπασης της Τράπεζας Πειραιώς σε καλή και κακή τράπεζα σε περίπτωση που απαιτηθεί νέα ανακεφαλαιοποίηση και την εν συνεχεία συγχώνευσή της με άλλη συστημική τράπεζα. Φήμες, οι οποίες προφανώς και δεν επιβεβαιώνονται από καμία πλευρά, όπως άλλωστε και τα γενικά σενάρια περί ανακεφαλαιοποιήσεων… Φήμες που πάντως ενέπλεκαν και τον μεγαλοεπενδυτή της Τράπεζας Πειραιώς, John Paulson, ο οποίος ελέγχει ποσοστό 9,23% στην Τράπεζα Πειραιώς, αλλά και ποσοστό 6,25% στην Alpha Bank…
Το πόρισμα και οι μετοχές
Η κατάσταση των τελευταίων ημερών με επίκεντρο την Τράπεζα Πειραιώς και την αιφνίδια ανάσυρση “πορίσματος” της ΤτΕ, για παρατυπίες στον εσωτερικό έλεγχο που εμπλέκουν συγκεκριμένα στελέχη της προηγούμενης διοίκησης, ενέτεινε το κλίμα σύγχυσης. Στις 21/9 ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Χρ. Μεγάλου, δήλωσε στο Reuters ότι η Τράπεζα έχει αντιμετωπίσει στα προηγούμενα οικονομικά της αποτελέσματα τα ζητήματα που θέτει η έρευνα της ΤτΕ. Την προηγουμένη της δήλωσης, ωστόσο, η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς υποχώρησε κατά 21,74%, με 10,19 εκατ. μετοχές και 20,15 εκατ. ευρώ τζίρο, με την κεφαλαιοποίησή της να πέφτει στα 1,17 δισ. ευρώ από 2,1 δισ. ευρώ στα τέλη Αυγούστου. Προκαλεί, ωστόσο, ερωτηματικά το πώς διέρρευσε το πόρισμα στα media πριν καλά – καλά το πάρει στα χέρια της η διοίκηση της τράπεζας Πειραιώς…
Προβληματισμός και AQRs στην πράξη
Χωρίς αμφιβολία, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι ενδεικτική της ανησυχίας και της εγρήγορσης στην οποία βρίσκονται οι ξένοι μεγαλομέτοχοι των ελληνικών τραπεζών. Όλος ο προβληματισμός των μεγαλομετόχων ξεκινά από αντικειμενικά ζητήματα που φαίνεται να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν γρήγορα και επιτυχώς οι ελληνικές τράπεζες και τα οποία “διογκώνονται” στην παρούσα φάση από το ΔΝΤ, δημιουργώντας ένα ιδανικό άλλοθι για “ηρωική” έξοδο του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα προσεχώς.
Μετά την πρόσφατη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, η οποία μόνο θετικά θα μπορούσε να επιδράσει στις ελληνικές τράπεζες, οι τελευταίες βιώνουν μια μεταστροφή σε δυσπιστία που υποδηλώνει τους χωριστούς δρόμους που τραβούν πλέον οι πιστωτέςτης χώρας. Το μεν ΔΝΤ υποστηρίζει ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο και πρέπει να “κουρευτεί” (χωρίς όμως το “κούρεμα” να αγγίξει τις οφειλές προς το ΔΝΤ), οι δε Ευρωπαίοι, οι οποίοι έχουν και το 90% του ελληνικού χρέους, υποστηρίζουν, θέλοντας και μη, ότι αυτό είναι βιώσιμο και μπορεί να αποπληρωθεί.
Και μόνο από τις αναλογίες των πιστωτών στον δανεισμό της Ελλάδας, η ΕΚΤ έχει κάθε λόγο να δυσανασχετεί με τις παρεμβάσεις του ΔΝΤ, ειδικά όταν αυτό της παραδίδει εποπτικά μαθήματα. Προφανώς η ΕΚΤ είναι η μόνη αρμόδια να αποφανθεί για τυχόν κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών και στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη ελέγχου ποιότητας του ενεργητικού (AQRs) των ελληνικών τραπεζών, δεδομένου ότι είναι προγραμματισμένα και τα πανευρωπαϊκά stress tests το 2018.
Στην ουσία, βεβαίως, η ΕΚΤ διενεργεί ήδη AQRs στις ελληνικές τράπεζες, αφού ο SSM εξετάζει από τον Ιούλιο τα χαρτοφυλάκια των δύο εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, και θα ακολουθήσει τον Νοέμβριο έως το τέλος του έτους ο έλεγχος στις άλλες δύο. Πρόκειται για έναν ενδελεχή έλεγχο που εστιάζει στα μη εξυπηρετούμενα δανειακά χαρτοφυλάκια και στις εγγυήσεις ανακτήσεων που δίνουν οι ρυθμίσεις οφειλών στις οποίες έχουν προχωρήσει οι τράπεζες. Σκοπός των ελέγχων αυτών τους οποίους αποκάλυψε το “Κ”, είναι να ανιχνευθούν περιπτώσεις δανείων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μελλοντικά ως “ρουφήχτρες” κεφαλαίων και να αποτραπεί ο αιφνιδιασμός εποπτικών αρχών και τραπεζών στα stress tests του 2018.
Ο έλεγχος “προσμετρά” και τις αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις που θα επιβαρύνουν τις τράπεζες με την εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9, υποχρεώνοντάς τες σε αυξημένες προβλέψεις για επισφάλειες, καθώς επίσης τον διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του σταθμισμένου ενεργητικού μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, αλλά και το γεγονός της σύνθεσης των εποπτικών κεφαλαίων τους κατά πλειοψηφία από αναβαλλόμενο φόρο και ετεροχρονισμένη φορολογία.
Όλα τα παραπάνω θέματα απασχολούν τις εποπτικές αρχές δεδομένου ότι μέλημά τους είναι η πλήρης θωράκιση των τραπεζών. Άλλωστε, μόνο η πλήρης θωράκιση των τραπεζών μπορεί να προσελκύσει χρηματοδότες και επενδυτές, κάτι που είναι ο τελικός στόχος των ευρωπαϊκών αρχών, οι οποίες, όπως είχε γράψει το “Κ”, επιθυμούν τη δημιουργία τραπεζών – “φρουρίων” ως πρώτο βήμα για τη μετέπειτα συγκέντρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Σημειώνεται ότι ο SSM έχει διαπιστευμένα 40-50 στελέχη του για τους ελέγχους σε καθεμία ελληνική τράπεζα, κάτι ενδεικτικό της βαθιάς γνώσης που έχει ο ενιαίος επόπτης για την κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Συνεπώς, στην ουσία οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται υπό διαρκές AQR ενόψει των πανευρωπαϊκών stress tests. Πρόκειται για μία πραγματικότητα υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να αξιολογήσει κανείς τις δηλώσεις από πλευράς ΕΚΤ περί της υγείας (πλήρως κεφαλαιοποιημένες) των ελληνικών τραπεζών, βάζοντάς τες στη ρεαλιστική τους διάσταση. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία των δηλώσεων της ΕΚΤ θα ήταν σαν ένας γιατρός να έδινε πιστοποιητικό υγείας, χωρίς καν διαγνωστικές εξετάσεις, σε έναν καρδιοπαθή που καλείται να τρέξει σε μαραθώνιο…
Η πραγματικότητα
Αυτό το γνωρίζουν οι πάντες για τις ελληνικές τράπεζες και πόσω μάλλον οι ξένοι μεγαλομέτοχοι, οι οποίοι μπήκαν στην προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση ελπίζοντας σε μία ταχεία ανάκαμψη και ποντάροντας στις αποδόσεις από τη διαχείριση των “κόκκινων” δανείων. Κάτι τέτοιο δεν τους έχει προκύψει, ενώ δεν υπάρχει πλέον ο χρόνος αναμονής για ένα θαύμα. Οι μεγάλες προκλήσεις για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο και μέσα σε αυτές η πραγματικότητα των ελληνικών τραπεζών που ορίζεται όχι στατικά, από το πόσο καλά κεφαλαιοποιημένες βρίσκονται μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2015, αλλά δυναμικά, θα οδηγήσουν τις εξελίξεις και για τους μεγαλομετόχους των ελληνικών τραπεζών.
Σε αδρές γραμμές, η πραγματικότητα για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι δάνεια σε καθυστέρηση ίσα με το 60% του ΑΕΠ της χώρας, κάλυψη των δανείων αυτών από προβλέψεις κατά 50%, χάσμα ρευστότητας περί τα 35 δισ. ευρώ που πρέπει να μηδενιστεί με την απεξάρτηση από τον ELA και εποπτικά κεφάλαια που σε ποσοστό 70% συντίθενται από αναβαλλόμενο φόρο και ετεροχρονισμένες φορολογίες.
Σύμφωνα με αρχικές εκτιμήσεις των ίδιων των τραπεζών, όπως αναφέρονται στο “Κ”, από την εφαρμογή του λογιστικού προτύπου IFRS 9 που επιβάλλει υπολογισμό του αναμενόμενου και όχι του πραγματοποιηθέντος πιστωτικού κινδύνου (συνεπώς θα απαιτήσει περισσότερες προβλέψεις από τις τράπεζες) μπορεί να προκύψουν επιπλέον κεφαλαιακές ανάγκες 4 – 5 δις. ευρώ. Άλλα 2 δισ. ευρώ σε νέα κεφάλαια μπορεί να προκύψουν από τους ελέγχους δανειακών χαρτοφυλακίων που διενεργεί στην παρούσα φάση ο SSM.
Αυτά τα συνολικά κεφάλαια της τάξεως των 6-7 δισ. ευρώ, βεβαίως, θα μπορούσαν να καλυφθούν από τα κεφαλαιακά “μαξιλάρια”, ύψους 9 δισ. ευρώ, που διαθέτουν οι τράπεζες. Πρόκειται για το λεγόμενο capital buffer που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των κατώτερων συνολικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας που έχει προσδιορίσει η ΕΚΤ και των υψηλότερων υφιστάμενων κεφαλαίων που διατηρούν οι ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι με τη Βασιλεία ΙΙΙ που θα εφαρμοστεί από 1/1/2019, η στάθμη των ελάχιστων απαιτούμενων κεφαλαίων για τις τράπεζες θα αυξηθεί σημαντικά. Εν τω μεταξύ, σημαντικά κεφάλαια θα έχουν καταναλωθεί σε διαγραφές δανείων, σε κάλυψη ζημιών από πωλήσεις NPLs και σε πρόσθετες προβλέψεις.
Τα σενάρια και οι μέτοχοι
Επομένως, το ζήτημα είναι όχι αν οι τράπεζες χρειάζονται νέα κεφάλαια, αλλά το πώς θα προετοιμαστεί το έδαφος ώστε οι επόμενες αυξήσεις κεφαλαίου που θα έχουν ως σκοπό την πλήρη εξυγίανση των τραπεζών, αφενός να μην πέσουν ως κεραυνός εν αιθρία, αφετέρου να μη θίξουν τους καταθέτες και να μην επιφέρουν νέα αποδόμηση της εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζικών ομίλων.
Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί α) με την είσοδο νέων ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων σε μελλοντικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στις τράπεζες, β) με κάλυψη των νέων κεφαλαιακών αναγκών από το Δημόσιο σε περίπτωση που το ποσό της αύξησης δεν καλυφθεί από τους νυν μετόχους ή νέους επενδυτές (άρα κρατικοποίηση τραπεζών), ή γ) με σπάσιμο των τραπεζών σε καλό και κακό κομμάτι όπου στο δεύτερο θα πάνε και τα όποια κεφάλαια έχουν βάλει μέχρι τώρα οι μέτοχοι των τραπεζών, ενώ το υγιές κομμάτι θα πουληθεί σε ξένες τράπεζες και όχι πλέον σε funds.
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο “Κ”, σε καθαρές κεφαλαιακά τράπεζες και σε μια οικονομία που θα ανακάμπτει, υπάρχει άφθονο νέο χρήμα που θα ενδιαφερόταν να τοποθετηθεί. Αυτό το γνωρίζουν οι σημερινοί ξένοι μεγάλοι μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών, οι οποίοι θα πρέπει να προετοιμάσουν τη στρατηγική τους για την επόμενη μέρα, αποδεχόμενοι και νέο dilution εφόσον θελήσουν να διατηρήσουν τις θέσεις τους στις ελληνικές τράπεζες.