Πότε οι οικειοθελείς παροχές μπορούν να αποτελέσουν βάση σιωπηρής συμφωνίας. Η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη. Μεταβίβαση επιχείρησης. Συνέπειες ως προς τις εργασιακές σχέσεις και δικαιώματα. Αρχή ίσης μεταχείρισης στην εργασία. Σε τι συνίσταται, τι αφορά. Η ευνοϊκή τυχόν ρύθμιση που υπάρχει με βάση το φύλο, εφόσον είναι αντίθετη στην αρχή της ισότητας και θεωρείται καταργημένη και δεν επεκτείνεται στο άλλο φύλο. Τούτο εφαρμόζεται και επί οικειοθελής παροχής
ΑΠ 603 / 2017
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, παρ.1 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας.
Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους.
Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1681/2010, ΑΠ 1082/2010).
Η επιχειρησιακή, συνεπώς συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί, αν αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας.
Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής.
Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέτοια είναι και η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, χωρίς να έχει νομική ή συμβατική δέσμευση, συνάπτει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνοντας να καλύπτει αυτός ολικά ή εν μέρει το ασφάλιστρο.
Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά επί ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελείς, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ αυτόν το δικαίωμα ανάκλησή τους. Στην περίπτωση αυτή από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση των εν λόγω παροχών.
Κατά συνέπεια, η από αυτόν (εργοδότη), κατ’ ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου (ΑΠ 48/2015, ΑΠ 1277/2010, ΑΠ 91/2008).Από τις τελευταίες διατάξεις του π.δ. 178/2002 προκύπτει ότι σε περίπτωση προγράμματος ομαδικής ασφάλισης σε ασφαλιστική επιχείρηση, με καθορισμένη παροχή, τη συνέχιση του οποίου αρνείται ο νέος εργοδότης τα σχετικά κεφάλαια, εκκαθαρίζονται με συμφωνία μεταβιβάζοντα και εκπροσώπων των εργαζομένων και διανέμονται στους εργαζόμενους από την ασφαλιστική επιχείρηση με τον τρόπο που προβλέπεται στην ασφαλιστική σύμβαση είτε ρητά είτε με ερμηνεία αυτής σύμφωνα με τις αρχές των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή είτε με βάση την δεδουλευμένη παροχή (…) είτε με βάση την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (…).
Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται επίσης ότι μεταβιβάζων εργοδότης και εκπρόσωποι των εργαζομένων ή και όλοι οι εργαζόμενοι αντί των εκπροσώπων τους, στους οποίους ανατέθηκε από την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση η εκκαθάριση των συγκεντρωθέντων στην ασφαλιστική επιχείρηση κεφαλαίων, μπορούν, στα πλαίσια της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως να συμφωνήσουν τον τρόπο εκκαθάρισης με το ένα εκ των δύο συστημάτων είτε δηλαδή με βάση την δεδουλευμένη παροχή (…) είτε με βάση την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (…). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.
Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση (ολ ΑΠ 16/2011, ΑΠ 5/2011, ΑΠ 274/2015). Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχα δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους (ΑΠ 13/2015), όπως είναι το επίδομα παραγωγικότητας ή επίτευξης στόχων.
Δεν έχει επίσης το χαρακτήρα μισθού κατά την ως άνω έννοια η αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο μισθωτό για παράνομη εργασία, όπως είναι η παράνομη υπερωρία, αφού αυτή δεν αποτελεί νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία (AΠ 1134/2010).
Σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις, κάθε διάκριση στην αμοιβή των εργαζομένων στον ίδιο εργοδότη, όταν παρέχουν την ίδια εργασία ή εργασία ίσης αξίας, απαγορεύεται. Τούτο ισχύει, όχι μόνο όταν η διάκριση αυτή στηρίζεται αμέσως στη διαφορά του φύλου ανάμεσα στους εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, αλλά και όταν η διαφορά φύλου χρησιμοποιείται στο νόμο, στη συλλογική σύμβαση, στη διαιτητική απόφαση στον κανονισμό εργασίας που έχει ισχύ νόμου κ.λπ. ως στοιχείο προσδιοριστικό του ύψους ή της χρονικής διάρκειας της αμοιβής (ολ. ΑΠ 7/1993, ΑΠ 130/2005). Ακόμη το άρθρ. 119 της από 25/3/1957 Συνθήκης της Ρώμης, για την ίδρυση της ΕΟΚ, στην οποία η Ελλάδα προσχώρησε με την από 28/5/1979 Συνθήκη των Αθηνών, που κυρώθηκε με το Ν. 945/1979, η ισχύς της οποίας άρχισε την 1 Ιανουαρίου 1981 (άρθρ. 2 της συνθήκης προσχωρήσεως) ορίζει ότι “κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί συνακόλουθα την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (παρ. 1). Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας (παρ. 2, βλ. και οδηγία 75/117/ΕΟΚ ολ. ΑΠ 3/1995, ΑΠ 130/2005).
Με τον ν. 1414/1984 ορίζεται στο άρθρ. 5 παρ. 1 ότι “απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζομένου, όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική εξέλιξη και σταδιοδρομία, με το άρθρ. 10 παρ. 1 του ίδιου νόμου διαφυλάσσεται η ισχύς διατάξεων νόμων ή άλλων κανονιστικών πράξεων που εισάγουν διακριτική ρύθμιση επί θεμάτων στα οποία το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας και με το άρθρ. 15 ορίζεται ότι η διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διαιτητικών ή υπουργικών αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, όροι ατομικών συμβάσεων καθώς και διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού καταργούνται”.
Α παγορεύονται οι υπέρ ή κατά του ενός φύλου αυθαίρετες, ευμενείς ή δυσμενείς, νομοθετικές ή διοικητικές διακρίσεις, τυχόν δε υφιστάμενη ευνοϊκή ρύθμιση με βάση το φύλο, ως αντίθετη με όσα προαναφέρθηκαν, θεωρείται καταργημένη.
Από την καταργημένη ρύθμιση, το φύλο σε βάρος του οποίου γίνεται η δυσμενής διάκριση, δεν μπορεί να αρυσθεί δικαίωμα προς εξίσωση. Η ευνοϊκή ρύθμιση δηλ. που υπάρχει με βάση το φύλο, εφ’ όσον είναι αντίθετη στην αρχή της ισότητας και θεωρείται καταργημένη, δεν επεκτείνεται στο άλλο φύλο (ΑΠ 130/2005). Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και επί παροχής που έχει χαρακτήρα οικειοθελή (ΑΠ 999/2001).
Αριθμός 603/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Μ., κατοίκου …, 2)Ι. Δ., κατοίκου …, 3)Γ. Κ., κατοίκου …, 4)Τ. Κ., κατοίκου …, 5)Ε. Π., κατοίκου …, 6)Δ. Ο., κατοίκου …, 7)Α. Α. – Τ., κατοίκου …, 8)Ε. Μ., κατοίκου …, 9)Ε. Σ., κατοίκου …, 10)Χ. Ζ., κατοίκου …, 11)Ε. Τ., κατοίκου …, 12)Ε. Ρ., κατοίκου …, 13)Κ. Μ., κατοίκου …, 14)Ι. Κ., κατοίκου …. Η 14η παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………….. και οι λοιποί (1η έως 13η) εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…” όπως τροποποιήθηκε η επωνυμία της “….”, που εδρεύει στο … και είναι εγκαταστημένη στην Ελλάδα, νόμιμα εκπροσωπούμενης.
Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………….., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/10/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και του …………………, που δεν είναι διάδικος στην δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1602/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 1214/2010 μη οριστική και 179/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25/7/2013 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 1/4/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, παρ.1 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας.
Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους.Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1681/2010, ΑΠ 1082/2010).
Η επιχειρησιακή, συνεπώς συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί, αν αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας.
Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής.
Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέτοια είναι και η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, χωρίς να έχει νομική ή συμβατική δέσμευση, συνάπτει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνοντας να καλύπτει αυτός ολικά ή εν μέρει το ασφάλιστρο.
Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά επί ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελείς, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ αυτόν το δικαίωμα ανάκλησή τους. Στην περίπτωση αυτή από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση των εν λόγω παροχών.
Κατά συνέπεια, η από αυτόν (εργοδότη), κατ’ ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου (ΑΠ 48/2015, ΑΠ 1277/2010, ΑΠ 91/2008).Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του Π.Δ. 178/2002 “Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου”, οι διατάξεις του οποίου κατά το άρθρο 2 αυτού, εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, “δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο.
Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος”.
Ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου “σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, είτε με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση…, ισχύουν τα εξής: ….
Γ) Αν ο διάδοχος, πριν από τη μεταβίβαση, αρνηθεί τη συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης με μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση, … τα σχετικά κεφάλαια με μορφή είτε μαθηματικού αποθέματος είτε λογαριασμού συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ανήκουν στους εργαζόμενους. Στην περίπτωση αυτή, τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων ως και τα δικαιώματα προσδοκίας για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων, των οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε κατά τον χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, εξασφαλίζονται ως εξής: α) Στην περίπτωση ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση…, τα σχετικά κεφάλαια τα οποία συγκεντρώνονται στην ασφαλιστική επιχείρηση…, εκκαθαρίζονται από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων και διανέμονται στους εργαζόμενους από την ασφαλιστική επιχείρηση… με βάση την δεδουλευμένη παροχή (…) ή την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (…) σε περίπτωση προγραμμάτων με καθορισμένη παροχή….
Δ) Εφόσον στην επιχείρηση δεν υπάρχουν συμβούλια εργαζομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 1767/88, στις διαβουλεύσεις, στην εκκαθάριση και στη διανομή συμμετέχει τριμελής επιτροπή που εκλέγεται από τους εργαζόμενους με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία, σε συνέλευση που συγκαλείται από τη συνδικαλιστική οργάνωση που έχει τα περισσότερα μέλη στην επιχείρηση.
Ε) Αντιρρήσεις κατά του πίνακα διανομής εκδικάζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. ΣΤ) Υφιστάμενα δικαιώματα για περιοδικές ή εφάπαξ παροχές των εργαζομένων περιλαμβανομένων και των εργαζομένων που η σχέση εργασίας τους λύθηκε κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησης, (παροχές επιζώντων) δεν παραβλάπτονται συνεπεία της μεταβίβασης και λαμβάνονται υπόψη κατά την διαδικασία διανομής των υπoπαραγράφων Γ, Δ και Ε ως ανωτέρω.Από τις τελευταίες διατάξεις του π.δ. 178/2002 προκύπτει ότι σε περίπτωση προγράμματος ομαδικής ασφάλισης σε ασφαλιστική επιχείρηση, με καθορισμένη παροχή, τη συνέχιση του οποίου αρνείται ο νέος εργοδότης τα σχετικά κεφάλαια, εκκαθαρίζονται με συμφωνία μεταβιβάζοντα και εκπροσώπων των εργαζομένων και διανέμονται στους εργαζόμενους από την ασφαλιστική επιχείρηση με τον τρόπο που προβλέπεται στην ασφαλιστική σύμβαση είτε ρητά είτε με ερμηνεία αυτής σύμφωνα με τις αρχές των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή είτε με βάση την δεδουλευμένη παροχή (…) είτε με βάση την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (…).
Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται επίσης ότι μεταβιβάζων εργοδότης και εκπρόσωποι των εργαζομένων ή και όλοι οι εργαζόμενοι αντί των εκπροσώπων τους, στους οποίους ανατέθηκε από την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση η εκκαθάριση των συγκεντρωθέντων στην ασφαλιστική επιχείρηση κεφαλαίων, μπορούν, στα πλαίσια της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως να συμφωνήσουν τον τρόπο εκκαθάρισης με το ένα εκ των δύο συστημάτων είτε δηλαδή με βάση την δεδουλευμένη παροχή (…) είτε με βάση την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής (…). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.
Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλ. με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ολΑΠ 4/2014).
Οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, οι οποίοι αφορούν την αναζήτηση κατά την ερμηνεία των δικαιοπραξιών της αληθινής βουλήσεως των μερών χωρίς προσήλωση στις λέξεις και την ερμηνεία των συμβάσεων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται υποχρεωτικά στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας διαγνώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων, παραβιάζονται δε αυτοί, όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 205/2015, ΑΠ 764/2014, ΑΠ 756/2014).
Kατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία).
Aκόμη ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής ενστάσεως ή αντενστάσεως, καθώς και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ’ ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ολ.ΑΠ 3/1997, ΑΠ 8/2015, ΑΠ 644/2013).
Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ολ. ΑΠ 12/1997, ΑΠ 644/2013) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ολ.ΑΠ 11/1996, ΑΠ 644/ 2013).Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον, να ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλμα που αναφέρεται στο λόγο αυτό. Έτσι, επί επάλληλων αιτιολογιών (κύριων ή επικουρικών), κάθε μία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό, εάν έστω και μία δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, οι λόγοι που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς, εφόσον η μη πληττόμενη τελεσφόρως αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς και επαρκώς το διατακτικό της απόφασης (ολ. ΑΠ 13/1995, ΑΠ 25/1994, ΑΠ 729/2015, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 856/2014, ΑΠ 528/2014, 799/2013, 960/2013).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα εξής ουσιώδη, αναφορικά με την ένδικη αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων κατά της ήδη αναιρεσίβλητης: Η εναγομένη – εφεσίβλητη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία είχε αρχικά την επωνυμία “….”, στη συνέχεια συγχωνεύθηκε με την “… ΒΑΝΚ” και μετονομάστηκε σε “… – … ….”, σήμερα δε έχει την επωνυμία “…”, με έδρα το …, είναι δε νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα και διατηρεί σήμερα υποκατάστημα στην Αθήνα, …. Στις 25.11.2002, η εναγομένη – εφεσίβλητη μεταβίβασε το σύνολο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας στην Ελλάδα (μετά του υποκαταστήματος της) που αφορούσε τον κλάδο C and CC (CONSUMERS AND (COMMERCIAL CLIENTS – Πελατεία Καταναλωτική και Εμπορική) και το Τμήμα του CΑΟ (COUNTRY ADMNINISTRATIVE OFFICE – Τοπικής Διοικητικής Διευθύνσεως) στην ημεδαπή τραπεζική εταιρεία … ΒΑΝΚ Α.Ε. που εδρεύει στην … και έπαυσε από του χρόνου εκείνου (25.11.2002) τις τραπεζικές εργασίες του συγκεκριμένου Κλάδου και του Τμήματος του, στην ημεδαπή. Επίσης δόθηκε η δυνατότητα σε εργαζομένους των υποστηρικτικών εργασιών της εναγομένης – εφεσίβλητης Τράπεζας που λόγω της μεταβιβάσεως θα έχαναν την εργασία τους ή να αποχωρήσουν εθελοντικά (λαμβάνοντας αποζημίωση μεγαλύτερη της νόμιμης) ή να μεταφερθούν στην … ΒΑΝΚ Α.Ε. με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις των υπαλλήλων του μεταβιβασθέντος Κλάδου. Οι ενάγοντες- εκκαλούντες, απασχολήθηκαν ως μόνιμοι υπάλληλοι της εναγομένης, πλήρους απασχολήσεως. Ειδικότερα, απασχολήθηκαν με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας “αορίστου χρόνου” που είχε καταρτισθεί μέχρι την 31.12.1995, δεν είχαν αναγνώριση “προϋπηρεσίας” ήτοι υπηρεσίας προγενέστερης της ημερομηνίας προσλήψεώς τους και την 25.11.2002 υπηρετούσαν στον Κλάδο και στο Τμήμα του CΑΟ της επιχειρήσεως της εναγομένης στο υποκατάστημα της Καλλιθέας. Συγκεκριμένα, οι ημερομηνίες προσλήψεως των εναγόντων και η ηλικία τους, κατά την 25.11.2002 ήταν: 1) Η 4.1.1975 για την Α. Μ., γεννηθείσα την 19.9.1952 και την 25.11.2002 ηλικίας 50 ετών, 2) η 19.11.1979 τον Ι. Δ., γεννηθέντα την 26.12.1959 και την 25.11.2002 ηλικίας 43 ετών, 3) η 13.8.1980 για την Γ. Κ., γεννηθείσα την 26.5.1959 και την 25.11.2002 ηλικίας 43 ετών, 4) η 1.10.1981 για τον Τ. Κ., γεννηθέντα της 13.7.1946 και την 25.11.2002 ηλικίας 56 ετών, 5) η 14.11.1977 για την Ε. Π., γεννηθείσα την 8.6.1950 και την 25.11.2002 ηλικίας 52 ετών, 6) η 16.8.1974 για την Δ. Ο., γεννηθείσα την 28.9.1951 και την 25.11.2002 ηλικίας 51 ετών, 7) η 20.2.1975 για την Α. Α. Τ., γεννηθείσα την 4.3.1948 και την 25.11.2002 ηλικίας 54 ετών, 8) η 21.8.1974 για τη Ε. Μ., γεννηθείσα την 6.8.1950 και την 25.11.2002 ηλικίας 52 ετών, 9) η 10.5.1976 για την Ε. Σ., γεννηθείσα την 26.8.1957 και την 25.11.2002 ηλικίας 45 ετών, 10) η 17.8.1982 για την Χ. Ζ., γεννηθείσα την 12.8.1961 και την 25.11.2002 ηλικίας 41 ετών, 11) η 3.3.1977 για την Ε. Τ., γεννηθείσα την 29.7.1958 και την 25.11.2002 ηλικίας 44 ετών, 12) η 1.2.1982 για την Ε. Ρ., γεννηθείσα την 29.3.1962 και την 25.11.2002 ηλικίας 40 ετών, 13) η 24.8.1974 για την Κ. Μ., γεννηθείσα την 5.11.1954 και την 25.11. 2002 ηλικίας 48 ετών και 14) η 7.7.1976 για την Ι. Κ., γεννηθείσα τη 20.4.1952 και την 25.11.2002 ηλικίας 50 ετών. Με βάση τα ανωτέρω οι ενάγοντες- εκκαλούντες μέχρι την 25.11.2002 είχαν συμπληρώσει από της προσλήψεως τους δέκα (10) έτη συνεχούς υπηρεσίας στην εναγομένη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο μεταβιβάσεως την 25.11.2002 της πιο πάνω επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης στην Ελλάδα, υφίστατο σύστημα ασφαλίσεως του προσωπικού της με την μορφή ομαδικού προγράμματος σε ασφαλιστική επιχείρηση. Συγκεκριμένα, η εναγομένη – εφεσίβλητη υπό την αρχική επωνυμία “….” είχε καταρτίσει με την ασφαλιστική εταιρεία “… LΙFΕ Ανώνυμη Εταιρεία Ασφαλίσεων Ζωής” την 29.9.1988 το …/29.9.1988 “Συμβόλαιο Διαχείρισης Κεφαλαίου” μετά του Παραρτήματος του (υπό τον τίτλο “Πρόγραμμα Συνταξιοδοτήσεως”), το οποίο ήταν Πρόγραμμα Συνταξιοδοτικών Παροχών υπέρ του προσωπικού της, “αορίστου διαρκείας”, είχε ημερομηνία έναρξης της ασφαλίσεως την 1.9.1988 καθώς και ημερομηνία ανανεώσεως την 1.9.1989 (πρώτης ανανεώσεως) και την “1η κάθε επόμενου έτους” (σε συνέχεια ανανεώσεων). Ο λογαριασμός είχε πιστωθεί με Τόκο Συμβολαίου σε ημερήσια βάση και με ετήσιο επιτόκιο 5%. Η εναγομένη – εφεσίβλητη Τράπεζα ως αντισυμβαλλόμενη στη σύμβαση αυτή ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην άνω ασφαλιστική εταιρεία τα ασφάλιστρα, τα οποία κάλυπτε εξ ολοκλήρου η ίδια και από την αρχή είχε επιφυλάξει εγγράφως στον εαυτό της το δικαίωμα να διακόψει ή να τροποποιήσει την ασφάλιση. Με την …/2.4.1998 Πρόσθετη Πράξη, αντισυμβαλλόμενη της “… LIFΕ ΑΕ” στο “Συμβόλαιο Διαχειρίσεως Κεφαλαίου” μετά του Παραρτήματος του ήταν η “… – … ….”. Η ασφάλιση αυτή του προσωπικού της εναγομένης – εφεσίβλητης, δεν καθορίζεται ως μισθός στις ατομικές συμβάσεις εργασίας, αλλά ήταν γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και οικειοθελής παροχή, ήτοι πρόσθετη παροχή από ελευθεριότητα της εναγομένης – εφεσίβλητης υπέρ του προσωπικού της και με την επιφύλαξη στον εαυτό της από την αρχή να την διακόψει ή να την τροποποιήσει. Σύμφωνα με τους όρους του εν λόγω Ομαδικού Συνταξιοδοτικού Προγράμματος Ασφαλίσεως με καθορισμένη παροχή (και των τροποποιητικών πρόσθετων πράξεων …/19.2.1995, …10.1.1997, …25.8.1997, …/3.6.1999 και …/3.12.2002 με ισχύ από 1.9.2002) το προσωπικό της εναγομένης – εφεσίβλητης, λάμβανε με τη λύση της εργασιακής συμβάσεως ισόβια σύνταξη ή ασκώντας το δικαίωμα “επιλογής κεφαλαίου”, εφάπαξ ποσό, που υπολογίζεται με συντελεστές ” εξαγοράς στο χρόνο συνταξιοδοτήσεως”. Ειδικότερα, είχαν συμφωνηθεί αρχικώς και μετά τις τροποποιήσεις (και) τα εξής, τα οποία οι ενάγοντες – εκκαλούντες γνώριζαν, μετά την έγγραφη ενημέρωση τους από την εναγομένη – εφεσίβλητη με “ενημερωτικά φυλλάδια” και τα είχαν αποδεχθεί. Δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι υπάλληλοι κατά την ημερομηνία έναρξης της ασφαλίσεως, οι νεοπροσλαμβανόμενοι θα συμμετείχαν μετά ένα (1) έτος υπηρεσίας, εφόσον είχαν συμπληρώσει το 21° έτος και δεν είχαν υπερβεί το 55° για τους άνδρες ή το 50° έτος για τις γυναίκες, όλοι οι μόνιμοι πλήρους απασχολήσεως οι οποίοι είχαν συμπληρώσει ένα (1) έτος υπηρεσίας, αλλά δεν έχουν υπερβεί την Κανονική Ηλικία Συνταξιοδοτήσεως (Κ.Η.Σ.), καθώς και οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται μετά την έναρξη της ασφαλίσεως, ύστερα από τη συμπλήρωση ενός (1) έτους υπηρεσίας και εφόσον δεν είχαν υπερβεί το 55ο έτος για τους άνδρες και το 50ο έτος για τις γυναίκες. Ως κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως (Κ.Η.Σ.) νοείται το 65ο έτος για τους άνδρες και το 60ο έτος για τις γυναίκες, ή οποτεδήποτε ήθελαν συνταξιοδοτηθεί με πλήρη σύνταξη από τον κύριο φορέα ασφαλίσεώς τους. Ως πρόωρη ηλικία συνταξιοδοτήσεως (Π.Η.Σ.) νοείται το 55ο έτος για τους άνδρες και το 50ο έτος για τις γυναίκες “υπό την προϋπόθεση της συναινέσεως του Εργοδότου” και εφόσον είχαν αποκτήσει “Κεκτημένο Δικαίωμα” (vesting). Οι υπάλληλοι αποκτούν “Κεκτημένο Δικαίωμα” μετά δέκα (10) έτη συνεχούς υπηρεσίας στον “Εργοδότη” ενώ οποιαδήποτε υπηρεσία, προγενέστερη της ημερομηνίας προσλήψεως στον “Εργοδότη” τυχόν αναγνωρισθεί δεν θα υπολογίζεται για το σκοπό θεμελιώσεως “Κεκτημένου Δικαιώματος” και οι υπάλληλοι που έχουν προσληφθεί από τον Εργοδότη μέχρι την 31.12.1995 αποκτούν “Κεκτημένο Δικαίωμα” μετά δέκα (10) έτη συνεχούς υπηρεσίας στον “Εργοδότη”, ενώ όσοι θα προσληφθούν μετά την 1.1.1996 αποκτούν τέτοιο δικαίωμα μετά δέκα πέντε (15) έτη συνεχούς υπηρεσίας. Το σύνολο των ετών και μηνών συνεχούς υπηρεσίας στον “Εργοδότη” είναι η “Συντάξιμος Υπηρεσία” με ανώτατο όριο τα 35 έτη. Ως μηνιαίος μισθός “συμφώνως προς τη δήλωση του Εργοδότου” είναι ο “Μηνιαίος Συντάξιμος Μισθός” ενώ ως “Ετήσιος Συντάξιμος Μισθός” ορίζεται ” ο μηνιαίος μισθός Χ 14,5″ και ο μέσος όρος του Ετήσιου Συντάξιμου Μισθού των δύο τελευταίων ετών υπηρεσίας πριν από την συνταξιοδότηση είναι ο “Τελικός Συντάξιμος Μισθός”. Το πρόγραμμα ασφαλίσεως περιελάμβανε τις παρακάτω παροχές : α) σύνταξη στην Κανονική Ηλικία Συνταξιοδοτήσεως (Κ.Η.Σ.), β) σύνταξη στην Πρόωρη Ηλικία Συνταξιοδοτήσεως (Π.Η.Σ.), γ) σύνταξη στην Αποχώρηση, δ) σύνταξη Ανικανότητας και ε) σύνταξη για τον/την σύζυγο και τα ορφανά τέκνα του υπαλλήλου στην περίπτωση θανάτου του. Ο υπάλληλος δικαιούται κατά την Κανονική Ηλικία Συνταξιοδοτήσεως (Κ.Η.Σ.), ετήσιας συντάξεως η οποία θα καταβάλλεται ισοβίως δια προκαταβολικών μηνιαίων καταβολών. Το ποσό της ετήσιας συντάξεως ισούται προς το “0,6 του Τελικού Συντάξιμου Μισθού επί τα έτη της Συνταξίμου Υπηρεσίας δια το τμήμα του μισθού το οποίο δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο τεκμαρτού μηνιαίου μισθού του ΙΚΑ, συν το 2% του Τελικού Συντάξιμου Μισθού επί τα έτη Συνταξίμου Υπηρεσίας δια το τμήμα του μισθού το οποίο υπερβαίνει το ανώτατο όριο τεκμαρτού μηνιαίου μισθού του ΙΚΑ”. Ο υπάλληλος δικαιούται κατά την Πρόωρη Ηλικία Συνταξιοδοτήσεως (Π.Η.Σ.) ετήσιας συντάξεως, η οποία θα καταβάλλεται ισοβίως δια προκαταβολικών μηνιαίων καταβολών. Το ποσό της ετήσιας συντάξεως ισούται προς το “0,6 του Τελικού Συντάξιμου Μισθού επί τα έτη της Συνταξίμου Υπηρεσίας δια το τμήμα του μισθού το οποίο δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο τεκμαρτού μηνιαίου μισθού του ΙΚΑ, συν το 2% του Τελικού Συντάξιμου Μισθού επί τα έτη Συνταξίμου Υπηρεσίας δια το τμήμα του μισθού το οποίο υπερβαίνει το ανώτατο όριο τεκμαρτού μηνιαίου μισθού του ΙΚΑ αναλογιστικά μειωμένου”. Στην Κ.Η.Σ. η καταβολή της συντάξεως που υπολογίζεται ως άνω “θα αρχίσει να καταβάλλεται στην Κ.Η.Σ. ισοβίως δια προκαταβολικών δόσεων”. Στην Π.Η.Σ. “με την συγκατάθεση του Εργοδότου” ο υπάλληλος μπορεί να αποχωρήσει μετά την ηλικία των 55 ετών εάν πρόκειται για άνδρα ή την ηλικία των 50 ετών εάν πρόκειται για γυναίκα, με την προϋπόθεση ότι έχει αποκτήσει “Κεκτημένο Δικαίωμα”. Ο υπάλληλος “θα δικαιούται τότε αμέσου ετήσιας συντάξεως, αναλογιστικώς μειωμένης, καταβαλλομένης ισοβίως δια προκαταβολικών δόσεων” (άρθρο 2 παρ. 2). Με την “επιλογή κεφαλαίου” ο υπάλληλος “κατόπιν εγγράφου αιτήσεως και προ της ημερομηνίας συνταξιοδοτήσεως (προώρου ή κανονικής) δύναται να λάβει αντί της ετήσιας συντάξεως, εφάπαξ ποσό συμφώνως προς τους Αναλογιστικούς Πίνακες οι οποίοι δύνανται να μεταβάλλονται εις περίπτωσιν μεταβολής των επιτοκίων της Οικονομικής Αγοράς” (άρθρο 2 παρ. 4). Στην περίπτωση λύσεως της μετά του Εργοδότου εργασιακής σχέσεως από οποιαδήποτε αιτία “πλην της προώρου ή κανονικής ή μετά την κανονική ηλικίαν συνταξιοδοτήσεως” ο υπάλληλος και με την προϋπόθεση ότι έχει αποκτήσει “Κεκτημένον Δικαίωμα”, δικαιούται σύνταξη η οποία υπολογίζεται με βάση τη συμπληρωμένη Συντάξιμη Υπηρεσία και τον Συντάξιμο Μισθό στην ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως και είναι καταβλητέα στο χρόνο συμπληρώσεως της Κ.Η.Σ. (άρθρο 2 παρ. 3 μετά την τροποποιητική …19.12.1995 Πρόσθετη Πράξη με ισχύ από 19.12.1995).
Περαιτέρω, στην περίπτωση λύσεως της “με τον Εργοδότη εργασιακής σχέσεως κατόπιν πρωτοβουλίας του Εργοδότη” ο υπάλληλος και με την προϋπόθεση ότι “έχει αποκτήσει Κεκτημένο Δικαίωμα” δικαιούται σύνταξη η οποία υπολογίζεται με βάση τη συμπληρωμένη Συντάξιμη Υπηρεσία και τον Συντάξιμο Μισθό στην ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως και είναι καταβλητέα στο χρόνο συμπληρώσεως της Κ.Η.Σ. ή ” εφόσον ο υπάλληλος το επιθυμεί θα καταβάλλεται αμέσως σε μορφή εφάπαξ ποσού, αναλογιστικά μειωμένου, το επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την αναλογιστική μείωση θα είναι το αυτό με το επιτόκιο που χρησιμοποιήθηκε στην πλέον πρόσφατη αναλογιστική μελέτη (άρθρο 2 παρ. 3 μετά την τροποποιητική …/25.8.1997 Πρόσθετη Πράξη με ισχύ από 25.8.1997). “Ο Εργοδότης δύναται να ακυρώσει οποτεδήποτε το υπέρ των υπαλλήλων Πρόγραμμα Συνταξιοδοτήσεως κατόπιν ετήσιας προειδοποιήσεως απευθυνόμενη προς τα καλυπτόμενα μέλη” (άρθρο 3). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από της μεταβολής στο πρόσωπο του εργοδότη την 25.11.2002, η εργασιακή σχέση των εναγόντων – εκκαλούντων μετά της εναγομένης – εφεσίβλητης συνεχίσθηκε με την διάδοχο εταιρεία – εργοδότρια Τράπεζα … ΒΑΝΚ Α.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ. 178/2002 που προαναφέρθηκε. Η τελευταία, πριν από τη μεταβίβαση την 25.11.2002 της πιο πάνω επιχειρηματικής της δραστηριότητας της εναγομένης – εφεσίβλητης, είχε αρνηθεί τη συνέχιση του υπάρχοντος συνταξιοδοτικού Προγράμματος. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του π.δ. 178/2002 η ασφαλιστική σύμβαση έπρεπε να λυθεί και να πραγματοποιηθεί η εκκαθάριση των κεφαλαίων τα οποία μέχρι την 25.11.2002 είχαν συγκεντρωθεί στην ασφαλιστική εταιρεία “… LIFE ΑΕΑΖ”. Έτσι την 25.11.2002 η εναγομένη – εφεσίβλητη Τράπεζα κατ’ ανάγκη κατήγγειλε την ομαδική σύμβαση ασφαλίσεως για το μέρος του προσωπικού της που μεταφέρθηκε στην διάδοχο … ΒΑΝΚ ΑΕ και γνωστοποίησε στην ασφαλιστική εταιρεία “… LIFE ΑΕΑΖ” τα ονόματα των υπαλλήλων της που θα αποχωρούσαν από το εν λόγω συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Μεταξύ αυτών ήταν και οι ενάγοντες – εκκαλούντες, οι οποίοι την 25.11.2002 είχαν αποκτήσει “Κεκτημένο Δικαίωμα”, ήτοι είχαν προσληφθεί μέχρι την 31.12.1995 και είχαν συμπληρώσει την 25.11.2002 τουλάχιστον δέκα (10) έτη συνεχούς υπηρεσίας στην εναγομένη, ως άνω, από της προσλήψεώς τους. Κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο 2002 έως και τον Απρίλιο 2003 πραγματοποιήθηκαν συζητήσεις μεταξύ της Διοικήσεως της εναγομένης – εφεσίβλητης Τράπεζας και των εργαζομένων σ’ αυτήν για την εκκαθάριση και τον υπολογισμό των παροχών που δικαιούνταν να λάβουν τα μέλη που αποχωρούσαν από την ως άνω ασφαλιστική σύμβαση. Επειδή στην εναγομένη – εφεσίβλητη Τράπεζα δεν υπήρχε συμβούλιο εργαζομένων, στις γενόμενες συζητήσεις συμμετείχε για λογαριασμό τους Τριμελής Επιτροπή αποτελούμενη από τους Δ. Τ., Δ. Ο. και Ά. Σ., η οποία εκλέχθηκε από τους Εργαζομένους και τους εκπροσώπησε. Σημειώνεται ότι οι υπάλληλοι της εναγομένης οι οποίοι “εμπλέκονταν” ή το ίδιο “επηρεάζονταν” από τη μεταβίβαση την 25.11.2002 της πιο πάνω επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ήταν συνολικά (177) και την 25.11.2002 είχαν αποκτήσει “Κεκτημένο Δικαίωμα” μόνο οι (45) μεταξύ δε αυτών και οι ενάγοντες (οι υπόλοιποι 132 υπάλληλοι δεν είχαν αποκτήσει την 25.11.2002 “Κεκτημένο Δικαίωμα”). Κατά τη διάρκεια των προαναφερθεισών συζητήσεων των εκπροσώπων και των (177) υπαλλήλων μετά της εναγομένης, η τελευταία απέστειλε ονομαστικά στον καθένα την από 28.3.2003 επιστολή με θέμα “Εξόφληση Συνταξιοδοτικών Υποχρεώσεων” στην οποία ανέφερε κατά λέξη και τα εξής: “Κατά την διάρκεια των συζητήσεών μας με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους σας συζητήσαμε και διαγράψαμε την θέση της Τράπεζας στο ζήτημα της εξόφλησης των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων μετά την πώληση. Εξετάσαμε επίσης και την δική σας τοποθέτηση. Ύστερα από πολύ προσεκτική ανάλυση και αξιολόγηση η Τράπεζα προσφέρει σε όλα τα μέλη του προσωπικού της … που αποχώρησαν από την Τράπεζα, ως άμεση συνέπεια της πώλησης στην …, την εξόφληση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων στη βάση της “δεδουλευμένης παροχής” για κάθε υπάλληλο. Αυτή η προσφορά θα περιλαμβάνει εκείνους που είχαν κατοχυρωμένο δικαίωμα, αλλά και όσους δεν είχαν ακόμη κατοχυρώσει δικαίωμα, υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο κατηγορίες προσωπικού έχουν σταματήσει να απασχολούνται από την Τράπεζα εξαιτίας γεγονότων σχετιζομένων άμεσα με την μεταβίβαση στην …. Η προσφορά μας να διευθετήσουμε τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις με την καλούμενη μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής” … για όλο το έχον κατοχυρώσει, αλλά και μη έχον κατοχυρώσει δικαίωμα εμπλεκόμενο προσωπικό εξαρτάται από την ανεπιφύλακτη αποδοχή και συμφωνία όλων με την πρόταση της Τράπεζας, την οποία σας καλούμε να επιβεβαιώσετε εγγράφως. Η μορφή αυτή της επιβεβαίωσης που χρησιμοποιείται είναι η ίδια που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για όλες τις εξοφλήσεις του Ομαδικού Προγράμματος της …. Αν αυτός ο τρόπος διακανονισμού των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων δεν γίνει αποδεκτός από οποιονδήποτε από τους 177 συναδέλφους σας της …, οι οποίοι επηρεάσθηκαν από την πώληση της …, η Τράπεζα θα εξαναγκασθεί να αποσύρει την προσφορά της περί διακανονισμού των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεών της με την μέθοδο ΑΒΟ για όλα τα (132) μη έχοντα κατοχυρώσει δικαίωμα μέλη του προσωπικού. Στην περίπτωση αυτή θα αναγνωρίσουμε το δικαίωμα για τις περιοδικές παροχές και θα προβούμε στον διακανονισμό με την μέθοδο ΑΒΟ μόνο για τα 45 έχοντα κατοχυρώσει δικαίωμα μέλη του προσωπικού. Αμέσως μετά την παραλαβή των διαβεβαιώσεων του εμπλεκόμενου προσωπικού για την αποδοχή του προταθέντος από εμάς διακανονισμού, η Τράπεζα θα δώσει εντολή στην … να εξοφλήσει αμέσως τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις. Η Τράπεζα θα δεχθεί ως αρχική επίσημη επιβεβαίωση της συμφωνίας το υπογεγραμμένο αντίγραφο της παρούσας επιστολής. Προκειμένου να ολοκληρωθεί και να λάβει τελική μορφή ο διακανονισμός, μαζί με τη λήψη των χρημάτων θα πρέπει να υπογραφεί η συνήθης διαβεβαίωση από την …. Για την επικύρωση της συμφωνίας παρακαλώ όπως υπογράφετε και επιστρέψετε το επισυναφθέν αντίγραφο στη Μονάδα ΗR της τράπεζας ΑΒΝ …”. Οι (177) υπάλληλοι της εναγομένης – εφεσίβλητης ως άνω, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, υπέγραψαν ανεπιφύλακτα το συνημμένο αντίγραφο της επιστολής αυτής στη θέση “Επικυρώνεται η συμφωνία” και το επέστρεψαν στην εναγομένη – εφεσίβλητη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τον Απρίλιο του 2003, η εναγομένη – εφεσίβλητη Τράπεζα σε συνεργασία με τους εκπροσώπους των (177) υπαλλήλων, εκκαθάρισε τα κεφάλαια και για τους (177) υπαλλήλους με τη μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής” και στη συνέχεια η ασφαλιστική εταιρεία “… LIFE ΑΕΑΖ” κατ’ εντολή της εναγομένης – εφεσίβλητης Τράπεζας, διένειμε (κατέβαλε) ειδικότερα στους ενάγοντες τα παρακάτω χρηματικά ποσά: 1) Στην ενάγουσα Α. Μ. το ποσό των 38.636,21 ευρώ. 2) Στον ενάγοντα Ι. Δ. το ποσό των 10.777,28 ευρώ. 3) Στην ενάγουσα Γ. Κ. το ποσό των 16.456,38 ευρώ. 4) Στον ενάγοντα Τ. Κ. το ποσό των 42.076,70 ευρώ. 5) Στην ενάγουσα Ε. Π. το ποσό των 29.674,14 ευρώ. 6) Στην ενάγουσα Δ. Ο. το ποσό των 59.592,15 ευρώ. 7) Στην ενάγουσα Α. Α. – Τ. το ποσό των 206.998,66 ευρώ. 8) Στην ενάγουσα Ε. Μ. το ποσό των 46.377,89 ευρώ. 9) Στην ενάγουσα Ε. Σ. το ποσό των 78.631,85 ευρώ. 10) Στην ενάγουσα Χ. Ζ. το ποσό των 55.942,41 ευρώ. 11) Στην ενάγουσα Ε. Τ. το ποσό των 42.498,24 ευρώ. 12) Στην ενάγουσα Ε. Ρ. το ποσό των 54.449,61 ευρώ. 13) Στην ενάγουσα Κ. Μ. το ποσό των 35.022,76 ευρώ και 14) στην ενάγουσα Ι. Κ. το ποσό των 30.447,53 ευρώ. Οι επίμαχες συνταξιοδοτικές παροχές των εναγόντων αποτελούν την προβλεπόμενη από την ασφαλιστική σύμβαση για τον καθένα απ’ αυτούς εφάπαξ παροχή (επιστρεπτέο κεφάλαιο) προσδιορισμένη με βάση τη μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής” (ΑΒΟ) και “Τελικό Συντάξιμο Μισθό” υπό την εκτεθείσα έννοια μέχρι 25.11.2002 επί του συνόλου των μηνιαίων μισθών μεθ’ όλων των “καταβαλλομένων” επιδομάτων, των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, επιδόματος αδείας και του επιδόματος Ισολογισμού, επιπλέον δε χρησιμοποιήθηκαν εγγυημένο “τεχνικό επιτόκιο” προεξοφλήσεως 5% και ο ελληνικός πίνακας θνησιμότητας έτους 1990. Αντίθετα, κατά τον υπολογισμό από τον Πραγματογνώμονα Ιωάννη Βασιλόπουλο, διορισθέντα με την υπ’ αριθμ. 1214/2010 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, οι επίμαχες συνταξιοδοτικές παροχές των εναγόντων προσδιορίζονται με την ίδια μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής” και “Τελικό Συντάξιμο Μισθό” υπό την εκτεθείσα έννοια μέχρι 25.11.2002 σε υψηλότερα χρηματικά ποσά και ειδικότερα : 1) Στην ενάγουσα Α. Μ. το ποσό των 97.978,35 ευρώ. 2) Στον ενάγοντα Ι. Δ. το ποσό των 44.656,46 ευρώ. 3) Στην ενάγουσα Γ. Κ. το ποσό των 37.820,70 ευρώ. 4) Στον ενάγοντα Τ. Κ. το ποσό των 97.709,17 ευρώ. 5) Στην ενάγουσα Ε. Π. το ποσό των 46.216,69 ευρώ. 6) Στην ενάγουσα Δ. Ο. το ποσό των 110.859,92 ευρώ. 7) Στην ενάγουσα Α. Α. – Τ. το ποσό των 309.342,51 ευρώ. 8) Στην ενάγουσα Ε. Μ. το ποσό των 94.929,09 ευρώ. 9) Στην ενάγουσα Ε. Σ. το ποσό των 219.548,14 ευρώ. 10) Στην ενάγουσα Χ. Ζ. το ποσό των 157.597,94 ευρώ. 11) Στην ενάγουσα Ε. Τ. το ποσό των 101.677,97 ευρώ. 12) Στην ενάγουσα Ε. Ρ. το ποσό των 160.291,39 ευρώ. 13) Στην ενάγουσα Κ. Μ. το ποσό των 85.556,80 ευρώ και 15) στην ενάγουσα Ι. Κ. το ποσό των 48.237,80 ευρώ. Ο προσδιορισμός των επίμαχων συνταξιοδοτικών παροχών των εναγόντων γίνεται, σύμφωνα με την προαναφερθείσα Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης, στα πιο πάνω διαφορετικά (υψηλότερα) χρηματικά ποσά, διότι ο “Τελικός Συντάξιμος Μισθός” υπολογίζεται όχι ως άνω, μόνο επί του συνόλου των μηνιαίων μισθών μεθ’ όλων των “καταβαλλομένων” επιδομάτων, των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων – Πάσχα, του επιδόματος αδείας και του επιδόματος ισολογισμού, αλλά και επί “αμοιβών υπερωριακής απασχόλησης” και επί “καταβαλλομένου κάθε χρόνο επιδόματος παραγωγικότητας, επιπλέον δε χρησιμοποιούνται εγγυημένο “τεχνικό επιτόκιο” προεξοφλήσεως 3,35% κατ’ εφαρμογήν της Κ3/9124/30.11.2001 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β’ 1616/5.12.2001) και ο Ελβετικός πίνακας θνησιμότητας, έτους 1990. Πλην όμως από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδεικνύεται στον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού του “Τελικού Συντάξιμου Μισθού” (2000-2002) νόμιμη υπερωριακή απασχόληση των εναγόντων ή παροχή ως μισθού, επιδόματος παραγωγικότητας. Συγκεκριμένα στις προσκομιζόμενες “καταστάσεις μισθοδοσίας” των εναγόντων, κατά την ανάλυση της μισθοδοσίας δεν απεικονίζονται νόμιμες υπερωρίες και “αμοιβή” τους ή παροχή ως μισθού “επιδόματος παραγωγικότητας” (άρθρο 18 ν. 1082/1980). Ο πραγματογνώμονας Ι. Β. εξάλλου, δεν διακρίνει, όταν αναφέρει στην Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης ότι υπολόγισε ως “Τελικό Συντάξιμο Μισθό” και “αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης” αν πρόκειται για νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή απασχόληση των εναγόντων, ενώ οι ενάγοντες – εκκαλούντες στις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ανέφεραν κατά λέξη “Για τους περισσότερους από εμάς που ήμασταν παλαιοί υπάλληλοι με υψηλές αποδοχές δεν κατέβαλε η Τράπεζα αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως είναι γνωστό ότι συμβαίνει για τα υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων”. Σε κάθε περίπτωση όμως στην αληθή συμβατική έννοια του “Τελικού Συντάξιμου Μισθού” δεν περιλαμβάνονται οικειοθελείς ή περιστασιακές παροχές όπως ενδεικτικά είναι το “επίδομα παραγωγικότητας” (bοnus) και η αμοιβή “υπερωριακής απασχόλησης”. Και τούτο διότι η επίδικη συνταξιοδοτική παροχή αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, οικειοθελή παροχή της τράπεζας προς τους υπαλλήλους της και συνεπώς ο υπολογισμός αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τις τεθείσες από την Τράπεζα στο σχετικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, παραμέτρους, προϋποθέσεις κα περιορισμούς. Συνακόλουθα, με βάση αυτούς θα κριθούν τα μεγέθη που αποτελούν την βάση υπολογισμού της παροχής και δεν συμπεριλαμβάνονται και διάφορες άλλες παροχές (π.χ. bonus, υπερωρίες κ.λπ.) καθ’ υπέρβαση των ορισμών και περιορισμών του συμβολαίου ασφαλίσεως. Περαιτέρω, ως προς το εγγυημένο “τεχνικό επιτόκιο προεξοφλήσεως εφαρμοστέα εν προκειμένω είναι η Κ4/4381/26.10.1979 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, η οποία είχε θέσει 5% για το επιτόκιο αυτό και ίσχυε κατά το χρόνο ενάρξεως της ασφαλίσεως (1.9.1988) ενόψει και του ότι το επιτρεπτό ανώτατο όριο τίθεται για να μην διακινδυνεύσει η φερεγγυότητα της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δίνοντας υψηλότερα εγγυημένα επιτόκια. Ο ως άνω Πραγματογνώμον Ι. Β., χρησιμοποιεί ως εφαρμοστέο επιτόκιο προεξοφλήσεως 3,35% με την αιτιολογία ότι αφού κατά το έτος 1999 το επιτόκιο άλλαξε υποχρεωτικά σε 3,35% και στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ορίζεται ότι ” αν ζητηθεί παροχή σύνταξης το εφάπαξ ασφάλιστρο της σύνταξης αυτής θα υπολογισθεί με βάση τα τότε (κατά το χρόνο της υποβολής του αιτήματος) ισχύοντα τιμολόγια της εταιρείας, το ποσό δε αυτό του ασφαλίστρου θα αφαιρεθεί από το αποθεματικό του ασφαλιστηρίου και έναντι του ποσού αυτού θα εκδοθεί από την ασφαλιστική εταιρεία, ατομικό ασφαλιστήριο μέσω του οποίου καταβάλλεται η “σύνταξη”, τότε κάθε τέτοια αλλαγή μετά το 1999 θα πρέπει να γίνεται με βάση το επιτόκιο 3,35% και όχι με το παλαιότερο 5%”. Η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη, διότι η εν λόγω αλλαγή του εγγυημένου “τεχνικού επιτοκίου” από 5% σε 3,35% αφορούσε μόνο τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που θα εκδίδονταν από την ισχύ της ως άνω Υπουργικής Αποφάσεως και εφεξής και όχι τα ήδη υπάρχοντα, όπως είναι το επίμαχο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο καταρτίστηκε το έτος 1988, η δε έκδοση ατομικού ασφαλιστηρίου για κάθε ενάγοντα – εκκαλούντα, δεν αποτελεί νέο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όπως εσφαλμένα υπονοεί ο άνω Πραγματογνώμων, ώστε να τύχει εφαρμογής επιτόκιο 3,35%. Αναφορικά με τον Πίνακα Θνησιμότητας αρμόζει στην προκειμένη περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ο Ελληνικός του έτους 1990 (GR90) και όχι ο Ελβετικός του έτους 1990 (ΕVΚ90). Ειδικότερα και οι δύο Πίνακες είναι αξιόπιστοι με την διαφορά όμως ότι ο μεν Ελβετικός Πίνακας Θνησιμότητας του έτους 1990 παρουσιάζει χαμηλότερη θνησιμότητα και επομένως υψηλότερη “επιβιωσιμότητα”, ο δε Ελληνικός Πίνακας Θνησιμότητας, έτους 1990 παρουσιάζει υψηλότερη θνησιμότητα και συνεπώς χαμηλότερη “επιβιωσιμότητα”. Αποτέλεσμα της χρησιμοποιήσεως του Ελβετικού Πίνακα Θνησιμότητας του έτους 1990 είναι ο υπολογισμός ποσών υψηλότερων από τα ποσά που προκύπτουν εάν χρησιμοποιηθεί ο αντίστοιχος Ελληνικός Πίνακας Θνησιμότητας, αφού ο Ελβετικός Πίνακας Θνησιμότητας “εκτιμά” ότι οι συντάξεις θα καταβάλλονται για περισσότερα έτη. Σύμφωνα δε με τα επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου οργανισμού Υγείας (WORLD HEALTH ORGANIZATION) οι δύο πληθυσμοί (Ελλήνων και Ελβετών) παρουσιάζουν διαφορετικές τιμές θνησιμότητας και συγκεκριμένα οι Ελβετοί ζουν κατά μέσο όρο δύο έτη παραπάνω από τους Έλληνες. Κατά συνέπεια, ο Ελληνικός Πίνακας Θνησιμότητας του έτους 1990 απεικονίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την Ελληνική πραγματικότητα, ώστε να πρέπει εν προκειμένω να χρησιμοποιηθεί. Ενόψει όλων των ανωτέρω λεχθέντων, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη ως προς τις αντιρρήσεις κατά του Πίνακα διανομής θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής : Οι ενάγοντες – εκκαλούντες αμφισβητούν την εκκαθάριση των κεφαλαίων που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.3 του Ομαδικού Συνταξιοδοτικού Προγράμματος, όπως τροποποιήθηκε από 25.8.1997 με την …25.8.1997 Πρόσθετη Πράξη, ισχυριζόμενοι ότι η συγκεκριμένη τροποποίηση ήταν “ανίσχυρη”, διότι ήταν αντίθετη στις διατάξεις της γνήσιας συμβάσεως υπέρ τρίτου και πάντως δεν αναφέρεται στην περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως κατά την οποία “δεν υπάρχει λύση της εργασιακής συμβάσεως”. Η εν λόγω αντίρρηση με το προαναφερθέν περιεχόμενο είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ασφάλιση αυτή του προσωπικού της εναγομένης – εφεσίβλητης δεν καθορίζεται ως μισθός στις ατομικές συμβάσεις εργασίας, επιπλέον η εναγομένη – εφεσίβλητη από την αρχή είχε επιφυλάξει εγγράφως στον εαυτό της το δικαίωμα για την τροποποίηση της ασφαλίσεως ως καθαρής συμβάσεως υπέρ τρίτου και ως οικειοθελούς παροχής.
Συνεπώς ο όρος 2 παρ. 3 του άνω Ομαδικού Συνταξιοδοτικού Προγράμματος, όπως τροποποιήθηκε, ήταν “ισχυρός” και δεν ήταν αναγκαία η συναίνεση των εναγόντων – εκκαλούντων για τη σχετική τροποποίηση, η οποία αναφέρεται στην προκειμένη περίπτωση μεταβιβάσεως της πιο πάνω επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης, καθόσον η διάδοχος – εργοδότρια … ΒΑΝΚ Α.Ε. αρνήθηκε να συνεχίσει την ασφάλιση, όπως είχε κατά νόμο δικαίωμα (άρθρο 4 παρ. 3 π.δ. 178/2002 ) και κατά τούτο, δηλαδή για τη συνέχιση της ασφαλίσεως υπάρχει “λύση” της εργασιακής συμβάσεως. Επίσης οι ενάγοντες – εκκαλούντες αμφισβητούν την εκκαθάριση των κεφαλαίων για το λόγο ότι αυτή δεν έγινε με “διαβουλεύσεις” και η εναγομένη – εφεσίβλητη ακολούθησε “αδιαφανείς διαδικασίες”. Περαιτέρω, οι ενάγοντες – εκκαλούντες αμφισβητούν την εκκαθάριση των κεφαλαίων ισχυριζόμενοι ότι ο υπολογισμός των καταβλητέων κεφαλαίων με την Κ.Η.Σ., ήτοι τα (60) έτη για τις γυναίκες και τα (65) έτη για τους άνδρες, όπως προβλέπει το Ομαδικό Συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ήταν αντίθετος προς την αρχή της ισότητας των φύλων, διότι έτσι γίνεται δυσμενής διάκριση σε βάρος των ανδρών – υπαλλήλων της εναγομένης – εφεσίβλητης, με συνέπεια ο υπολογισμός των καταβλητέων κεφαλαίων να πρέπει να γίνει με Κ.Η.Σ. τα (60) έτη για άνδρες και γυναίκες υπαλλήλους της εναγομένης – εφεσίβλητης. Πλην όμως, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας, απαγορεύεται (και) κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζομένου, όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επιχειρηματική του εξέλιξη ή σταδιοδρομία ( άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 22 παρ. 1, 116, 28 πρ. 1 Συντάγματος, 119 (ήδη 141) ΣυνθΕΟΚ, 5 παρ. 1, 10 παρ. 1 και 15 ν. 1414/1984, 1 και 20 ν. 2488/2006, 1 και 30 ν. 3896/2010 ). Τυχόν ευνοϊκή ρύθμιση με βάση το φύλλο, ως αντίθετη στην αρχή της ισότητας, θεωρείται καταργημένη. Από την καταργημένη ρύθμιση, το φύλο σε βάρος του οποίου γίνεται η δυσμενής διάκριση, δεν μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα προς εξίσωση. Η ευνοϊκή δηλαδή ρύθμιση που υπάρχει με βάση το φύλο, εφόσον είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητας και θεωρείται καταργημένη, δεν επεκτείνεται στο άλλο φύλλο. Συνακόλουθα, η ως άνω αντίρρηση των εναγόντων – εκκαλούντων με το προαναφερθέν περιεχόμενο είναι απορριπτέα ως αλυσιτελής, αφού η ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ των γυναικών – υπαλλήλων της εναγομένης [Κ.Η.Σ. τα (60) έτη] θεωρείται καταργημένη και δεν μπορεί να επεκταθεί στους άνδρες υπαλλήλους της εναγομένης – εφεσίβλητης Τράπεζας ( αντίθετα έπρεπε να ισχύσει για όλους άνδρες και γυναίκες υπαλλήλους Κ.Η.Σ. τα 65 έτη). Τέλος, οι ενάγοντες – εκκαλούντες αμφισβητούν την εκκαθάριση των κεφαλαίων με την επιλεγείσα μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής”, ισχυριζόμενοι ότι τα μέρη στο ως άνω Ομαδικό συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα, ήθελαν κατά την ερμηνεία της αληθινής βούλησης τους, την εφαρμογή της μεθόδου της “παρούσας αξίας μελλοντικής παροχής” (PROJECT ΒΕΝΕFIΤ) που ήταν ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους και “προκρίνεται” από το π.δ. 178/2002. Και ότι σε κάθε περίπτωση και με την επιλεγείσα μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής” η εκκαθάριση των κεφαλαίων δεν ήταν ορθή διότι στον “Τελικό Συντάξιμο Μισθό” δεν υπολογίσθηκαν ως μισθός οι “αμοιβές” νόμιμης υπερωριακής εργασίας και το “επίδομα παραγωγικότητας”, επιπλέον δε χρησιμοποιήθηκαν εγγυημένο “τεχνικό επιτόκιο” προεξοφλήσεως 5%, αντί του ορθού 3,35% και Πίνακας Θνησιμότητας ο Ελληνικός του έτους 1990 αντί του Ελβετικού του έτους 1990. Οι ως άνω αντιρρήσεις είναι αβάσιμες και απορριπτέες διότι στο π.δ. 178/2002, οι δύο τρόποι εκκαθαρίσεως κεφαλαίων για Πρόγραμμα με καθορισμένη παροχή είναι ισότιμοι, δηλαδή δεν διακρίνεται πότε η εκκαθάριση πρέπει να γίνει με βάση την “δεδουλευμένη παροχή” ( ΑΒΟ) και πότε με βάση την “παρούσα αξία μελλοντικής παροχής” (ΡΒΟ). Ακόμη στο επίμαχο Ομαδικό Συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα (…/29.9.1988 “Συμβόλαιο Διαχειρίσεως Κεφαλαίου”, μετά του Παραρτήματος του υπό τον τίτλο “Πρόγραμμα Συνταξιοδοτήσεως” και Πρόσθετες πράξεις), το οποίο είναι πρόγραμμα με καθορισμένη παροχή, δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τρόπος εκκαθαρίσεως των κεφαλαίων, έτσι ανακύπτει κενό και καθίσταται αναγκαία η πλήρωσή του. Κατ’ εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, ενόψει του συμφέροντος του εργαζομένου, το οποίο σκοπούσε να προστατεύσει η προκειμένη ασφάλιση, ήταν η εκκαθάριση να γίνει με την μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής” (ΑΒΟ), δεδομένου ότι από την ημερομηνία ενάρξεως της ασφαλίσεως (1988) συνεχώς η σύνταξη υπολογίζεται με βάση την συμπληρωμένη “Συντάξιμη Υπηρεσία” και τον “Τελικό Συντάξιμο Μισθό” στην ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως και όχι με βάση τον υποθετικό μισθό που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος σε χρονικό σημείο στο μέλλον. Αυτό άλλωστε έκρινε και η πιο πάνω υπ’ αριθμ. 1214/2010 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Επίσης, δεν αποδείχθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού του “Τελικού Συντάξιμου Μισθού” (2000, 2001, 2002) παροχή στους ενάγοντες – εκκαλούντες ως μισθού, “επιδόματος παραγωγικότητας” ή νόμιμη υπερωριακή απασχόληση των εναγόντων – εκκαλούντων, έτσι δεν υπολογίσθηκαν στην ένδικη υπόθεση, (η μη νόμιμη υπερωρία, ακόμη και αν παρέχεται σταθερώς δεν αποτελεί μισθό). Αναφορικά δε με το εγγυημένο “τεχνικό επιτόκιο προεξοφλήσεως εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση κατά τα προαναφερθέντα είναι η Κ4- 4381/26.10.1979 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, η οποία θέτει 5% για το επιτόκιο αυτό, όπως άλλωστε και υπολογίσθηκε στην προκειμένη υπόθεση. Ακόμη ο Ελληνικός Πίνακας Θνησιμότητας του έτους 1990 που χρησιμοποιήθηκε στην ένδικη υπόθεση, απεικονίζει με ακρίβεια την Ελληνική πραγματικότητα, συνακόλουθα δε ο υπολογισμός των παροχών που έγινε στην ένδικη υπόθεση είναι ορθός. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τις αντιρρήσεις των αναιρεσειόντων κατά του πίνακα διανομής που συντάχθηκε μετά την εκκαθάριση των συσσωρευθέντων κεφαλαίων. Όπως από τις προαναφερθείσες παραδοχές προκύπτει, το Εφετείο τις αντιρρήσεις των αναιρεσειόντων, που αναφέρονται στην εφαρμοσθείσα κατά την εκκαθάριση μέθοδο, της δεδουλευμένης παροχής (…) αντί εκείνης της παρούσας αξίας μελλοντικής παροχής (…), που αυτοί ισχυρίζονται ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί, απέρριψε με δύο επάλληλες αιτιολογίες, η κάθε μία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της αποφάσεώς του. Ειδικότερα, με την πρώτη αιτιολογία απέρριψε τις αντιρρήσεις, διότι έκρινε ότι η μέθοδος της δεδουλευμένης παροχής, εφαρμόσθηκε ύστερα από συμφωνία ως προς το ζήτημα αυτό μεταξύ της αναιρεσίβλητης και όλων των εργαζομένων, τους οποίους αφορούσε η εκκαθάριση, μεταξύ των οποίων και όλοι οι αναιρεσείοντες, με την αποδοχή από τους τελευταίους της σχετικής προτάσεως της αναιρεσίβλητης, δια της υπογραφής από όλους και επιστροφής της ως άνω επιστολής που απέστειλε προς αυτούς η αναιρεσίβλητη, η οποία (επιστολή) περιείχε τη σχετική πρόταση. Με τη δεύτερη αιτιολογία απέρριψε τις αντιρρήσεις, διότι έκρινε πως στο επίμαχο Ομαδικό Συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα […29.9.1988 “Συμβόλαιο Διαχειρίσεως Κεφαλαίου”, μετά του Παραρτήματος του υπό τον τίτλο “Πρόγραμμα Συνταξιοδοτήσεως” και οι Πρόσθετες πράξεις], το οποίο είναι Πρόγραμμα με καθορισμένη παροχή, δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τρόπος εκκαθαρίσεως των κεφαλαίων, ανακύπτει δηλαδή κενό και καθίσταται αναγκαία η πλήρωσή του και κατ’ εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, έκρινε περαιτέρω ότι η αληθινή βούληση των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, εν όψει του συμφέροντος του εργαζομένου, το οποίο σκοπούσε να προστατεύσει η προκειμένη ασφάλιση, ήταν η εκκαθάριση των κεφαλαίων να γίνει κατά τον τρόπο της “δεδουλευμένης παροχής”, καθ’ όσον από την ημερομηνία ενάρξεως της ασφαλίσεως [1.9.1988] συνεχώς η σύνταξη υπολογίζεται με βάση την συμπληρωμένη Συντάξιμη Υπηρεσία και τον Τελικό Συντάξιμο Μισθό στην ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως και όχι με βάση τον υποθετικό μισθό που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος σε χρονικό σημείο στο μέλλον. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες της ευθείας παραβιάσεως των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών με το να δεχθεί ότι τη μέθοδο της δεδουλευμένης παροχής, ύστερα από ερμηνεία κατά τα ανωτέρω του ασφαλιστικού συμβολαίου, ήθελαν οι συμβαλλόμενοι, αλλά και της εκ πλαγίου παραβιάσεως των ίδιων κανόνων διότι ενώ δέχθηκε ότι η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση σκοπούσε να προστατεύσει το συμφέρον των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσείοντες, αντιφατικά προς την παραδοχή αυτή έκρινε ότι κατά την αληθή βούληση των συμβληθέντων, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ως μέθοδος εκκαθαρίσεως και διανομής των συσσωρευθέντων κεφαλαίων έπρεπε να εφαρμοσθεί η μέθοδος της δεδουλευμένης παροχής που είναι δυσμενέστερη για τους εργαζομένους από την μέθοδο της παρούσας αξίας μελλοντικής παροχής που είναι ευμενέστερη γι’ αυτούς. Ο λόγος αυτός βάλλοντας με τις ανωτέρω αιτιάσεις κατά της δεύτερης αιτιολογίας της προσβαλλομένης, εφόσον το διατακτικό της τελευταίας, στηρίζεται επαρκώς με την αυτοτελή πρώτη αιτιολογία, η οποία δεν προσβάλλεται με λόγο αναιρέσεως, είναι προεχόντως αλυσιτελής. Αβάσιμος είναι, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 411-412 ΑΚ και του π.δ. 178/2002, με το να δεχθεί, ότι η γενομένη μονομερώς από την αναιρεσίβλητη, την παραμονή της μεταβιβάσεως του κλάδου της επιχειρήσεως, στον οποίο απασχολούντο οι αναιρεσείοντες, από αυτήν (αναιρεσίβλητη) στην … ΒΑΝΚ ΑΕ, τροποποίηση της συμβάσεως ομαδικής ασφάλισης, κατά τον όρο της με τον οποίο ο μηνιαίος συντάξιμος μισθός θα προέκυπτε στο εξής με διαίρεση των ετησίων αποδοχών με 14,5 αντί με 14, όπως μέχρι την τροποποίηση προβλεπόταν, είναι έγκυρη, ενώ η τροποποίηση αυτή, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, ερχόμενη σε αντίθεση με τις παραβιασθείσες διατάξεις ήταν άκυρη, ως παραβιάζουσα τα δικαιώματά τους ως τρίτων, το συμφέρον των οποίων διασφάλιζε η ασφαλιστική σύμβαση, διότι, εφόσον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, το πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης αποτελούσε οικειοθελή παροχή της αναιρεσίβλητης προς τους αναιρεσείοντες και το λοιπό προσωπικό της, για την οποία ρητά είχε επιφυλάξει στον εαυτό της το δικαίωμα τροποποίησής της, εγκύρως έγινε η τροποποίηση του όρου αυτού της συμβάσεως. Ο ίδιος έβδομος λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη, η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, περί καταχρηστικής ασκήσεως εκ μέρους της αναιρεσίβλητης του δικαιώματός της να τροποποιήσει την σύμβαση ομαδικής ασφάλισης, την παραμονή μεταβιβάσεως του κλάδου της επιχειρήσεως στον οποίο εργάζονταν στην … ΒΑΝΚ Α.Ε., με μοναδικό σκοπό να περιορίσει τα δικαιώματά τους από το πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης, είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, εφόσον η αναιρεσίβλητη είχε δικαίωμα να τροποποιήσει την προαναφερόμενη οικειοθελή παροχή, δεν άσκησε το δικαίωμά της αυτό καταχρηστικά (ΑΠ 1533/2006) και συνεπώς δεν αποτελεί ο εν λόγω ισχυρισμός, ως μη νόμιμος, πράγμα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 3 του Π.Δ. 178/2002, “διότι ενώ υπήρχε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να προβεί σε διανομή του σωρευθέντος κεφαλαίου του ασφαλιστικού προγράμματος, το οποίο ανήκει στους εργαζόμενους, όπως ορίζεται από τη διάταξη αυτή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι η Τράπεζα προέβη στην εκκαθάριση των συγκεντρωθέντων κεφαλαίων, κάτι όμως το οποίο έρχεται σε αντίφαση, με τις παραδοχές της ιδίας απόφασης, που αναγνωρίζει ότι κατεβλήθη ατομικά, σε κάθε εργαζόμενο, αποζημίωση, αντίστοιχη με την αποζημίωση που κατέβαλε η αντίδικος στην συνήθη περίπτωση αποχώρησης του εργαζόμενου από την επιχείρηση, λόγω συνταξιοδότησης ή εξ άλλης (ατομικής) αιτίας (πρόωρη συνταξιοδότηση, ανικανότητα κ.λπ.), δηλαδή δέχεται ότι δεν έγινε εκκαθάριση από τον μεταβιβάζοντα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων και διανομή στους εργαζόμενους από την ασφαλιστική επιχείρηση του σωρευθέντος κεφαλαίου, αλλά μεμονωμένη εφαρμογή αποζημίωσης, ατομικά για κάθε εργαζόμενο, χωρίς να ελέγξει ποιο το ύψος των συγκεντρωθέντων κεφαλαίων και εάν πράγματι έγινε η διανομή τους στους αναιρεσσίβλητους, ως δικαιούχους. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερόμενες παραδοχές του, δέχθηκε ότι “τον Απρίλιο 2003, η εναγομένη (αναιρεσίβλητη), σε συνεργασία μετά των εκπροσώπων των 177 υπαλλήλων, ως άνω, εκκαθάρισε τα κεφάλαια και για τους 177 υπαλλήλους με τη μέθοδο της “δεδουλευμένης παροχής” και στη συνέχεια η ασφαλιστική εταιρεία … – LIFE Α.Ε.Α.Ζ., κατ’ εντολή της εναγομένης, διένειμε [“εξόφλησε” ή “κατέβαλε”], ειδικότερα στους ενάγοντες τα παρακάτω χρηματικά ποσά…” τα οποία και προσδιορίζει για τον καθένα, δέχθηκε δηλαδή το Εφετείο ότι έγινε η εκκαθάριση, των συσσωρευμένων κεφαλαίων από την αναιρεσίβλητη και τους εκπροσώπους όλων των εργαζομένων και ακολούθησε σύμφωνα με την εκκαθάριση, διανομή των εκκαθαρισθέντων κεφαλαίων από την ασφαλιστική εταιρία στους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσείοντες, σε καθένα εκ των οποίων και καταβλήθηκε το μέρος που αναλογούσε επί του συνόλου των εκκαθαρισθέντων κεφαλαίων.Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως “συνήθεις αποδοχές” ή “τακτικές αποδοχές” ή “καταβαλλόμενος μισθός”, στη σύμβαση εργασίας νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της νόμιμα παρεχομένης εργασίας (ολ ΑΠ 16/2011, ΑΠ 274/2015, ΑΠ 638/2013).
Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση (ολ ΑΠ 16/2011, ΑΠ 5/2011, ΑΠ 274/2015). Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχα δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους (ΑΠ 13/2015), όπως είναι το επίδομα παραγωγικότητας ή επίτευξης στόχων.
Δεν έχει επίσης το χαρακτήρα μισθού κατά την ως άνω έννοια η αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο μισθωτό για παράνομη εργασία, όπως είναι η παράνομη υπερωρία, αφού αυτή δεν αποτελεί νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία (AΠ 1134/2010).
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη η αναιρετική πλημμέλεια, αληθώς μόνο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της παραβιάσεως των ανωτέρω ουσιαστικών διατάξεων, όχι και από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ που αναφέρεται στο αναιρετήριο, διότι αυτή στον συντάξιμο μηνιαίο μισθό, με βάση τον οποίο υπολόγισε την αναλογία εκάστου των αναιρεσειόντων στο προϊόν της εκκαθάρισης των συσσωρευθέντων κεφαλαίων δεν υπολόγισε την αμοιβή από νόμιμη υπερωριακή απασχόληση αυτών και το επίδομα παραγωγικότητας.
Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αφού κατά τις ανωτέρω αναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, αυτή δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε, καταβολή αμοιβής για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση ή ότι καταβλήθηκε επίδομα παραγωγικότητας στους αναιρεσείοντες την τελευταία πριν από τον κρίσιμο χρόνο λήξεως της συμβάσεως ομαδικής ασφάλισης διετία, που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του συνταξίμου μισθού, κατά την σχετική ασφαλιστική σύμβαση.
Οι στον ίδιο λόγο αιτιάσεις με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της την πραγματογνωμοσύνη, από την οποία διαπιστώνεται ότι ανελλιπώς κατά την κρίσιμη διετία καταβαλλόταν στους αναιρεσείοντες αμοιβή για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση και το επίδομα παραγωγικότητος, είναι απαράδεκτες, διότι αναφέρονται στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ)
Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου μόνου της ΥΑ Κ3-9124/2001 του Υφυπουργού ανάπτυξης (ΦΕΚ Β’ 1616), περί τροποποίησης της Κ3-4382/2001, με την οποία κωδικοποιήθηκε η Κ3 -3974/1999 ΥΑ του ίδιου Υπουργού τα με την παράγραφο 1 της εν λόγω αποφάσεως (Κ3-9124) καθορισθέντα τεχνικά επιτόκια προεξόφλησης των μαθηματικών αποθεμάτων των προγραμμάτων ασφάλισης, ισχύουν για ασφαλιστήρια συμβόλαια που θα υπογραφούν μετά την θέση σε ισχύ την 1.3.2002 των νέων τιμολογίων των ασφαλιστικών εταιριών, τα δε παλαιότερα ασφαλιστήρια συμβόλαια θα εξακολουθήσουν να είναι διαχειριζόμενα με τα τεχνικά επιτόκια, με βάση τα οποία είχαν εκδοθεί και κυκλοφορήσει. Εξ άλλου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου μόνου της Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου Κ4/4381/1979 (ΦΕΚ ΑΕ και ΕΠΕ 3434/1979), με βάση την οποία είχε εκδοθεί το επίδικο ασφαλιστικό συμβόλαιο, το ανώτερο τεχνικό επιτόκιο για τον υπολογισμό ασφαλίστρων και μαθηματικών αποθεμάτων των ειδικού τύπου αποταμιευτικών συμβολαίων (Deposit Administation Funds), μεταξύ των οποίων και τα συμβόλαια ομαδικής ασφάλισης με προκαθορισμένη παροχή, καθορίσθηκε σε 5% . Επομένως το Εφετείο που, με την προσβαλλομένη απόφασή του, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερόμενες παραδοχές του, υπολόγισε τα ποσά που αναλογούν στους αναιρεσείοντες επί του προϊόντος της εκκαθαρίσεως των συσσωρευμένων κεφαλαίων του επιδίκου συμβολαίου ομαδικής ασφάλισης, στα ανωτέρω αναφερόμενα για τον καθένα εξ αυτών, με βάση τεχνικό επιτόκιο 5%, που προέβλεπε η ΥΑ Κ4/4381/1979, που ήταν εφαρμοστέα, δεν παραβίασε τις διατάξεις της αποφάσεως αυτής με την εφαρμογή της ούτε τις διατάξεις της ΥΑ Κ3-9124/2001, που δεν ήταν εφαρμοστέα, με τη μη εφαρμογή της, στην προκειμένη περίπτωση, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα.
Κατά την παράγραφο 2 της ΥΑ Κ3-4382/2001 (ΦΕΚΒ’ 847/2001) για τον υπολογισμό των μαθηματικών αποθεμάτων στα ομαδικά συνταξιοδοτικά σχήματα προκαθορισμένων παροχών (defined benefits plans) οι αναλογιστικοί υπολογισμοί γίνονται, μεταξύ άλλων τεχνικών βάσεων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, με βάση τον Ελβετικό πίνακα ζωής ΕVK 90 (παράρτημα Β στην παρούσα απόφαση) ή τον πίνακα θνησιμότητας 1990 της ΕΕΑ των σημείων α1 και α3 του εδαφ. α’ της παραγ. 1Α ανωτέρω (παράρτημα Α στην ανωτέρω απόφαση), σε συνδυασμό με την παράγ. 1Αα (σημεία α4, α5, α6) ανωτέρω…. Από τη διάταξη αυτή δεν δίνεται προτεραιότητα σε κάποιον από τους δύο πίνακες. Επομένως πρέπει να τύχει εφαρμογής, αυτός που αρμόζει σε κάθε περίπτωση.
Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, για τον υπολογισμό του αναλογούντος σε κάθε αναιρεσείοντα ποσοστού επί του προϊόντος της εκκαθαρίσεως του επιδίκου συμβολαίου ομαδικής ασφάλισης, σχετικά με την τεχνική αυτή βάση δέχθηκε, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερόμενες παραδοχές του τα εξής “Ως προς τον Πίνακα Θνησιμότητας, τέλος, αρμόζει στην προκειμένη περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ο Ελληνικός έτους 1990 [GR90] και όχι ο Ελβετικός έτους 1990 [ΕVΚ 90]. Ειδικότερα, αμφότεροι οι Πίνακες είναι αξιόπιστοι, ο Ελβετικός Πίνακας Θνησιμότητας έτους 1990, παρουσιάζει χαμηλότερη θνησιμότητα και επομένως, υψηλότερη “επιβιωσιμότητα”, και ο Ελληνικός Πίνακας Θνησιμότητας, έτους 1990 παρουσιάζει υψηλότερη θνησιμότητα και; συνεπώς; χαμηλότερη “επιβιωσιμότητα”. Αποτέλεσμα της χρησιμοποιήσεως του Ελβετικού Πίνακα Θνησιμότητας έτους 1990, είναι ο υπολογισμός ποσών υψηλότερων από τα ποσά, που προκύπτουν, εάν χρησιμοποιηθεί ο Ελληνικός Πίνακας Θνησιμότητας έτους 1990, αφού ο Ελβετικός Πίνακας Θνησιμότητας, έτους 1990, “εκτιμά” ότι οι συντάξεις θα καταβάλλονται για περισσότερα χρόνια. Από τα επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας [WORLD ΗΕΑLΤΗ ORGΑΝΙΖΑΤΙOΝ] οι δύο πληθυσμοί [Ελλήνων και Ελβετών] παρουσιάζουν διαφορετικές τιμές θνησιμότητας συγκεκριμένα, οι Ελβετοί ζουν, κατά μέσο όρο δύο έτη παραπάνω από τους Έλληνες. Έτσι, ο Ελληνικός Πίνακας Θνησιμότητας, έτους 1990 απεικονίζει, με μεγαλύτερη ακρίβεια, την ελληνική πραγματικότητα ώστε να πρέπει εν προκειμένω να χρησιμοποιηθεί”.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της ως άνω Υπουργικής Αποφάσεως (Κ3-4382/2001).
Επομένως ο πέμπτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος.Στις διατάξεις του Συντάγματος ορίζονται, μεταξύ άλλων τα εξής:
α) στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι: “Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου”,
β) στη παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι: “Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις”,
γ) στο άρθρο 22 παρ. 1 εδ. τελευταίο ότι: “Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας” και
δ) στο άρθρο 116 ότι: “Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982” (παρ.1). “Κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς και διατάξεις συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων για τη ρύθμιση αμοιβής της εργασίας που είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάστασή τους, που συντελείται το αργότερο μέσα σε τρία έτη από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος” (παρ. 3).Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα:
α) Η πρώτη (άρθρο 4 παρ. 1) θεσπίζει, όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του τελευταίου έναντι των πρώτων. Ο νομοθέτης δηλαδή δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (ολ. ΑΠ 12/1992, ΑΠ 6/1992, ΑΠ 13/1991, ΑΠ 130/2005).
Β) Η δεύτερη συνταγματική διάταξη (άρθρο 4 παρ. 2) δεν αποτελεί απλώς μερική επανάληψη της γενικής αρχής της ισότητας που καθιερώνει η πρώτη.
Πράγματι, ενώ στη γενική αυτή αρχή η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη παραμένει σημαντική, διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα, και όταν ακόμη γίνονται από το νομοθέτη, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα μόνο όταν η παράλειψή τους θα συνιστούσε (για βιολογικούς κυρίως λόγους) αυθαιρεσία.
Γ) Η τρίτη συνταγματική διάταξη (άρθρ. 22 παρ. 1 εδ. τελευταίο) καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, η οποία υποχρεώνει τον εργοδότη που χρησιμοποιεί, χωρίς διάκριση φύλου, περισσότερα, έναντι αμοιβής, πρόσωπα, τα οποία έχουν τα ίδια μεταξύ τους προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση της ίδιας κατηγορίας αναγκών, ανεξάρτητα από το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο προσέλαβε καθένα από τα πρόσωπα αυτά, να τα μεταχειρίζεται, από πλευράς παροχών, ομοιόμορφα, είτε μονομερώς, είτε συμβατικώς χορηγούνται αυτές, εκτός αν δικαιολογείται εξαίρεση ορισμένων έναντι των λοιπών εργαζομένων από ειδικό και σοβαρό, κατά αντικειμενική κρίση λόγο (ολ. ΑΠ 348/1985, ΑΠ 1191/1993, ΑΠ 130/2005).Μάλιστα, όσες διατάξεις όφειλαν, ως αντίθετες προς το άρθρο 22 παρ. 1, να αντικατασταθούν μέσα σε τρία έτη από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος και δεν αντικαταστάθηκαν, θεωρούνται πλέον καταργημένες (άρθρο 116 παρ. 3).
Επομένως, κατά την έννοια, των συνταγματικών αυτών διατάξεων, κάθε διάκριση στην αμοιβή των εργαζομένων στον ίδιο εργοδότη, όταν παρέχουν την ίδια εργασία ή εργασία ίσης αξίας, απαγορεύεται. Τούτο ισχύει, όχι μόνο όταν η διάκριση αυτή στηρίζεται αμέσως στη διαφορά του φύλου ανάμεσα στους εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, αλλά και όταν η διαφορά φύλου χρησιμοποιείται στο νόμο, στη συλλογική σύμβαση, στη διαιτητική απόφαση στον κανονισμό εργασίας που έχει ισχύ νόμου κ.λπ. ως στοιχείο προσδιοριστικό του ύψους ή της χρονικής διάρκειας της αμοιβής (ολ. ΑΠ 7/1993, ΑΠ 130/2005). Ακόμη το άρθρ. 119 της από 25/3/1957 Συνθήκης της Ρώμης, για την ίδρυση της ΕΟΚ, στην οποία η Ελλάδα προσχώρησε με την από 28/5/1979 Συνθήκη των Αθηνών, που κυρώθηκε με το Ν. 945/1979, η ισχύς της οποίας άρχισε την 1 Ιανουαρίου 1981 (άρθρ. 2 της συνθήκης προσχωρήσεως) ορίζει ότι “κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί συνακόλουθα την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (παρ. 1). Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας (παρ. 2, βλ. και οδηγία 75/117/ΕΟΚ ολ. ΑΠ 3/1995, ΑΠ 130/2005).Περαιτέρω για την εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο Ν. 1414/1984 “εφαρμογή της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις” με τον οποίο ορίζεται στο άρθρ. 5 παρ. 1 ότι “απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζομένου, όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική εξέλιξη και σταδιοδρομία, με το άρθρ. 10 παρ. 1 του ίδιου νόμου διαφυλάσσεται η ισχύς διατάξεων νόμων ή άλλων κανονιστικών πράξεων που εισάγουν διακριτική ρύθμιση επί θεμάτων στα οποία το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας και με το άρθρ. 15 ορίζεται ότι η διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διαιτητικών ή υπουργικών αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, όροι ατομικών συμβάσεων καθώς και διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού καταργούνται”.
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται γενικότερα ότι απαγορεύονται οι υπέρ ή κατά του ενός φύλου αυθαίρετες, ευμενείς ή δυσμενείς, νομοθετικές ή διοικητικές διακρίσεις, τυχόν δε υφιστάμενη ευνοϊκή ρύθμιση με βάση το φύλο, ως αντίθετη με όσα προαναφέρθηκαν, θεωρείται καταργημένη.
Από την καταργημένη ρύθμιση, το φύλο σε βάρος του οποίου γίνεται η δυσμενής διάκριση, δεν μπορεί να αρυσθεί δικαίωμα προς εξίσωση. Η ευνοϊκή ρύθμιση δηλ. που υπάρχει με βάση το φύλο, εφ’ όσον είναι αντίθετη στην αρχή της ισότητας και θεωρείται καταργημένη, δεν επεκτείνεται στο άλλο φύλο (ΑΠ 130/2005). Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και επί παροχής που έχει χαρακτήρα οικειοθελή (ΑΠ 999/2001).Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε τις αντιρρήσεις των αναιρεσειόντων, κατά του πίνακα διανομής κατά το μέρος του με το οποίο υπολογίσθηκαν τα ποσά που αναλογούσαν στους άνδρες αναιρεσείοντες με βάση την ηλικία συνταξιοδότησής τους, που στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο προβλεπόταν κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερη της αντίστοιχης των γυναικών, κρίνοντας ότι η σχετική ρύθμιση του ασφαλιστηρίου που προβλέπει μικρότερο όριο συνταξιοδότησης για τις γυναίκες θεωρείται καταργημένη, ως αντίθετη στις ανωτέρω αναφερόμενες, περί ισότητος συνταγματικές και υπερεθνικές διατάξεις και ως καταργημένη δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής και υπέρ των ανδρών.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου ανωτέρω διατάξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ έκτο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25.7.2013, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 565/16.7.2013, αίτηση των Α. Μ. κ.λπ. κατά της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία “…”, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 179/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Απριλίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ