Βεβαίως, η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται μια ισχυρή ανάκαμψη, αλλά ακόμη και οι αισιόδοξες προβλέψεις είναι μάλλον μέτριες σε σύγκριση με τις ανάγκες της οικονομίας όσον αφορά την αύξηση του ΑΕΠ.
Η φορολογία είναι παράλογη, αποτρέπει τις επενδύσεις και ατονεί την προσπάθεια ανάκαμψης στην Ελλάδα τονίζει το Brookings
Σε άρθρο που υπογράφει ο Θεόδωρος Πελαγίδης τονίζει τα εξής
«Το 2014 είχαμε συγγράψει ένα βιβλίο από την Έξοδο στην Ανάκαμψη το οποίο εξακολουθεί να είναι, δυστυχώς, επίκαιρο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των ελληνικών στατιστικών αρχών, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 0,5% σε τριμηνιαία βάση και 0,8% σε ετήσια βάση στο β΄ τρίμηνο του 2017.
Ο βασικός παράγοντας πίσω από την «θετική» ανάγνωση ήταν οι καταναλωτικές δαπάνες και οι εξαγωγές, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 6,5% και 9,5% σε ετήσια βάση.
Αντίθετα, οι εισαγωγές αυξήθηκαν οριακά κατά 3,1% το β΄ τρίμηνο, αντανακλώντας μια σχεδόν στάσιμη εγχώρια ζήτηση.
Ακόμη χειρότεροι είναι οι αριθμοί σχετικά με το ακαθάριστο σχηματισμό σταθερών κεφαλαίων, -25,6% σε τριμηνιαία βάση και -17,1% σε ετήσια βάση.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης τον περασμένο Ιούνιο 2017 θα αποδεσμεύσει 1,6 δισεκ. ευρώ για την εκκαθάριση των καθυστερούμενων οφειλών του κράτους, κάτι που σίγουρα θα αυξήσει το ΑΕΠ για να φτάσει ενδεχομένως στην πρόβλεψη ανάπτυξης του 1,5% για το 2017.
Και πάλι, μόνο μετά την αποδέσμευση των χρημάτων διάσωσης αποκλειστικά για να στηρίξει τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα.
Είναι σαν τα χρήματα από το ελικόπτερο και μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει ότι χωρίς αυτή την πρόσθετη οικονομική βοήθεια η οικονομία θα ήταν σίγουρα εντελώς άτονη και στάσιμη για τρίτη συνεχή χρονιά.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο είναι ότι τα στοιχεία για το ΑΕΠ δείχνουν πόσο σημαντική είναι η ανάκαμψη που στηρίζεται στις δημόσιες δαπάνες.
Τα τέσσερα θεσμικά όργανα διάσωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) επιμένουν ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν στην ενίσχυση του ΑΕΠ – αποτελεί αναγκαιότητα αν το χρέος γίνει βιώσιμο στο προβλέψιμο μέλλον και η οικονομία αποφύγει ένα τέταρτο πρόγραμμα διάσωσης μετά την ενδεχόμενη ολοκλήρωση του τρίτου, τον Αύγουστο του 2018.
Βεβαίως, η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται μια ισχυρή ανάκαμψη, αλλά ακόμη και οι αισιόδοξες προβλέψεις είναι μάλλον μέτριες σε σύγκριση με τις ανάγκες της οικονομίας όσον αφορά την αύξηση του ΑΕΠ.
Το 2014, ο κ. Μιτσόπουλος και εγώ γράψαμε ένα άρθρο με τίτλο «Ελλάδα. Φόρος οτιδήποτε κινείται», τονίζοντας τον τότε αρνητικό ρόλο της φορολογίας όσον αφορά την ανάκαμψη του ΑΕΠ. Σήμερα, αντί να έχει η Ελλάδα ένα φιλικότερο περιβάλλον για τον παραγωγικό τομέα της οικονομίας, από την 1η Ιανουαρίου 2017 υπήρξε ένας παράλογος αγώνας πάνω στον φόρο – ναι, ακόμη μεγαλύτερος – .
Περιττό να πούμε ότι, τόσο για τα φυσικά πρόσωπα όσο και για τις επιχειρήσεις, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για να επενδύσουν ή να ξεκινήσουν μια επιχείρηση ή ακόμα να διατηρήσουν μια υπάρχουσα.
Σε αυτό το πολύ δυσμενές φορολογικό περιβάλλον, μπορεί κανείς να εξηγήσει εύκολα τόσο την πτώση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου όσο και γιατί είναι τόσο αμφίβολο εάν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν πραγματικά να βοηθήσουν την οικονομία να πετύχει ισχυρή ανάκαμψη.
Η καγκελάριος της Γερμανίας Merkel υποστηρίζει την ιδέα ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, υποδεικνύοντας ότι είναι πρόθυμη να εμβαθύνει την ολοκλήρωση της ευρωζώνης, προσθέτοντας ότι αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει τον καλύτερο συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών.
Ο Πρόεδρος Emanuel Macron, ο οποίος επισκέπτεται την Αθήνα, θέλει να εναρμονίσει τα φορολογικά συστήματα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης μιας διαφανούς, κοινής φορολογικής βάσης.
Όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να επικροτήσουν αυτές τις δηλώσεις, αλλά ακόμα περισσότερο τους Έλληνες, των οποίων η προθυμία να ππαράγουν εμποδίζεται από μια παράλογη κυβερνητική φορολογική και κοινωνική πολιτική που καταστρέφει την πολύ αναγκαία ανάκαμψη.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ανεξήγητο πως οι πιστωτές εγκρίνουν ή ανέχονται αυτήν την πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ποτέ αργά.
Σε άρθρο που υπογράφει ο Θεόδωρος Πελαγίδης τονίζει τα εξής
«Το 2014 είχαμε συγγράψει ένα βιβλίο από την Έξοδο στην Ανάκαμψη το οποίο εξακολουθεί να είναι, δυστυχώς, επίκαιρο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των ελληνικών στατιστικών αρχών, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 0,5% σε τριμηνιαία βάση και 0,8% σε ετήσια βάση στο β΄ τρίμηνο του 2017.
Ο βασικός παράγοντας πίσω από την «θετική» ανάγνωση ήταν οι καταναλωτικές δαπάνες και οι εξαγωγές, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 6,5% και 9,5% σε ετήσια βάση.
Αντίθετα, οι εισαγωγές αυξήθηκαν οριακά κατά 3,1% το β΄ τρίμηνο, αντανακλώντας μια σχεδόν στάσιμη εγχώρια ζήτηση.
Ακόμη χειρότεροι είναι οι αριθμοί σχετικά με το ακαθάριστο σχηματισμό σταθερών κεφαλαίων, -25,6% σε τριμηνιαία βάση και -17,1% σε ετήσια βάση.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης τον περασμένο Ιούνιο 2017 θα αποδεσμεύσει 1,6 δισεκ. ευρώ για την εκκαθάριση των καθυστερούμενων οφειλών του κράτους, κάτι που σίγουρα θα αυξήσει το ΑΕΠ για να φτάσει ενδεχομένως στην πρόβλεψη ανάπτυξης του 1,5% για το 2017.
Και πάλι, μόνο μετά την αποδέσμευση των χρημάτων διάσωσης αποκλειστικά για να στηρίξει τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα.
Είναι σαν τα χρήματα από το ελικόπτερο και μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει ότι χωρίς αυτή την πρόσθετη οικονομική βοήθεια η οικονομία θα ήταν σίγουρα εντελώς άτονη και στάσιμη για τρίτη συνεχή χρονιά.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο είναι ότι τα στοιχεία για το ΑΕΠ δείχνουν πόσο σημαντική είναι η ανάκαμψη που στηρίζεται στις δημόσιες δαπάνες.
Τα τέσσερα θεσμικά όργανα διάσωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) επιμένουν ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν στην ενίσχυση του ΑΕΠ – αποτελεί αναγκαιότητα αν το χρέος γίνει βιώσιμο στο προβλέψιμο μέλλον και η οικονομία αποφύγει ένα τέταρτο πρόγραμμα διάσωσης μετά την ενδεχόμενη ολοκλήρωση του τρίτου, τον Αύγουστο του 2018.
Βεβαίως, η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται μια ισχυρή ανάκαμψη, αλλά ακόμη και οι αισιόδοξες προβλέψεις είναι μάλλον μέτριες σε σύγκριση με τις ανάγκες της οικονομίας όσον αφορά την αύξηση του ΑΕΠ.
Το 2014, ο κ. Μιτσόπουλος και εγώ γράψαμε ένα άρθρο με τίτλο «Ελλάδα. Φόρος οτιδήποτε κινείται», τονίζοντας τον τότε αρνητικό ρόλο της φορολογίας όσον αφορά την ανάκαμψη του ΑΕΠ. Σήμερα, αντί να έχει η Ελλάδα ένα φιλικότερο περιβάλλον για τον παραγωγικό τομέα της οικονομίας, από την 1η Ιανουαρίου 2017 υπήρξε ένας παράλογος αγώνας πάνω στον φόρο – ναι, ακόμη μεγαλύτερος – .
Περιττό να πούμε ότι, τόσο για τα φυσικά πρόσωπα όσο και για τις επιχειρήσεις, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για να επενδύσουν ή να ξεκινήσουν μια επιχείρηση ή ακόμα να διατηρήσουν μια υπάρχουσα.
Σε αυτό το πολύ δυσμενές φορολογικό περιβάλλον, μπορεί κανείς να εξηγήσει εύκολα τόσο την πτώση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου όσο και γιατί είναι τόσο αμφίβολο εάν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν πραγματικά να βοηθήσουν την οικονομία να πετύχει ισχυρή ανάκαμψη.
Η καγκελάριος της Γερμανίας Merkel υποστηρίζει την ιδέα ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, υποδεικνύοντας ότι είναι πρόθυμη να εμβαθύνει την ολοκλήρωση της ευρωζώνης, προσθέτοντας ότι αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει τον καλύτερο συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών.
Ο Πρόεδρος Emanuel Macron, ο οποίος επισκέπτεται την Αθήνα, θέλει να εναρμονίσει τα φορολογικά συστήματα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης μιας διαφανούς, κοινής φορολογικής βάσης.
Όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να επικροτήσουν αυτές τις δηλώσεις, αλλά ακόμα περισσότερο τους Έλληνες, των οποίων η προθυμία να ππαράγουν εμποδίζεται από μια παράλογη κυβερνητική φορολογική και κοινωνική πολιτική που καταστρέφει την πολύ αναγκαία ανάκαμψη.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ανεξήγητο πως οι πιστωτές εγκρίνουν ή ανέχονται αυτήν την πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ποτέ αργά.