Μεταβατική περίοδο δύο ετών μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ ζήτησε η Τερέζα Μέι, με ομιλία που έδωσε σήμερα στη Φλωρεντία, περιγράφοντας το όραμα της για τη μορφή του χωρισμού και της νέας σχέσης που θα χτίσουν στο μέλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Διαψεύδοντας μια πληροφορία βρετανικής εφημερίδας, που ανέφερε ότι το Brexit ενδέχεται να έλθει νωρίτερα από το προβλεπόμενο, η Τερέζα Μέι επανέλαβε ότι το Ηνωμένο Βασίλειo θα πάψει να είναι μέλος της ΕΕ τον Μάρτιο του 2019. Ωστόσο, εξήγησε ότι μια συμφωνία για τη μελλοντική εταιρική σχέση της χώρας της με την ΕΕ «θα χρειαστεί χρόνο» μέχρι να επικυρωθεί. Για τον λόγο αυτό πρότεινε να υπάρξει μια «μεταβατική περίοδος» δύο ετών, οι λεπτομέρειες της οποίας θα πρέπει να συμφωνηθούν το συντομότερο δυνατόν.
Η Μέι είπε ότι κατά την περίοδο αυτή η πρόσβαση της μίας πλευράς στην αγορά της άλλης θα πρέπει να συνεχιστεί με τους ίδιους όρους και ότι οι δεσμοί μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας θα παραμείνουν εν ισχύ, ώστε να διασφαλιστεί μια «ομαλή» έξοδος. «Η περίοδος εφαρμογής θα ήταν προς το συμφέρον μας», είπε χαρακτηριστικά.
Γενικότερα, με τη συγκεκριμένη ομιλία της, η Βρετανίδα πρωθυπουργός επιχείρησε να δώσει τέλος στο αδιέξοδο που έχουν εισέλθει οι διαπραγματεύσεις ΕΕ-Βρετανίας για το επικείμενο διαζύγιο, τονίζοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι ο «ισχυρότερος φίλος και συνεργάτης» της ΕΕ στα νέα δεδομένα που θα προκύψουν την επόμενη μέρα, αναφερόμενη στο μεγαλύτερο μέρος της ομιλία της στις κοινές αξίες που συνδέουν τις δύο πλευρές. Οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες αναμένεται να ξεκινήσουν εκ νέου τη Δευτέρα, έχουν «κολλήσει» σε τρία ακανθώδη ζητήματα: Τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών που ζουν στη Βρετανία, το ιρλανδικό συνοριακό ζήτημα και το ποσό που θα χρειαστεί να καταβάλει η Βρετανία στην ΕΕ κατά την αποχώρηση της.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα της, αν οι διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό μίας σχέσης σαράντα και πλέον ετών αποτύχουν και δεν οδηγήσουν σε μία νέα ισχυρή σχέση φιλίας και συνεργασίας, ο μοναδικός κερδισμένος θα είναι οι λαϊκίστικες δυνάμεις που αντιτίθενται στη δημοκρατία, τον φιλελευθερισμό και το ελεύθερο εμπόριο.
«Παρότι η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ είναι μία δύσκολη διαδικασία, είναι προς το συμφέρον όλων μας να πετύχουν οι διαπραγματεύσεις», σημείωσε χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως αν «αποτύχουμε και επέλθει ο διχασμός μεταξύ μας, οι μόνοι που θα επωφεληθούν θα είναι εκείνοι που αντιτίθενται στις (κοινές) αξίες και πολεμούν τα (κοινά) συμφέροντα μας».
Όπως ανέφερε η Βρετανίδα πρωθυπουργός, κρίσιμα ζητήματα των ημερών μας όπως η μαζική μετανάστευση και η τρομοκρατία, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσω της οδού της συνεργασίας, προσθέτοντας ότι το γεγονός ότι οι δύο πλευρές θα χαράξουν χωριστές πορείες από έδω και ύστερα, αφήνει περιθώρια για τη δημιουργία μίας «νέας σχέσης στον τομέα της ασφάλειας», η οποία θα είναι «πρωτοφανής στο βάθος της».
Στη συνέχεια, αναφορικά με το εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα των Ευρωπαίων πολιτών πουν ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Βρετανίδα πρωθυπουργός, διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνησή της επιθυμεί να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και μετά το Brexit, υπογραμμίζοντας ότι ελπίζει οι διαπραγματευτικές ομάδες να καταλήξουν σε μια συμφωνία για τα δικαιώματα των πολιτών χωρών της ΕΕ που ζουν και εργάζονται στη Βρετανία. Επιπλέον, προσέθεσε ότι αποτελεί επιθυμία της τα βρετανικά δικαστήρια να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε θέματα που αφορούν τα δικαιώματα αυτών των πολιτών.