Η άλωση της Πόλης και οι φρικαλεότητες των σταυροφόρων (1204) – Από το 1204 ως το 1261 – Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος απελευθερώνει τη Βασιλεύουσα – Οι θεληματάριοι και η μεγάλη συμβολή τους στο ιστορικό αυτό γεγονός – Ο Μιχαήλ Η’ στέφεται αυτοκράτορας
Όπως είναι γνωστό στις 13 Απριλίου 1204, η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους σταυροφόρους. Είχαν προηγηθεί μια σειρά από ολέθρια και προδοτικά λάθη των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος ανατράπηκε από τον μεγαλύτερο αδελφό του Αλέξιο Γ’, ο οποίος τον τύφλωσε (1195). Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος Άγγελος, δραπέτευσε από τη φυλακή και ζήτησε τη βοήθεια των σταυροφόρων για την ανακατάληψη του θρόνου από τον πατέρα του, υποσχόμενος να τους ανταμείψει με υπέρογκα ποσά.
Επρόκειτο για τους σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας που ξεκίνησε το 1201 με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’, με σκοπό την κατάληψη των Αγίων Τόπων από τους μουσουλμάνους. Καθώς οι σταυροφόροι αντιμετώπιζαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, λόγω της αδυναμίας τους να συγκεντρώσουν τα χρήματα που απαιτούνταν για τη μεταφορά των στρατευμάτων, δέχτηκαν την πρόταση του Αλέξιου και υπόγραψαν σχετική συμφωνία με την Κέρκυρα.
Επικεφαλής των σταυροφόρων, που υπολογίζονται σε 10.000, ήταν ο Βενετός Δάνδαλος, που παρά την ηλικία του (ήταν περίπου 80 χρονών τότε), είχε απίστευτη ενεργητικότητα και σπουδαίες στρατιωτικές αρετές.
Ο σταυροφορικός στόλος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1203. Ο Αλέξιος Γ’ κυβερνούσε οχτώ χρόνια. Η διαφθορά και η ανικανότητά του είχαν περιορίσει τον άλλοτε κραταιό βυζαντινό στόλο σε λίγα σκάφη. Η προσπάθειά του να διαπραγματευτεί με τους Λατίνους, απέτυχε.
Οι σταυροφόροι κατέλαβαν με έφοδο τον πύργο του Γαλατά στις 6 Ιουλίου, έκοψαν την αλυσίδα που ήταν τοποθετημένη κάθετα στον Κεράτιο Κόλπο και κατέστρεψαν τα λίγα βυζαντινά πολεμικά πλοία που βρήκαν εκεί.
Στις 17 Ιουλίου 1203, ξεκίνησε η χερσαία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Οι γενναίοι Βάραγγοι υπερασπιστές της, απόκρουσαν την πρώτη εχθρική επίθεση στην περιοχή των Βλαχερνών, το πιο αδύνατο σημείο των τειχών. Η επιμονή και η καθοδήγηση του γέρο Δάνδολου ήταν όμως καθοριστικές. Σύντομα, οι σταυροφόροι πέρασαν τα τείχη στον τομέα του Πετρίου, κατέλαβαν 25 πύργους και πυρπόλησαν τη συνοικία των Βλαχερνών. Ο Αλέξιος Γ’ έφυγε κρυφά από την Πόλη παίρνοντας μαζί του σάκους με χρυσάφι και αφήνοντας πίσω την οικογένειά του.
Τελικά, ο τυφλός Ισαάκιος Β’ βγήκε απ’ το κελί που ήταν φυλακισμένος και κάθισε πάλι στον θρόνο με συναυτοκράτορα τον γιου του Αλέξιο Δ’. Οι σταυροφόροι, που μπήκαν μέσα στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ικανοποιημένοι. Όχι όμως και ο απλός λαός, καθώς ο Αλέξιος αύξησε υπερβολικά τους φόρους για να ξεπληρώσει τους σταυροφόρους. Επίσης ο ορθόδοξος κλήρος δεν είχε καμία διάθεση να υποταχτεί στον Πάπα. Τέλος, κάποιοι Φράγκοι στρατιώτες, έκαψαν ένα τέμενος στη μουσουλμανική συνοικία, η οποία εξαπλώθηκε γρήγορα και έκαψε μεγάλο μέρος της Πόλης. Οι σταυροφόροι είχαν έντονες αμφιβολίες πλέον για το κατά πόσο ο Αλέξιος θα τους έδινε όσα είχε υποσχεθεί.
Η Σύγκλητος, ο κλήρος και ο λαός του Βυζαντίου, ιδιαίτερα εξοργισμένοι, συγκεντρώθηκαν στην Αγιά Σοφιά για να εκθρονίσουν τον Αλέξιο Δ’. Την είδηση μετέφερε στον αυτοκράτορα ο πραιπόσιτος (επόπτης ή προϊστάμενος στις υπηρεσίες του παλατιού και ανώτατος αυλικός) Αλέξιος Δούκας, ο οποίος τον ξύπνησε προσποιούμενος ότι θα τον βοηθήσει να διαφύγει. Τον τύλιξε μ’ ένα μανδύα και τον μετέφερε σ’ ένα μπουντρούμι όπου τον στραγγάλισαν με τη χορδή ενός τόξου.
Και ο Ισαάκιος θανατώθηκε περίπου την ίδια ώρα. Ο Αλέξιος Δούκας στέφθηκε στη συνέχεια αυτοκράτορας ως Αλέξιος Ε’ (Ιανουάριος 1204). Έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Μούρτζουφλος, καθώς τα πυκνά μαύρα φρύδια του, του έδιναν μια μονίμως κατσουφιασμένη όψη. Αμέσως, ενίσχυσε τα αμυντικά έργα της Πόλης. Το ηθικό του λαού αναπτερώθηκε.
Ο Δάνδολος, έδωσε εντολή για γενική έφοδο (9 Απριλίου 1204) κατά μήκος του τείχους που έβλεπε προς την ανατολική όχθη του Κεράτιου Κόλπου. Για τρεις μέρες, οι Δυτικοί δεν μπορούσαν να πετύχουν κάτι ουσιαστικό. Όταν όμως φύσηξε ούριος άνεμος, τα βενετικά αποβατικά σκάφη βρέθηκαν κάτω από τα τείχη, οι Φράγκοι και οι Βενετοί κατέλαβαν δύο πύργους και άνοιξαν τρεις πύλες απ’ όπου μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Ήταν η πρώτη φορά που η “Θεοφρούρητος πόλη” έπεσε σε χέρια εχθρών, έστω και ομοθρήσκων. Ο Αλέξιος Μούρτζουφλος έφυγε για τη Θράκη μαζί με τις γυναίκες της οικογένειάς του.
Κατέφυγε στον πεθερό του Αλέξιο Γ’ στη Μοσυνούπολη. Εκείνος τον τύφλωσε με δόλο. Ο Μούρτζουφλος περιπλανήθηκε στη Θράκη. Οι Λατίνοι τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν πίσω στην Κωνσταντινούπολη, όπου γκρεμίστηκε από τον κίονα του Ταύρου ως δολοφόνος του Αλέξιου Δ’. Να σημειώσουμε, ότι ο Μούρτζουφλος, είχε σκοτώσει και τον Νικόλαο Καναβό, έναν άσημο αλλά γενναίο νέο που είχε στεφθεί αυτοκράτορας χωρίς τη σύμπραξη του Πατριάρχη Ιωάννη Καματηρού, κατά τις ταραχές που ξέσπασαν όταν εκθρονίστηκε ο Αλέξιος Δ’.
Οι απίστευτες ενέργειες των Δυτικών στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της
Ακόμα και εκείνη την ύστατη ώρα, μετά τη φυγή του Μούρτζουφλου, μερικοί άρχοντες συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία και προσπάθησαν να εκλέξουν νέο αυτοκράτορα. Ανάμεσα σε δύο γενναίους νεαρούς, τον Θεόδωρο Δούκα και τον Θεόδωρο Λάσκαρη, επιλέχθηκε ο δεύτερος. Ήταν όμως πολύ αργά…
Όταν ξημέρωσε η 13η Απριλίου, οι σταυροφόροι ξεκίνησαν τις λεηλασίες στην Πόλη. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης με τους Βαράγγους, δεν αντέδρασαν καθώς έβλεπαν ότι κάθε αντίσταση θα ήταν μάταιη. Ο νεαρός Λάσκαρης πέρασε από τον Βόσπορο στη Μικρά Ασία. Λίγο αργότερα, ίδρυσε το βασίλειο της Νίκαιας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συνέχεια. Οι Λατίνοι ήταν πλέον κύριοι της πόλης που τόσο πολύ τους είχε θαμπώσει. Οι αρχηγοί τους, έδωσαν εντολές να αποφευχθούν οι βιαιότητες. Μόνο οι Βενετοί φαίνεται ότι υπάκουσαν.
Γάλλοι, Γερμανοί, Γενοβέζοι, Σικελοί, Ισπανοί, Ούγγροι, Άπουλοι, Πισάτες, προκάλεσαν τεράστιες και ανεπανόρθωτες ζημιές.
Την πρώτη μέρα, δολοφονήθηκαν 2.000 άνθρωποι. Άγνωστος είναι ο αριθμός όσων δολοφονήθηκαν τις επόμενες. Οι σταυροφόροι, δεν σεβάστηκαν ούτε το λείψανο του Ιουστινιανού. Ορμούσαν στις εκκλησίες, έχυναν στη γη τη θεία κοινωνία σπάζοντας μερικά από τα ανεκτίμητα ιερά σκεύη για να αρπάξουν τις πολύτιμες πέτρες και άλλα τα χρησιμοποιούσαν ως σκεύη φαγητού. Η ασέβεια, των χριστιανών θυμίζουμε, ξεπέρασε κάθε όριο στην Αγιά Σοφιά. Η Αγία Τράπεζα κομματιάστηκε και μοιράστηκε. Αφαιρέθηκαν ακόμα και ο άμβωνας και οι πύλες! Για να φορτώσουν τη λεία τους, έβαλαν μέσα στο ναό ακόμα και ζώα, τα οποία γλιστρούσαν στις λείες πέτρες του δαπέδου. Οι σταυροφόροι τα κέντριζαν για να προχωρήσουν. Το δάπεδο μολύνθηκε από αίματα και κόπρανα ζώων. Ο John C. Carr, αναφέρει ότι και ίδιοι, οι σταυροφόροι κόπριζαν μέσα στην Αγία Σοφία!
Μια πόρνη, ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο, τραγούδησε άσεμνα και χόρεψε μέσα στο ναό, εξυβρίζοντας τις ιερότερες θρησκευτικές τελετές.
Στους δρόμους της Πόλης, η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Γυναίκες βιάζονταν και άνδρες έπεφταν θύματα βιαιοπραγιών Χιλιάδες λαού, απελπισμένοι και γυμνοί, έψαχναν δρόμους διαφυγής. Οι άρχοντες, που ζούσαν μέχρι τότε στη χλιδή, αναζητούσαν ένα ταπεινό καταφύγιο. Οι σταυροφόροι, περιγελούσαν τους Βυζαντινούς, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των κατοίκων της Πόλης. Άλλοι, κρατούσαν χαρτιά, βιβλία και μελανοδοχεία και περιφέρονταν στους δρόμους, παριστάνοντας τους λόγιους.
Έργα τέχνης του Φειδία, του Πραξιτέλη, του Λύσιππου και άλλων, καταστράφηκαν.
Εκατοντάδες αρχαία κείμενα χάθηκαν για πάντα. Μόνο στη Μυριόβιβλο του Φώτιου που καταστράφηκε, υπήρχαν αποσπάσματα από 280 αρχαία έργα. Στις βιβλιοθήκες των αρχόντων της Κωνσταντινούπολης, βρίσκονταν όλα σχεδόν τα χειρόγραφα της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, τα οποία δεν έφτασαν ποτέ στις επόμενες γενιές. Μόνο τα 4 χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου και μερικά σκεύη από την Αγία Σοφία έσωσε ο Δάνδολος, τα οποία, φυσικά, μετέφερε στην πατρίδα του τη Βενετία. Μια έκλειψη σελήνης, στις 16 Απριλίου, τρόμαξε τους δεισιδαίμονες σταυροφόρους και έδωσε τέλος στην ανείπωτη τραγωδία. Στις 16 Μαΐου στην Αγία Σοφία στέφθηκε αυτοκράτορας ο νεαρός και άπειρος Βαλδουίνος της Φλάνδρας, ενώ στις 13 Μαΐου 1205, χειροτονήθηκε «Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως» από τον Πάπα, ο Θωμάς Μαροζίνης.
Αλέξιος Στρατηγόπουλος
Όπως γράφει ο J. J. Norwich, οι αποσβολωμένοι Έλληνες αναρωτιούνταν πώς τέτοιοι βάρβαροι μπορούσαν να αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί, όταν «μετέφεραν τον Σταυρό στους ώμους τους, τον Σταυρό στον οποίο είχαν ορκιστεί ότι θα περνούσαν μέσα από τα χριστιανικά εδάφη χωρίς αιματοχυσία, ούτε ότι θα σήκωναν τα όπλα εναντίον ομοθρήσκων».
Οι Δυτικοί, απέκρυψαν τις θηριωδίες των σταυροφόρων. Ωστόσο, αυτές διασώθηκαν σε επιστολές του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ αλλά και σε έργα βυζαντινών ιστορικών με κυριότερο τον Νικήτα Χωνιάτη που ήταν αυτόπτης μάρτυρας της συμφοράς και μπόρεσε να διαφύγει.
Από το 1204 ως το 1261
Οι Λατίνοι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, ήταν οι εξής: Βαλδουίνος Α’ της Φλάνδρας (1204-1205), Ερρίκος του Ενό (1206-1216), Πέτρος του Κουρτενέ (1217), Ιολάνδη (1217-1219), Ροβέρτος του Κουρτενέ (1219-1228) και Βαλδουίνος Β’ (1228-1261), με ενδιάμεση βασιλεία του Ιωάννη της Βριέννης (1231-1237). Από την άλλη πλευρά, υπήρχε το Βασίλειο της Νίκαιας, στο οποίο ηγήθηκαν διαδοχικά οι: Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης (1204-1222), Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης (1254-1258) και Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης (1258-1261). Ο John C. Carr, τους αναφέρει ως «Βυζαντινούς εξόριστους αυτοκράτορες». Δεν ήταν μόνο αυτό όμως που προέβαλε ενεργό αντίσταση στους Λατίνους. Στη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ο εγγονός του Ανδρόνικου Α’, Αλέξιος, οργάνωσε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας κάτω από ένα κλάδο των Κομνηνών. Στη δυτική Ελλάδα, ένας άλλος ευγενής των Κομνηνών, ο Μιχαήλ Άγγελος Δούκας Κομνηνός, ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με έδρα τη (σημερινή) Άρτα. Ο Μιχαήλ και ο διάδοχός του, ο αδελφός του Θεόδωρος, απελευθέρωσαν το Δυρράχιο και τη Θεσσαλονίκη από τους Λατίνους.
Η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους
Το 1258, ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, που είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, όρισε διάδοχό του τον οκτάχρονο γιο του Ιωάννη, λίγο πριν πεθάνει. Καθήκοντα αντιβασιλέα, θα ασκούσε ο ιδιαίτερα αντιπαθητικός πρωτοβεστιάριος, Γεώργιος Μουζάλων μέχρι την ενηλικίωση του Ιωάννη.
Η αριστοκρατία, δεν μπόρεσε να δεχτεί αυτό τον διορισμό. Ο Μουζάλων μαζί με τον αδερφό του, σφάχτηκαν μπροστά στην Αγία Τράπεζα μιας εκκλησίας, στη διάρκεια ενός μνημόσυνου, μια βδομάδα αργότερα. Οι συνωμότες τότε ανέβασαν στο θρόνο (Νοέμβριος 1258), το νεαρό και χαρισματικό Μιχαήλ Παλαιολόγο (ως συμβασιλέα βέβαια με τον Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη).
Ο Μιχαήλ φρόντισε να ειρηνεύσει τους Έλληνες της Βαλκανικής χερσονήσου, που βρισκόταν σε αναβρασμό. Ο αδελφός του, Ιωάννης Παλαιολόγος εξουδετέρωσε, τους Λατίνους της Αχαΐας που είχαν επικεφαλής τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο, ενώ ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος, κυρίευσε την Άρτα, πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Πάντως, οι γνώμες για τον Μιχαήλ διίστανται. Ο George Finlay στο έργο του «A History of Greece», τον χαρακτηρίζει «ραδιούργο και κακόφημο υποκριτή».
Το 1260, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη. Δεν είχε όμως τον απαιτούμενο στρατό ούτε τις πολιορκητικές μηχανές που χρειαζόταν και αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Λατίνους.
Την άνοιξη του 1261 ο Μιχαήλ, έστειλε στη Θράκη τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο με ένα εκστρατευτικό σώμα, για να διενεργήσει τοπική στρατολογία, να καταστείλει κάποια ανταρσία που ξέσπασε στην Αδριανούπολη και να κατοπτεύει την Κωνσταντινούπολη.
Ο Στρατηγόπουλος εγκαταστάθηκε στο Ρήγιο, δυτικά της Πόλης. Οι θεληματάριοι, Έλληνες αγρότες που είχαν κτήματα έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας και έμπαιναν και έβγαιναν ελεύθερα σ’ αυτή, ήταν πολύτιμοι πληροφοριοδότες του. Το λατινικό κράτος, βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Ο Βαλδουίνος, ζήτησε βοήθεια, αλλά κατάφερε μόνο να δεχθεί η Βενετία να στείλει μερικά πλοία στον Βόσπορο. Εν τω μεταξύ, διοικητής των Ενετών της Πόλης, είχε αναλάβει ο γενναίος και ικανός Μάρκος Γραδένικος. Αυτός πρότεινε στον Βαλδουίνο, να κινηθούν για να καταλάβουν το νησάκι Δαφνουσία, που ανήκε στο Βασίλειο της Νίκαιας και βρισκόταν κοντά στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Έτσι κι έγινε. Όταν ο Στρατηγόπουλος το πληροφορήθηκε από τους θεληματάριους, κινήθηκε προς τα τείχη της Πόλης. Οι θεληματάριοι, τον εμψύχωναν, λέγοντάς του ότι μέσα στην Πόλη δεν υπάρχει στρατός.
Ένας από αυτούς, ο Κουτριτζάκης, που μισούσε τους Φράγκους, όταν νύχτωσε, οδήγησε 50 περίπου άνδρες του Στρατηγόπουλου στο εσωτερικό της Βασιλεύουσας, από μια τρύπα ενός παλιού υδραγωγείου που την γνώριζαν ελάχιστοι. Οι φρουροί πανικοβλήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Η είδηση διαδόθηκε στην Πόλη και οι Φράγκοι αλλόφρονες έτρεχαν στα πλοία.
Μόλις οι άνδρες του Αλέξιου Στρατηγόπουλου μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, σκότωσαν όσους αντιστάθηκαν και άνοιξαν την πόρτα της Πηγής. Και ο υπόλοιπος Στρατός της Νίκαιας, περίπου 800 άνδρες, μπήκε στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Βαλδουίνος, πήρε όσους θησαυρούς μπορούσε, φόρεσε ράσα, για να μην αναγνωρίζεται και μαζί με τον Λατίνο Πατριάρχη εγκατέλειψαν άρον άρον την Πόλη. Όσοι Λατίνοι εκστράτευσαν εναντίον της Δαφνουσίας, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη , είδαν ότι ήταν ανώφελη κάθε προσπάθεια επίθεσης και έφυγαν.
Έτσι, στις 25 Ιουλίου 1261, ημέρα Δευτέρα, μετά από 57 χρόνια και 3 μήνες λατινικής κατοχής, η Κωνσταντινούπολη απελευθερώθηκε. Δεν ήταν όμως η απελευθέρωσή της αποτέλεσμα κάποιας στρατιωτικής δράσης των ανδρών της Νίκαιας, αλλά οφειλόταν στη σημαντική βοήθεια των θεληματάριων. Εκτός από τον Κουτριτζάκη, αναφέρονται ακόμα ο καλόγερος Λακέρας (ή Λακεράς) και ο Γλαβάτος.
Όταν οι άνδρες του μπήκαν στην Πόλη, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κοιμόταν. Στο Νυμφαίο (Παχυμέρης), στο Μετεώριο (Ακροπολίτης) ή στη Νίκαια (Γρηγοράς); Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Τον ξύπνησε η μεγάλη του αδελφή Ευλογία, λέγοντάς του: «Κατέσχες, ω βασιλεύ, την Κωνσταντινούπολιν». Ο Μιχαήλ δεν πίστευε όσα άκουγε. Η Ευλογία, συνέχισε: «Ανάστηθι, βασιλεύ, ο Χριστός σοι εχάρισε την Κωνσταντινούπολιν».
Ο Μιχαήλ εξακολουθούσε να μην πιστεύει την αδελφή του, κυρίως γιατί θεωρούσε αδύνατο ο Στρατηγόπουλος με 800 άνδρες να απελευθέρωσε τη Βασιλεύουσα. Την επόμενη μέρα όμως, η είδηση επιβεβαιώθηκε. Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας. Σύντομα ο Μιχαήλ πήρε και το στέμμα που είχε εγκαταλείψει ο Βαλδουίνος.
Στις 15 Αυγούστου 1261, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, έκανε την είσοδό του από τη Χρυσή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Το πλήθος τον επευφημούσε. Προχώρησε πεζός, πίσω από μια εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που λέγεται ότι είχε ζωγραφίσει ο Απόστολος Λουκάς και μπήκε στην Αγία Σοφιά.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, έμπαινε έτσι σε μια νέα περίοδο της ιστορίας της, που ήταν κι η τελευταία…
Πηγές:
Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»,
Γ. Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας»,
John C. Carr, «Οι Πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου», Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016