Αριθμός 1165/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 38/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης Μ. Θ. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ………….., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 104/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς.
Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων), με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2015 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 567/2015.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο νόμος 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις” τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση Φ.Π.Α. και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Και τα τρία αυτά αδικήματα φοροδιαφυγής τα διαπλάσσει σε βαθμό πλημμελήματος και κακουργήματος, αναλόγως με το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε, παρακρατήθηκε ή της αξίας των φορολογικών στοιχείων. Ειδικότερα, το άρθρο 17 παρ. 1, 2α και β του πιο πάνω νόμου, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, όπως αυτό ίσχυε στην αρχική του έκδοση, πριν από την τροποποίησή του με την παρ.2 α’ και β’ του άρθρου 2 ν. 3943/2011, ορίζει ότι: “1. Αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος διαπράττει, όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, παραλείπει να υποβάλλει δήλωση, ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. 2. ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται, α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ), και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 50.000.000 δραχμών (ήδη 150.000 ευρώ). Τα παραπάνω όρια, των 15.000 ευρώ και των 150.000 ευρώ, καθορίσθηκαν με το άρθρο 21 παρ. 1 περ. η’ του Ν. 2948/2001, από 1.1.2002. Το έγκλημα της φοροδιαφυγής στη φορολογία του εισοδήματος, μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, είτε με την “παράλειψη υποβολής δήλωσης”, είτε με την “υποβολή ανακριβούς δήλωσης”.
Επομένως, πρόκειται για ένα έγκλημα σωρευτικά μικτό, στην αντικειμενική υπόσταση του οποίου τυποποιούνται δύο τρόποι τέλεσης, μία παράλειψη (η μη υποβολή φορολογικής δήλωσης) και μία θετική ενέργεια (η υποβολή ανακριβούς δήλωσης). Με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος μεταβάλλεται η πραγματική κατάσταση και έτσι το Ελληνικό Δημόσιο παρεμποδίζεται να λάβει γνώση της αλήθειας, η οποία του αποκρύπτεται.
Το πότε μία δήλωση είναι ανακριβής προκύπτει από το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με το οποίο ” ανακριβής δήλωση θεωρείται η δήλωση στην οποία μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τα όσα δηλώθηκαν με αυτή και του φόρου που καταλογίζεται, υφίσταται διαφορά, ανεξάρτητα από την αιτία στην οποία οφείλεται αυτή”. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται να συντρέχει δόλος του δράστη, οποιουδήποτε βαθμού (αρκεί και ενδεχόμενος), που να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, δηλαδή τόσο τους τρόπους τέλεσης (είτε τη μη υποβολή είτε την υποβολή ανακριβούς φορολογικής δήλωσης), και επί πλέον σκοπός του αυτουργού (ειδικός δόλος) να αποφύγει ο ίδιος την πληρωμή φόρου εισοδήματος που αναλογεί στα καθαρά φορολογητέα εισοδήματα (για τα φυσικά πρόσωπα) ή στα καθαρά φορολογητέα κέρδη για τα νομικά πρόσωπα.
Από τη χρήση της λέξης “προκειμένου” στο κείμενο του νόμου, συνάγεται ότι στην περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ) και συγκεκριμένα, θα πρέπει με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή την παράλειψη της υποβολής δήλωσης, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου εισοδήματος. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 17 του ανωτέρω νόμου.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2238/1994, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν βιβλία και στοιχεία κατηγορίας κατώτερης της προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και η ανεπάρκεια αυτή καθιστά αδύνατη την διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων, προσδιορίζεται εξωλογιστικώς, κατά τον τρόπο που καθορίζεται στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου. Ο εξωλογιστικός προσδιορισμός δεν αποτελεί κύρωση ή ποινή, αλλά μέθοδο προσδιορισμού του εισοδήματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν όλα και όχι μερικά από αυτά κατ’ επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως.
Ειδικώς, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού. Επομένως, θα πρέπει στην καταδικαστική απόφαση για την ανωτέρω πράξη να περιέχεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφενός της αντικειμενικής υπόστασης που θεμελιώνει το άνω αδίκημα, κυρίως όμως, να αιτιολογείται ο συγκεκριμένος σκοπός (αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος), ο οποίος πρέπει να αναφέρεται και να εξειδικεύεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος του άρθρου 17 του ως άνω ν. 2523/1997 (ΑΠ 267/2013, ΑΠ 1231/2011).
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Επίσης, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, το οποίο δίκασε κατ’ έφεση, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθμό 72,104/2014 απόφασή του, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, με το ελαφρυντικό του 84 παρ. 2β ΠΚ, για φοροδιαφυγή και ειδικότερα, για παράβαση του άρθρου 17 παρ.1, και 2β, 20 και 21 του Ν. 2523/1997 (ανακριβής δήλωση φόρου εισοδήματος, κατ’ εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος κατ’ εξακολούθηση) και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων της υπεράσπισης και των εγγράφων που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά λέξη, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Κατά τον τακτικό έλεγχο που διενεργήθηκε από την ελεγκτική υπηρεσία της Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά για την φορολογία εισοδήματος στην επιχείρηση με την επωνυμία “…”, με αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας και έδρα την οδό … στον Πειραιά, της οποίας διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος κατά την ελεγχόμενη διαχειριστική περίοδο από 17.7.2007 έως 31.12.2008 και από 1.1.2009 ως 31.12.2009 ήταν η κατηγορουμένη διαπιστώθηκε με βάση τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος, καθώς η εταιρία δεν προσκόμισε τα λογιστικά βιβλία και λοιπά στοιχεία που της ζητήθηκαν, ώστε να καταστεί δυνατός ο πραγματικός έλεγχος των εσόδων και δαπανών ότι κατά της παραπάνω διαχειριστικές περιόδους δεν κατέβαλε το φόρο που αναλογεί στα αποκρυβέντα καθαρά εισοδήματα, ο οποίος ανέρχεται για το χρονικό διάστημα (χρήση) από 17.7.2007 έως 31.12.2008 στο ποσό των 33.503,03 Ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.12.2009 στο ποσό των 216.002 Ευρώ, τα οποία βεβαιώθηκαν και οριστικοποιήθηκαν στις 29.11.2010. Βεβαίως η κατηγορουμένη καθυστερημένα έλαβε γνώση της πιο πάνω οφειλής που την αφορούσε, καθώς είχε αποχωρήσει από την εταιρεία και δεν είχε σαφή εικόνα της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, ενώ η ίδια αδυνατούσε να καταβάλει το χρέος. Επειδή έχει παρέλθει δίμηνο από την νομότυπη επίδοση στην κατηγορουμένη της πρόσκλησης, ήτοι στις 4.10.2010 όπως ομολογείται χωρίς αυτή να ασκήσει προσφυγή, οριστικοποιήθηκε η οφειλή της και επομένως η ποινική σε βάρος της δίωξη είναι νόμιμη, αφού το ένδικο διάστημα αυτή ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συντρέχει λόγος αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης για κρείσσονες αποδείξεις, αφού η προσφυγή που έχει ασκήσει η κατηγορουμένη ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί, η σχετική δε άσκησή της δεν συνιστά λόγο αναβολής ενόψει και του μέλλοντος και αβέβαιου γεγονότος της επίτευξης διοικητικής περαίωσης της εν λόγω φορολογικής εκκρεμότητας. Τέλος, ο έλεγχος που διεξήχθη στην εταιρεία αφορούσε μέχρι και το έτος 2009, κατά το οποίο νόμιμος εκπρόσωπος ήταν η κατηγορουμένη. Είχε δε την ιδιότητα αυτή ως το 2010. Επομένως ορθά εκδόθηκε σ’ αυτήν η ένδικη πράξη. Άλλωστε αυτή δεν ήταν δυνατόν να αγνοούσε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία, όταν ορίστηκε νόμιμος εκπρόσωπός της, αφού όπως κατέθεσε ο σύζυγός της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που ήταν και υπάλληλος της εταιρείας αυτός πρότεινε στην σύζυγό του να δεχθεί την εκπροσώπησή της, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον φίλο του Α. Π. αρχικό διαχειριστή κατά τον χρόνο ίδρυσής της, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα με τον “…”, λόγω σχετικών εκκρεμοτήτων του οικονομικής φύσεως. Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό και το γεγονός, που ασφαλώς γνώριζε η κατηγορουμένη εν όψει των ανωτέρω, των επανειλημμένων αλλαγών τόσο πριν απ’ αυτή, όσο και μετά των διορισθέντων εκπροσώπων και διαχειριστών της ίδιας εταιρείας που θα έπρεπε να την ανησυχήσουν. Τέλος, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε ότι ήταν δυνατή η ελεγκτική επαλήθευση και ο λογιστικός έλεγχος των στοιχείων εταιρείας τον ένδικο χρόνο για να μη χωρήσει σε βάρος της ο εξωλογιστικός έλεγχος. Όσα επομένως, αντίθετα με όσα έγιναν δεκτά υποστηρίζει με τους ισχυρισμούς της η κατηγορουμένη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα καθώς και το υποβληθέν αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις. Έτσι αυτή πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή ωθήθηκε στην πράξη της από μη ταπεινά αίτια, αλλά ευρισκόμενη σε οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της. Όσον αφορά τα αιτούμενα λοιπά ελαφρυντικά του προηγούμενου έντιμου βίου και ειλικρινούς μεταμελείας, αφού προσπάθησε να άρει τις συνέπειες των πράξεών της με την άμεση κατάθεση προσφυγής (άρθρ. 84 παρ 2α και δ’ ΠΚ), αυτά είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα το πρώτο γιατί αυτή ήδη έχει καταδικασθεί για όμοια πράξη πλημμεληματικού χαρακτήρα, όπως αναφέρεται στους ισχυρισμούς της και ως προς το δεύτερο γιατί η άσκηση προσφυγής δεν συνιστά προσπάθεια άρσης του άδικου της πράξης της, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.” Ακολούθως, κατά το διατακτικό της ανωτέρω αποφάσεως, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη του ότι: “Στον Πειραιά Αττικής, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος τέλεσε έγκλημα που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή. Πλέον συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο, με την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της εταιρίας με την επωνυμία “…” με Α.Φ.Μ. … και έδρα τον Πειραιά Αττικής (οδός …) και με αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών για θέματα ασφαλείας, με σκοπό να αποφύγει την πληρωμή Φ.Π.Α. για τις φορολογικές περιόδους 2008 και 2009, υπέβαλε ανακριβή δήλωση αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, ήτοι απέκρυψε και δεν επέδειξε στην υπάλληλο της Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά που διενεργούσε νόμιμα δυνάμει εντολής φορολογικό έλεγχο, όπως της ζητήθηκε από αυτήν, τα λογιστικό και λοιπά βιβλία και στοιχεία της ως άνω εταιρίας, καθώς και ληφθέντα και εκδοθέντα παραστατικά του Κ.Β.Σ., ενώ είχε νόμιμα προσκληθεί προς τούτο. Αποτέλεσμα των παραπάνω ενεργειών της ήταν να μην καταστεί δυνατός ο έλεγχος των δαπανών της επιχείρησης για τη διαπίστωση υπάρξεως ή μη λογιστικών διαφορών και τη διενέργεια λογιστικών επαληθεύσεων, για τις ανωτέρω διαχειριστικές χρήσεις. Τα παραπάνω έπραξε προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του αναλογούντος φόρου εισοδήματος της ως άνω εταιρίας, ο οποίος μετά από εξωλογιστικό προσδιορισμό των εισοδημάτων ανέρχεται: σε 33.503.03 ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο 7.7.2007 έως 31.12.2008 (υπερδωδεκάμηνη χρήση), ήτοι ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ και σε 216.002 ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2009 έως 31.12.2009, ήτοι ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. ΔΕΧΕΤΑΙ ότι η κατηγορουμένη ωθήθηκε στην παραπάνω πράξη της από μη ταπεινά αίτια.”
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της φοροδιαφυγής δια της μη υποβολής δηλώσεως φόρου, κατ’ εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε (άρθρο 17 παρ. 1, 2β του Ν. 2523/1997), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές του, δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα, ως διαχειρίστρια και νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία “…”, κατά την ελεγχόμενη διαχειριστική περίοδο από 17.7.2007 έως 31.12.2008 και από 1.1.2009 έως 31.12.2009, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του αναλογούντος φόρου εισοδήματος της ως άνω εταιρείας, δεν υπέβαλε δήλωση αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, ήτοι απέκρυψε και αν και προσκλήθηκε νόμιμα από την αρμόδια φορολογική αρχή (ελεγκτική υπηρεσία της Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά), δεν προσκόμισε και δεν επέδειξε κατά τον διενεργηθέντα νόμιμα δυνάμει εντολής φορολογικό έλεγχο, όπως είχε υποχρέωση, κανένα από τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας που της ζητήθηκαν.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω ενεργειών ήταν να μην είναι δυνατός ο έλεγχος των δαπανών της επιχείρησης για τη διαπίστωση υπάρξεως ή μη λογιστικών διαφορών και τη διενέργεια λογιστικών επαληθεύσεων, για τις ανωτέρω διαχειριστικές χρήσεις. Κατόπιν αυτού και σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτές προκύπτουν από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, ο προσδιορισμός του οφειλομένου από την αναιρεσείουσα φόρου έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος (Ν.2338/1994), εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδημάτων, ο οποίος, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, δεν αποτελεί “κύρωση” ή επιβολή φόρου για πρόσθετο φορολογητέο εισόδημα, αλλά νόμιμο τρόπο προσδιορισμού του εισοδήματος των επιχειρήσεων, όπως προανεφέρθηκε, όταν είναι αδύνατος ο έλεγχος των φορολογικών βιβλίων, διότι αυτά δεν προσκομίζονται. Στην προκείμενη δε περίπτωση, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της φοροδιαφυγής, και συγκεκριμένα το ανακριβές της φορολογικής δηλώσεως της αναιρεσείουσας με την απόκρυψη εισοδημάτων, αλλά και η μη υποβολή φορολογικής δήλωσης, προκειμένου, με σκοπό δηλαδή, να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, η πρόσκλησή της από την αρμόδια φορολογική υπηρεσία και η μη προσκόμιση των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης, που υποδηλώνει τον δόλο της. Από όλο δε το περιεχόμενο σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει καθαρά ότι η απόφαση αναφέρεται ρητά στη μορφή αυτή της φοροδιαφυγής στο εισόδημα και στο σχετικό άρθρο 17 του Ν. 2523/1997.
Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, κατά την οποία η η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, καθόσον προέβη σε εκ πλαγίου παράβαση της εφαρμοστέας διάταξης εκ του λόγου ότι, καίτοι παραπέμφθηκε να δικαστεί και καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 17 του ν.2523/1997, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ως συγκεκριμένος σκοπός η αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α., είναι αβάσιμη. Και τούτο διότι η ως αναφορά στο διατακτικό της απόφασης ως μείζων πρόταση, ότι υπήρξε σκοπός αποφυγής πληρωμής Φ.Π.Α. για τις φορολογικές περιόδους 2008 και 2009, οφείλεται σε παραδρομή, καθόσον το κεφάλαιο αυτό ουδόλως εξειδικεύεται κατωτέρω, όπου ομιλεί σαφώς περί αποκρύψεως καθαρών εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή, καθώς και για τη μη επίδειξη βιβλίων, όπως προαναφέρθηκε, με σκοπό που ρητά αναγράφεται της αποφυγής της πληρωμής αναλογούντος φόρου εισοδήματος της ως άνω εταιρείας.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. ανωτέρω λόγος αναιρέσεως καθόλα τα σκέλη αυτού, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και της εσφαλμένης ερμηνείας των σχετικών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου που περιέχει με ποινή ακυρότητας, μεταξύ άλλων, ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί το εκ του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ δικαίωμα τούτου να πληροφορηθεί την κατηγορία που του αποδίδεται και να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Ακριβής δε είναι ο καθορισμός της πράξης όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξεως και την απειλούμενη ποινή, χωρίς, όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής αποφάσεως, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση.
Ως άρθρο του ποινικού νόμου, που πρέπει να παρατίθεται στο κλητήριο θέσπισμα, νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και προβλέπει την απειλούμενη ποινή και όχι οι διατάξεις του γενικού μέρους του ΠΚ, που εφαρμόζονται και για πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 12) ή οι διατάξεις για τις κύριες ποινές (άρθρα 51, 53, 57 ΠΚ). Η μη επακριβής εξάλλου μνεία του χρόνου τελέσεως της πράξεως στο κλητήριο θέσπισμα, αν δεν συνάπτεται με την αρμοδιότητα ή την παραγραφή, δεν παράγει ακυρότητα, καθ’ όσον η εξ αυτής ουσιαστική ανακρίβεια της περιγραφής της πράξεως, είναι ζήτημα που θα κριθεί από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως.
Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του Κ.Ποιν.Δ., ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, γι’ αυτό και πρέπει κατά το άρθρο 173 Κ.Ποιν.Δ., να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν προβληθεί από τον κατηγορούμενο που εμφανίσθηκε στη δίκη και προέβαλε αντιρρήσεις στην πρόοδο της (αρθρ. 174 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.) και η σχετική ένσταση απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μπορεί να προβληθεί με λόγο εφέσεως και αν απορριφθεί και από το Εφετείο μπορεί να προβληθεί ως λόγος αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ.2 του Κ.Ποιν.Δ., το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης. Όπως προκύπτει από την 2012/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς (πρωτόδικη), απορρίφθηκε και δη αιτιολογημένως η ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος.
Όπως όμως προκύπτει από την υπ’ 78/22.3.2013 έφεση της αναιρεσείουσας που αυτή άσκησε ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς κατά της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, δεν προτάθηκε με την έφεση αυτή ως ειδικός λόγος εφέσεως η σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά ζήτησε “να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απαλλαγεί από την κατηγορία για τους λόγους που θα εκθέσει στο Δικαστήριο και για τους εξής: Διότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, όπως προέκυψαν από τη διαδικασία, και έτσι κηρύχθηκε ένοχος πράξεως την οποία δεν διέπραξε” μόνο, με αποτέλεσμα αυτή να καλυφθεί και να μη μπορεί να θεμελιώσει λόγo αναίρεσης κατά της καταδικαστικής, ως εν προκειμένω, απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1565/2006 και ΑΠ 1522/2012).
Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ του Κ.Ποιν.Δ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για παραβίαση του δεδικασμένου, ώστε με τον αναιρετικό αυτό λόγο να διασφαλίζεται η εφαρμογή από τα δικαστήρια της ουσίας του άρθρου 57 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου “αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου”. Για την περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ορισμένο έγκλημα και ακολουθήσει άσκηση για το ίδιο νέας ποινικής διώξεως, ο Κ.Ποιν.Δ. δεν περιέχει ρητή ρύθμιση για την εντεύθεν εκκρεμοδικία και την τύχη της δεύτερης ποινικής διώξεως. Όμως, με ανάλογη εφαρμογή των όσων ορίζει το άρθρο 57 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ. για το δεδικασμένο, πρέπει, αν η προηγηθείσα ποινική δίωξη έχει κριθεί οριστικά, όχι όμως και αμετάκλητα, η δεύτερη να κηρύσσεται απαράδεκτη, άλλως, ιδρύεται (με την εκδίκαση και της δεύτερης κατηγορίας) ο αναιρετικός λόγος της υπερβάσεως εξουσίας με την αρνητική της μορφή. Η αρχή της εκκρεμοδικίας, για την οποία όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει ρητή ρύθμιση στον Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει έμμεσα και από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 Κ.Ποιν.Δ., οι οποίες αποκλείουν τη σύγχρονη εκδίκαση του ιδίου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια. Επομένως, για να υπάρχει δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία απαιτείται, εκτός των άλλων, και ταυτότητα της πράξεως, η οποία υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται, κατά τα ουσιώδη, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, που δόθηκε σε καθεμία απ’ αυτές.
Η ένσταση περί εκκρεμοδικίας, εφόσον είναι ορισμένη και προσδιορίζεται η εκκρεμής κατηγορία και προσκομίζεται η σχετική απόφαση από την οποία προκύπτει η εκκρεμοδικία, αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό από αυτούς που προτείνονται και στο δικαστήριο της ουσίας, είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από το συνήγορο υπερασπίσεως του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου. Για να είναι πλήρης και ορισμένος τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι αναγκαία η αναφορά των πραγματικών περιστατικών που είναι απαραίτητα για τη θεμελίωσή του, χωρίς να αρκεί μόνο η επίκληση της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστός στη νομική ορολογία και να αποδεικνύεται η πρότασή του και η περαιτέρω προφορική ανάπτυξή του κατά την ακροαματική διαδικασία από τα οικεία πρακτικά. Η απόρριψη τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ., γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η παράλειψη απάντησης σε τέτοιο ισχυρισμό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. β’ Κ.Ποιν.Δ..
Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη την υπ’ αριθμό 2064/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποία καταδικάστηκε για το αδίκημα της φοροδιαφυγής και ειδικότερα για το πλημμέλημα του άρθρου 18 παρ. 1 περ. β του ν.2523/1997 σε φυλάκιση δέκα πέντε (15) μηνών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την κήρυξε ένοχη κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem για την ίδια πράξη της μη απόδοσης του ίδιου ποσού (33.503,03 ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο 7.7.2007 έως 31.12.2008) στο Δημόσιο, αλλά υπό τον ειδικότερο νομικό χαρακτηρισμό του άρθρου 17 του ν.2523/1997, και έτσι της κατελόγισε εσφαλμένα την επιβαρυντική περίσταση της κατ’ εξακολούθηση διάπραξης του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, δηλονότι της αποδόθηκε η διάπραξη της φοροδιαφυγής του άρθρου 17 του ν. 2523/1997 για δύο διαχειριστικές περιόδους. Από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι ο συνήγορος που εκπροσώπησε την ήδη αναιρεσείουσα, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, υποβάλλοντας τους αυτοτελείς του ισχυρισμούς, ανέφερε ιστορικά ότι η Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά κατέθεσε την με αριθμό πρωτ. 1306/26.1.2011 μηνυτήρια αναφορά, με την οποία ζήτησε την ποινική δίωξη της νυν αναιρεσείουσας ως διαχειρίστριας της ως άνω εταιρείας και επ’ αυτής της αναφοράς εξεδόθη το με αριθμό 139/2012 βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κων Πειραιά, με το οποίο διαχωρίστηκε η ανάκριση ως προς το πλημμέλημα του άρθρου 18 παρ. 1 περ. β’ του ν. 2523/1997 (αφορά την 1070//2010 Πράξη Προσδιορισμού Φ.Π.Α.). Ότι για το χωρισθέν πλημμέλημα, η αναιρεσείουσα δικάστηκε τελικώς και καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλάκιση με την ΒΤ-2064/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Πειραιά, αντίγραφο της οποίας (ΒΤ-2064/2013) παρέδωσε στο Δικαστήριο, το οποίο και διαβάσθηκε. Ουδόλως όμως αυτός υπέβαλε ένσταση εκκρεμοδικίας, ή οποιοδήποτε άλλο αίτημα σε σχέση με την ταυτότητα των πράξεων, ήτοι αυτής για την οποία είχε ήδη καταδικασθεί η αναιρεσείουσα με την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα απόφαση και αυτή για την οποία είχε ασκήσει έφεση κα δικαζόταν σε δεύτερο βαθμό από το δικαστήριο της ουσίας. Το δικάσαν δικαστήριο, αφού ανέγνωσε την ως άνω απόφαση (2064/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Πειραιά, η οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα για μη απόδοση Φ.Π.Α., ποσού 52.599,74 ευρώ, για το διάστημα από 17.7.2007 έως 31.12.2008), την οποία έλαβε υπόψη του στα πλαίσια των αναγνωσθέντων εγγράφων, ουδόλως ανεφέρθη σ’ αυτήν, αφού αφενός η εν λόγω καταδίκη ουδεμία σχέση είχε με την εκδικαζόμενη υπόθεση και αφετέρου δεν υποβλήθηκε κάποιο αίτημα εκ μέρους της κατηγορουμένης – νυν αναιρεσείουσας περί παραβιάσεως εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου. Έτι αναλυτικότερα, η εν λόγω αναιρεσείουσα έχει δικασθεί για παντελώς διαφορετική πράξη εκείνης που της αποδίδεται και συγκεκριμένα για παράβαση του άρθρου 18 παρ. 1 ν.2523/1997, δηλαδή για την αξιόποινη πράξη της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, και όχι για παράβαση του άρθρου 17 παρ. 1 ν.2523/1997, δηλαδή την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος κατά την οποία προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, παραλείπει να υποβάλλει δήλωση, ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος, όπως εν προκειμένω στην κρινόμενη υπόθεση, δηλ. δεν προκύπτει ταυτότητα πράξεως. Προς δε η αξιόποινη πράξη του αρθρ. 18 του Ν. 2523/1997 για μη απόδοση Φ.Π.Α. δεν εμποδίζει την καταδίκη για φοροδιαφυγή στο εισόδημα, αφού η μη απόδοση του Φ.Π.Α. προσβάλλει την αξίωση της πολιτείας να της αποδοθεί συγκεκριμένο ποσό που εισπράχτηκε και δεν αποδόθηκε, ενώ η φοροδιαφυγή στο εισόδημα προσβάλει άλλο έννομο αγαθό και συγκεκριμένα την υποχρέωση των πολιτών να δηλώνουν τα εισοδήματα τους και να συμβάλουν στα έσοδα του δημοσίου ανάλογα με αυτά (ΑΠ 459/2015, ΑΠ 286/2014).
Επομένως, ο επί των αιτιάσεων αυτών στηριζόμενος, κατ’ ορθή υπαγωγή των εκτιθεμένων σ’ αυτόν πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, ΣΤ’ και Η Κ.Ποιν.Δ. [περί ελλείψεως αιτιολογίας της παραπάνω απόφασης), παραβίασης δεδικασμένου (εκκρεμοδικίας) και υπέρβασης εξουσίας] σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Τέλος, η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους, και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία.
Η αόριστη προβολή αυτών δεν υποχρεώνει το δικαστήριο όχι μόνο να τους απορρίψει αιτιολογημένα αλλά και να απαντήσει σ’ αυτούς.
Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα.
Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α και δ, ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, και δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του.
Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά, ήτοι πρέπει ο έντιμος βίος του υπαιτίου να εκδηλώνεται με θετική συμπεριφορά, η οποία να ανάγεται σε όλες τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ μορφές.
Για να αναγνωρισθεί δε η έτερη ελαφρυντική περίσταση (περ. δ’ ), πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος της κατηγορουμένης (νυν αναιρεσείουσας), ζήτησε “την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και δ’ του ΠΚ”.
Για τη θεμελίωση δε του περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμού, επικαλέστηκε επί λέξει “ότι (αυτή) επεδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξης της πράγμα που αποδεικνύεται από την άμεση κατάθεση της προσφυγής προκειμένου να γίνει επανέλεγχος και νέος καταλογισμός”. Το δικάσαν δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τις αιτηθείσες ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α’ και δ’ ΠΚ, με την ακόλουθη αιτιολογία : “Όσον αφορά τα αιτούμενα λοιπά ελαφρυντικά του προηγούμενου έντιμου βίου και ειλικρινούς μεταμελείας, αφού προσπάθησε να άρει τις συνέπειες των πράξεών της με την άμεση κατάθεση προσφυγής ( άρθρ. 84 παρ 2α και δ’ ΠΚ), αυτά είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα το πρώτο γιατί αυτή ήδη έχει καταδικασθεί για όμοια πράξη πλημμεληματικού χαρακτήρα, όπως αναφέρεται στους ισχυρισμούς της και ως προς το δεύτερο γιατί η άσκηση προσφυγής δεν συνιστά προσπάθεια άρσης του άδικου της πράξης της, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.” Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, της αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και δ’ ΠΚ, όπως προβλήθηκε και έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά, ήταν απαράδεκτος ως παντελώς αόριστος, αφού δεν αναφέρθηκαν πραγματικά περιστατικά που να τις θεμελιώνουν, όσον αφορά μάλιστα αυτόν του προτέρου εντίμου βίου έγινε επίκληση μόνο της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει.
Επομένως, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του αόριστου αυτού ισχυρισμού, παρά ταύτα το δικαστήριο με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε ουσία τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό.
Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ 1 στ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την αναιρεσιβαλλόμενη ότι την κήρυξε ένοχη χωρίς να αιτιολογήσει την καταδικαστική, άνευ των εν λόγω ελαφρυντικών, κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση στην αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27.4.2015 αίτηση της Μ. Θ. του Α., κατοίκου …, για αναίρεση της με αριθμό 104/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2016.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2016
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ