Η παθούσα δήλωσε ότι δεν θέλει να συνεχιστεί η υπόθεση λόγω ψυχικής φόρτισης
Έπαυσε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ρόδου η ποινική δίωξη για βιασμό που βάραινε 23χρονο αλλοδαπό Βουλγαρικής καταγωγής.
Το δικαστήριο προχώρησε στην απόφασή του αυτή, παρά τις αντιδράσεις των συνηγόρων υπεράσπισης κ.κ. Στέλιου Κιουρτζή και Κώστα Αβδελή, οι οποίοι ήθελαν τη συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας, μετά πό δήλωση που έκανε η φερόμενη ως παθούσα.
Συγκεκριμένα, η 23χρονη σήμερα κοπέλα δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να συνεχιστεί η όλη διαδικασία λόγω της ψυχικής φόρτισης και του ψυχικού κόστους που θα έχει, ενόψει της δημοσιότητας που θα έχει η υπόθεση.
Κατά της δήλωσης αυτής τάχθηκαν οι δύο συνήγοροι οι οποίοι και με κοινή τους δήλωση που καταγράφηκε στα πρακτικά της δίκης, δήλωσαν ότι επιθυμούν τη συνέχιση της δίκης, ότι δεν υπάρχουν λόγοι οι οποίοι θα επιβαρύνουν ψυχικά την παθούσα κατόπιν της δήθεν αυτής δημοσιότητας που έχει λάβει η υπόθεση (και αν έχει γίνει, αυτό έγινε από την πλευρά της καταγγέλλουσας και όχι από τους κατηγορουμένους), συνεπώς πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις οι οποίες είναι απαραίτητες από το νόμο προκειμένου να τεκμηριωθεί και να αιτιολογηθεί ειδικά η συγκεκριμένη δήλωση.
Μάλιστα οι συνήγοροι εξέφρασαν την αισιοδοξία τους και την εκτίμησή τους πως εφόσον γίνονταν η δίκη κανονικά ο πελάτης θα κρίνονταν αθώος, κάτι το οποίο θα ήθελαν να γίνει με δεδομένο ότι βρέθηκε και στη φυλακή προσωρινά κρατούμενος για δύο ολόκληρους μήνες στην ηλικία των 23 ετών.
Οι ίδιοι τόνισαν πως και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη δεν σημαίνει ότι είναι αθώος, σημαίνει ότι τερματίζεται δικονομικά η υπόθεση χωρίς να ακουστεί η λέξη αθώος, «λέξη που θέλουμε να ακούσουμε και εμείς».
Μιλώντας στη «Ροδιακή» για το θέμα αυτό ο κ. Κιουρτζής τόνισε μεταξύ άλλων πως «εμείς ως υπερασπιστές επειδή δεν έχουμε δυστυχώς το δικονομικό δικαίωμα να πούμε ότι επιθυμούμε τη συνέχιση της δίκης, δεν μπορούμε να πούμε ότι αποδεχόμαστε τη συγκεκριμένη δήλωση που έκανε (αυτό είναι ένα νομικό ολίσθημα του ποινικού νομοθέτη), εμείς δηλώσαμε για να καταγραφεί στα πρακτικά ότι επιθυμούμε τη συνέχιση της δίκης.
Η καταγγέλλουσα τις δηλώσεις για ψυχική φόρτιση, τις έκανε μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που ξεκίνησε η ακροαματική διαδικασία και ξεκίνησε η κατάθεση της (παραστάθηκε ως μάρτυρας και όχι ως πολιτικώς ενάγουσα), διότι προφανώς από τα όσα είπε, τα οποία απήχαν έτη φωτός από αυτά που κατέθεσε προανακριτικά και από αυτά που κατέθεσε στην κύρια ανάκριση, κατάλαβε και η ίδια η φερομένη ως παθούσα ότι δεν αντέχουν στη βάση της κοινής λογικής και ότι σίγουρα θα κατέληγαν μετά απολύτου βεβαιότητας κατά την ταπεινή μου άποψη, στην απαλλαγή του κατηγορουμένου. Διότι τα πράγματα που ισχυρίστηκε ότι έλαβαν χώρα, τα πραγματικά περιστατικά, δεν είχαν καμία λογική και δεν ήταν δυνατόν να είχαν συμβεί έτσι όπως τα ανέφερε».
Τελικά το δικαστήριο έπαυσε εφ’ όρου την ποινική δίωξη για τον αλλοδαπό.
Η καταγγελία
Η υπόθεση, πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης όταν περί τις 20 Νοεμβρίου 2013 η 19χρονη τότε κοπέλα κατήγγειλε στην αστυνομία τα όσα της είχαν συμβεί από τον αλλοδαπό και παραπέμφθηκε σε δίκη με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Σύμφωνα με την καταγγελία, η κοπέλα είχε γνωρίσει στις αρχές Νοεμβρίου 2013 τον Βούλγαρο και είχαν καθημερινή επικοινωνία και συναντήσεις. Μία εβδομάδα αργότερα, δηλαδή στις 7 Νοεμβρίου ο 23χρονος αλλοδαπός της είπε ότι ήθελε να γνωρίσει τους γονείς του. Πράγματι η κοπέλα πήγε σπίτι του στο Φαληράκι της Ρόδου, όπου συνάντησε τους γονείς και την αδελφή του κατηγορούμενου.
Λίγη ώρα αργότερα, η οικογένεια έφυγε από το σπίτι και ο αλλοδαπός έμεινε μόνος του με την 19χρονη. Τότε ο 23χρονος της είπε πως ήθελε να ολοκληρώσουν την σχέση τους και η νεαρή κοπέλα αρνήθηκε.
Όμως σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Βούλγαρος έκλεισε την πόρτα και ανάγκασε με την βία να κάνουν έρωτα. Παρά το γεγονός ότι η κοπέλα αντιστεκόταν εκείνος δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν η 18χρονη κλαίγοντας τον απείλησε ότι θα φώναζε δυνατά για βοήθεια.
Η κοπέλα ντύθηκε και έφυγε χωρίς να πει κάτι στους γονείς της ή στους αστυνομικούς, και τελικά κατήγγειλε δύο εβδομάδες αργότερα το περιστατικό. Παρά τις έρευνες των αστυνομικών ο Βούλγαρος διέφευγε της σύλληψης, ενώ τον Μάρτιο του 2014 σε βάρος του εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και αναζητούνταν.
Τελικά ο 23χρονος συνελήφθη στις 25 Μαΐου 2016 στις 4.30 το απόγευμα από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου με αφορμή το ένταλμα για την υπόθεση αυτή και οδηγήθηκε στη φυλακή. Δια των δικηγόρων του κ.κ. Στέλιου Κιουρτζή και Κώστα Αβδελλή προσέφυγε στο Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου επικαλούμενος ότι έχει γίνει λάθος από τις διωκτικές αρχές αναφορικά με τον τόπο κατοικίας του καθώς ο ίδιος δηλώνει ότι διέμενε και διαμένει μόνιμα τα τελευταία χρόνια στο Φαληράκι της Ρόδου μαζί με την οικογένειά του.
Σε ό,τι αφορά την καταγγελία του βιασμού που έχει γίνει σε βάρος του ο ίδιος αρνείται κάθε εμπλοκή στην υπόθεση και δηλώνει πως η 19χρονη τότε κοπέλα προέβη σε καταγγελία εις βάρος του για λόγους εκδίκησης επειδή είχε διακόψει κάθε σχέση μαζί της.
Τελικά το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφάσισε να αφεθεί ελεύθερος ο 23χρονος με τους όρους της καταβολής ποσού 1.000 ευρώ ως εγγυοδοσία και απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.