Ανάμεσα στα 61,5 εκατομμύρια των Γερμανών που καλούνται στις κάλπες της ερχόμενης Κυριακής υπάρχουν και αρκετές χιλιάδες πολιτών που έχουν εκτός από τη γερμανική και την ελληνική υπηκοότητα. Πόσοι ακριβώς είναι;
Μολονότι το καθεστώς της διπλής υπηκοότητας μετρά 15 και πλέον χρόνια ζωής, πολλοί Έλληνες της Γερμανίας εξακολουθούν να μην γνωρίζουν τι ακριβώς προβλέπει η σχετική νομοθεσία και ποια είναι τα δικαιώματά τους.
«Θα ήθελα να ψηφίζω και εδώ, αλλά δεν θέλω να παραδώσω την ελληνική ιθαγένεια» είναι ένα επιχείρημα που ακούγεται συχνά. Ακόμη και σήμερα, πολλοί Έλληνες ομογενείς εξακολουθούν να μη γνωρίζουν τα στοιχειώδη για την πολιτογράφηση στη Γερμανία. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς και στην ελλιπή και ενίοτε λανθασμένη ενημέρωση που παρέχουν ελληνικές ιστοσελίδες της Γερμανίας.
Ήδη, από τη δεκαετία του 1990 η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων (ΟΕΚ) Γερμανίας με πρωταγωνιστή τον αλησμόνητο συνάδελφο στην ελληνική σύνταξη της Deutsche Welle Σταμάτη Ασημένιο -μέλος του τότε προεδρείου της ΟΕΚ, ο οποίος είχε οραματιστεί τη διπλή υπηκοότητα και για τους Έλληνες της Γερμανίας- και συμπαραστάτη τον δραστήριο τότε πρόεδρο της ομοσπονδίας Κώστα Παππά, είχε ξεκινήσει τις σχετικές ενέργειες σε όλα τα επίπεδα. Βασικό όπλο στη φαρέτρα των επιχειρημάτων τους στον διάλογο με τις γερμανικές
Αρχές ήταν η αρχή της αμοιβαιότητας: ό,τι ίσχυε για τους Γερμανούς στην Ελλάδα που μπορούσαν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια χωρίς να απολέσουν τη γερμανική, θα έπρεπε να ισχύει και για τους Έλληνες της Γερμανίας. Το 1999 εντέλει η γερμανική Βουλή ανταποκρίθηκε και υιοθέτησε σχετική νομοθεσία, εντούτοις ορισμένα ομόσπονδα κρατίδια, όπως η Βαυαρία, αρνούνταν να την εφαρμόσουν.
Η μάχη της ΟΕΚ
Οι προσπάθειες της ΟΕΚ Γερμανίας συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια υπό τον νέο της πρόεδρο Κώστα Δημητρίου, ο οποίος μαζί με τον τότε πρέσβη της Ελλάδας στο Βερολίνο κ. Κυπραίο και έχοντας προηγουμένως προβεί σε σχετικές διαμαρτυρίες προς τις γερμανικές αρχές, κατάφεραν να πείσουν την τότε υπουργό Εσωτερικών Βάσω Παπανδρέου να αποστείλει επιστολή προς τον Γερμανό ομόλογό της. Όλες αυτές οι προσπάθειες ευοδώθηκαν τελικά τον Απρίλιο του 2004 όταν με σχετική απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου της Γερμανίας όλα τα κρατίδια κλήθηκαν να συμμορφωθούν ως προς τις διατάξεις του νόμου περί υπηκοότητας που είχε ψηφιστεί το 1999. Έκτοτε το ζήτημα θεωρείται λήξαν.
«Ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα της ΟΕΚ και του Σταμάτη Ασημένιου που το οραματίστηκε τότε» δηλώνει στην Deutsche Welle ο νυν πρόεδρος της ομοσπονδίας Κώστας Δημητρίου. Όπως χαρακτηριστικά λέει, από το 2004 ακολούθησαν πολλές καμπάνιες της ΟΕΚ ώστε να ενημερωθεί σωστά ο κόσμος και κυρίως για να μάθουν ότι η απόκτηση της γερμανικής δεν συνεπάγεται την απώλεια της ελληνικής υπηκοότητας. «Στο μυαλό των περισσοτέρων όμως είχε μείνει η λανθασμένη εντύπωση από το παρελθόν ότι έπρεπε να αποκηρύξεις την ελληνική για να λάβεις τη γερμανική υπηκοότητα».
Πόσοι Έλληνες έχουν και τη γερμανική υπηκοότητα;
Μετά τις μεγάλες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές των τελευταίων ετών τις οποίες προκάλεσαν αρχικώς η ευρωκρίση και στη συνέχεια η προσφυγική κρίση, ο πληθυσμός της Γερμανίας έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Στα τέλη του 2016 η χώρα μετρούσε 82,8 εκατομμύρια κατοίκους. Από αυτούς, 18,6 εκατομμύρια έχουν μεταναστευτική βιογραφία ενώ τα 6,1 εκατομμύρια εξ αυτών έχουν (και) τη γερμανική υπηκοότητα, είναι άνω των 18 ετών και συνεπώς έχουν εκλογικά δικαιώματα.
Τη μεγαλύτερη ομάδα αποτελούν οι τουρκικής καταγωγής Γερμανοί πολίτες που υπολογίζονται στις 720.000, ένας φαινομενικά μεγάλος αριθμός που αντιστοιχεί ωστόσο μόλις στο 1,2% του εκλογικού σώματος.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, στα τέλη του 2016 οι Έλληνες της Γερμανίας υπολογίζονταν (πρόκειται για ετήσια εκτίμηση βάσει έρευνας και όχι απογραφή) στις 443.000 από 412.000 το 2015.
Από τα στοιχεία αυτά, προκύπτει ότι ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν εκτός από την ελληνική και τη γερμανική υπηκοότητα ανέρχεται στις 60.000.
Το 13% περίπου δηλαδή των Ελλήνων που ζουν στη Γερμανία έχουν σήμερα και τη γερμανική υπηκοότητα.
Δεδομένου όμως ότι στα σχετικά στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής υπηρεσίας δεν γίνεται διαφοροποίηση, βάσει ηλικιακών ομάδων, δεν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα πόσοι από αυτούς είναι άνω των 18 ετών και συνεπώς έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στη Γερμανία.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι οι μισοί και πλέον από τους 60.000 καταγεγραμμένους Έλληνογερμανούς με διπλή υπηκοότητα δεν έχουν «ιδία μεταναστευτική εμπειρία», πρόκειται δηλαδή για τη δεύτερη γενιά, για παιδιά μεταναστών που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία και έχουν αποκτήσει αυτομάτως και τη γερμανική υπηκοότητα.
Ο αριθμός εκείνων με «ιδία μεταναστευτική εμπειρία», η πρώτη δηλαδή γενιά των μεταναστών που απέκτησαν τη γερμανική υπηκοότητα εκ των υστέρων, είναι συγκριτικά αρκετά χαμηλότερος.
Μη υπολογίσιμη εκλογική δύναμη
Στις 60.000 που υπολογίζεται ότι έχουν διπλή υπηκοότητα θα πρέπει να προστεθούν και τα παιδιά μεικτών γάμων που κατά περίπτωση καταγράφονται από τις γερμανικές Αρχές μόνον ως Γγερμανοί πολίτες και όχι ως Γερμανοί με μεταναστευτική βιογραφία. Για παράδειγμα, το παιδί μιας Γερμανίδας και ενός Έλληνα με διπλή υπηκοότητα, ο οποίος όμως δεν έχει γεννηθεί στη Γερμανία και συνεπώς δεν έχει τη γερμανική υπηκοότητα εκ γενετής, καταγράφεται ως Γερμανός με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Αντίθετα, σε περιπτώσεις γάμων μεταξύ μιας Γερμανίδας και ενός Έλληνα ο οποίος γεννήθηκε στη Γερμανία και απέκτησε αυτομάτως και τη γερμανική ιθαγένεια, το παιδί τους καταγράφεται από τις Αρχές μόνον ως Γερμανός.
Πάντως ακόμη κι αν σε μια υπόθεση εργασίας θεωρείτο ότι το σύνολο των 60.000 Έλληνογερμανών είναι όλοι ανεξαιρέτως άνω των 18 ετών και μπορούν να ψηφίσουν, θα ήταν παρά ταύτα μια αμελητέα και όχι υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, αφού το ποσοστό τους επί του συνόλου των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων δεν ξεπερνά το 0,01%.
Ο σχετικά μικρός αριθμός των Ελλήνων με διπλή υπηκοότητα δεν οφείλεται βέβαια μόνον στην ελλιπή και λανθασμένη ενημέρωση. Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ με όλα τα προνόμια και τις ελευθερίες που αυτό συνεπάγεται για τους πολίτες της, καθιστά για πολλούς λιγότερο ελκυστική την απόκτηση της γερμανικής υπηκοότητας. Ανασταλτικά λειτουργούν για πολλούς και τα γραφειοκρατικά εμπόδια, όπως το «τεστ πολιτογράφησης», αλλά και το κόστος που φθάνει τα 255 ευρώ.