ΚΥΠΡΟΣ : Πολύ σημαντική απόφαση εξέδωσε το Διοικητικό Δικαστήριο της Κύπρου, καθώς ακύρωσε απόφαση του Υπουργείου Άμυνας με την οποία με την οποία απορρίφθηκε αίτημα πολίτη για αναγνώριση του ως αντιρρησία συνείδησης προκειμένου να υπηρετήσει εναλλακτική στρατιωτική θητεία. Ο λόγος ακύρωσης αφορούσε στην παραβίαση του άρθρου 53(13) του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου, Ν. 19(Ι)/2011 σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 43 (3), (4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999 επειδή απαγορεύθηκε στον δικηγόρο του αιτητή να παρευρεθεί ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής κατά την ημέρα της συνέντευξης του αιτητή προς υποστήριξη της αίτησής του, σε συνδυασμό, με το ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα (γραπτώς ή προφορικώς) στο δικηγόρο του να υποστηρίξει το αίτημα του αιτητή, όπως ο τελευταίος έκρινε, ότι χρειαζόταν.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ο αιτητής, ανήλικος, Μάρτυρας του Ιεχωβά, υπέβαλε αίτημα για αναγνώριση του ως αντιρρησία συνείδησης και για να υπηρετήσει εναλλακτική κοινωνική θητεία, μέσω του Στρατολογικού Γραφείου Λάρνακας, υποβάλλοντας και διάφορα έγγραφα, προς υποστήριξη του εν λόγω αιτήματος του.
Το αίτημα εξετάστηκε από Ειδική Επιτροπή η οποία προβλέπεται από το άρθρο 53 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου, Ν. 19(Ι)/2011 η οποία συνεδρίασε την 3.6.2016, για εξέταση των σχετικών αιτημάτων που είχαν υποβληθεί. Ο αιτητής κλήθηκε να παραστεί στην συνεδρίαση αυτοπροσώπως ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής , ωστόσο όταν αυτός παρουσιάστηκε, συνοδευόμενος από το δικηγόρο του, ό οποίος ζήτησε από την Ειδική Επιτροπή να του δοθεί η άδεια, να παραμείνει στην αίθουσα για να υποστηρίξει το αίτημα του πελάτη του και για να του δοθούν αντίγραφα των πρακτικών, η Επιτροπή απέρριψε το του δικηγόρου με την αιτιολογία, ότι πρόκειται για προσωπική συνέντευξη, κατά την οποία ο αιτητής καλείται να παρουσιάσει τις δικές του προσωπικές πεποιθήσεις, οι οποίες να υποστηρίζουν το αίτημα του και η Επιτροπή επιθυμεί να ακούσει και να αξιολογήσει τον ίδιο τον αιτητή για τις ιδεολογικές του τοποθετήσεις και όχι με τη βοήθεια οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Μάλιστα η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει και πρακτικά της συνεδρίασης και κατόπιν γνωμοδότησε, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, για αναγνώριση του ως αντιρρησία συνείδησης για σκοπούς εκπλήρωσης εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας. Το αποτέλεσμα ήταν το αίτημα να απορριφθεί από τον Υπουργό Άμυνας, αφού έλαβε υπόψη την πιο πάνω απορριπτική εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής.
Ο ανήλικος με την προσφυγή του κατά της απορριπτικής απόφασης ήγειρε ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος του να παραστεί στην ακρόαση της αίτησης του με δικηγόρο της επιλογής του. Όπως αναφέρεται, η άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την παρουσία του δικηγόρου του αιτητή στην εν λόγω ακρόαση ενώπιον της, συνιστούσε, κατά τον αιτητή, παραβίαση του άρθρου 6(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και του άρθρου 12 (γ) του Συντάγματος, ως θέμα παραβίασης δίκαιης δίκης. Η πλευρά του αιτητή παρέπεμψε σε διάφορες αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες, το άρθρο 6(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βρίσκει εφαρμογής και σε διοικητικές διαδικασίες. Υποστήριξε επίσης, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάστηκε η υποχρέωση, ως γνωμάτευσε η Επιτροπή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπως «Σε περιπτώσεις όπου τα παιδιά εμπλέκονται σε διαδικασίες ασύλου ή διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, θα πρέπει, εκτός από το διορισμό επιτρόπου, να είναι εφοδιασμένα με νομική εκπροσώπηση».
Κατά τον αιτητή, παρατηρείται και παραβίαση του άρθρου 47 του Χάρτη των θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα υπεράσπισης και κατάλληλης νομικής εκπροσώπησης ανήλικου παιδιού. Ο αιτητής, διατείνεται, με βάση τα όσα αναφέρει, ότι «όχι μόνο δεν δόθηκε το δικαίωμα στον Αιτητή (να) λάβει νομική εκπροσώπηση, αλλά επίσης του στερήθηκε όταν κάλεσε τον Δικηγόρο του κατά την ακρόαση της αίτησης του για Εναλλακτική Θητεία για να τον αντιπροσωπεύσει και να τον συμβουλεύσει αναλόγως.».
Το Διοικητικό Δικαστήριο με ορθά νομικά τεκμηριωμένο σκεπτικό δικαίωσε τον αιτητή αναγνωρίζοντας ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε ακρόαση από τη Διοίκηση και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Παρατίθεται αμέσως παρακάτω αυτούσιο το σκεπτικό του Δικαστή Γ.Σεραφείμ (δημοσίευση απόφασης cylaw.org):
“Καταρχήν, είναι ορθό να τονιστεί, ότι, όντως, στο άρθρο 53(13) του Νόμου, ορίζεται ειδικά το δικαίωμα για προηγούμενη ακρόαση από την Ειδική Επιτροπή ενδιαφερομένου να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας συνείδησης προσώπου, αλλά και ως υποχρέωση της καθ’ ης η αίτηση, όπως οι θέσεις του αιτητή ακουστούν, σε περίπτωση που το αίτημα του δεν κριθεί, ήδη, δικαιολογημένο, με βάση τα δικαιολογητικά που έχει υποβάλει.
Αναφέρεται , συγκεκριμένα, κατά λέξη στο εν λόγω άρθρο 53(13) του Νόμου, με δικές μου υπογραμμίσεις:
«(13) Η Ειδική Επιτροπή εξετάζει τις υποθέσεις των ενδιαφερόμενων που ζητούν να αναγνωρισθούν ως αντιρρησίες συνείδησης και τους δίνει την ευκαιρία να ακουσθούν, εκτός εάν το αίτημά τους κριθεί δικαιολογημένο μέσα από τα δικαιολογητικά που υποβάλλουν:
Νοείται ότι, η Ειδική Επιτροπή δύναται να διενεργεί σχετική αυτεπάγγελτη έρευνα ή να ζητά τη συνδρομή και συμβουλή ειδικών εμπειρογνωμόνων, ανάλογα με την περίπτωση, αν κρίνει τούτο αναγκαίο.»
Είναι σαφές από το λεκτικό της πιο πάνω παραγράφου, ότι το δικαίωμα του αιτητή και η ταυτόχρονη υποχρέωση της καθ’ ης η αίτηση να ακουστεί ο αιτητής, υφίσταται σε περίπτωση που το αίτημα του δεν κριθεί, ήδη, δικαιολογημένο, με βάση τα δικαιολογητικά που έχει υποβάλει και, άρα, κατ’ ακολουθία, δεν δύναται να θεωρείται ο αιτητής, ότι έχει ήδη ακουστεί, με βάση μόνο όσα έχει αναφέρει στην αίτηση του, αν, με βάση μόνο τα δικαιολογητικά που με την αίτηση του προσκόμισε, το αίτημα του δεν κρίθηκε δικαιολογημένο.
Η πιο πάνω ειδική πρόνοια για ακρόαση, σαφώς, καταρχήν, καθιστά αχρείαστη την παραπομπή και την ενασχόληση με την περιπτωσιολογία, στην οποία τέτοιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και εκεί που δεν ορίζεται ειδικά σε νομοθέτημα, ως καθορίζεται στο άρθρο 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, ο οποίος σαφώς, από το ίδιο το λεκτικό του, στην περίπτωση ειδικής διατάξεως, λειτουργεί συμπληρωματικά («43(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο.»).
Όμως, κατά την κρίση μου, η ύπαρξη του άρθρου 53(13) του Νόμου, δεν αποκλείει την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 43 (3), (4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999, οι οποίες ορίζουν, κατά λέξη, ότι:
«43 (3) Το δικαίωμα ακρόασης ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε διά δικηγόρου της εκλογής του ενδιαφερομένου.
(4) Η ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό, αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο νόμος ορίζει το αντίθετο.
Οι πιο πάνω πρόνοιες σαφώς δεν επηρεάζονται, αφού τίποτε στο άρθρο 53(13) του Νόμου δεν προνοεί, για το πώς πραγματώνεται συγκεκριμένα το δικαίωμα ακρόασης που παρέχεται και, άρα, ισχύουν επικουρικά ή συμπληρωματικά και στην παρούσα περίπτωση.
Η θέση, τώρα, ότι το δικαίωμα ακρόασης ικανοποιήθηκε ή παραγματώθηκε απλά και μόνο δια της αυτοπρόσωπης παρουσίας του αιτητή, με βάση το άρθρο 53(14) τουΝόμου, ανεξάρτητα αν ο αιτητής ζήτησε να είναι παρόν με δικηγόρο και δεν του επιτράπηκε, κατά την κρίση μου δεν μπορεί να ευσταθήσει. Αφ’ ενός, διότι είναι καθαρό, ότι η πρόκληση για αυτοπρόσωπη παρουσία του ενδιαφερομένου, βάση του άρθρου 53(14) του Νόμου, είναι δυνητική ενέργεια, ενώ η παροχή ακρόασης υποχρεωτική, με βάση το άρθρο 53(13) του Νόμου. Αν, δηλαδή, αποφασιζόταν να μην κληθεί ο αιτητής αυτοπροσώπως, πως θα πραγματωνόταν η υποχρέωση της διοίκησης για παροχή δικαιώματος ακρόασης του αιτητή; Δεν θα μπορούσε αυτή η ακρόαση να γίνει και γραπτώς ή προφορικώς μέσω παραστάσεων του δικηγόρου του αιτητή ή του ιδίου του αιτητή, εάν αυτός το επιθυμούσε; Αφ’ ετέρου, η πρόκληση για αυτοπρόσωπη παρουσία του αιτητή, είναι για να υποβληθεί σε συνέντευξη, ως η ίδια η καθ’ ης η αίτηση έχει αναφέρει. Ο σκοπός, δηλαδή, δεν είναι για να ακουστεί ο αιτητής επί όλων των θεμάτων που επιθυμεί, ίσως, να τοποθετηθεί, προς υποστήριξη της αίτησης του, αλλά πρωτίστως προς εξέταση του από την καθ’ ης η αίτηση. Ως αναφέρθηκε και στην απόφαση ημερομηνίας 15.9.2016 (αγγλικό κείμενο) Αίτηση Αρ. 66899/14 CASE OFPAPAVASILAKIS V. GREECE του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής «ΕΔΑΔ»), στην οποία εξετάστηκε η διαδικασία που ακολουθείται για τέτοιες περιπτώσεις στην Ελλάδα, με παρόμοιες διατάξεις όπως και στην Κύπρο, η σημασία της προφορικής συνέντευξης είναι η ακόλουθη:
«54. It is not disputed that the purpose of the procedure before the special committee under section 62 of Law no. 3421/2005 is to assess the seriousness of the individuals’ beliefs and to thwart any attempt to abuse the possibility of an exemption on the part of individuals who are in position to perform their military service. Τhe Court acknowledges the value of an interview of this kind, seeing that the risk that certain conscripts might pretend to be conscientious objectors cannot be entirely ruled out.».
Στην ίδια απόφαση (ανωτέρω) του ΕΔΑΔ αποφασίστηκε ή επαναλήφθηκε ορθότερα, ως γενική αρχή, ότι η σχετική διαδικασία (εκεί ενώπιον της ανάλογης ελληνικής Ειδικής Επιτροπής) πρέπει να παρέχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις αμερόληπτης και ανεξάρτητης κρίσης.
Στην παρούσα περίπτωση, ως προαναφέρθηκε, ο αιτητής παρουσιάστηκε, όπως του ζητήθηκε, ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής, συνοδευόμενος από το δικηγόρο του, ο οποίος ζήτησε να του δοθεί η άδεια να παραμείνει στην αίθουσα για να υποστηρίξει το αίτημα του πελάτη του και για να του δοθούν αντίγραφα των πρακτικών. Το αίτημα του δικηγόρου του αιτητή απορρίφθηκε από την Ειδική Επιτροπή με την αιτιολογία, ότι πρόκειται για προσωπική συνέντευξη, κατά την οποία ο αιτητής καλείται να παρουσιάσει τις δικές του προσωπικές πεποιθήσεις, οι οποίες να υποστηρίζουν το αίτημα του και η Ειδική Επιτροπή επιθυμεί να ακούσει και να αξιολογήσει τον ίδιο τον αιτητή για τις ιδεολογικές του τοποθετήσεις και όχι με τη βοήθεια οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Όσον αφορά την παραχώρηση των πρακτικών για την εν λόγω προσωπική συνέντευξη, ο δικηγόρος του αιτητή, επίσης, εισέπραξε άρνηση.
Προκύπτει με σαφήνεια, από τα ενώπιον μου δεδομένα, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής, μέχρι και την έκδοση της τελικής απόφασης, με την οποία να δόθηκε δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή, πέραν από αυτή με την οποία υποβλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη. Ο αιτητής, όμως, ζήτησε, προς πλήρη υποστήριξη του αιτήματος του, την παρουσία και του δικηγόρου του στην μόνη, ως διαφάνηκε, διαδικασία, στην οποία είχε τη δυνατότητα να το πράξει (δεν φαίνεται ούτε να δόθηκε, σε οποιοδήποτε στάδιο, δικαίωμα υποβολής γραπτών παραστάσεων). Η πλήρης υποστήριξη του αιτήματος, δηλαδή η πραγμάτωση του δικαιώματος ακρόασης, δεν αφορά μόνο τα όσα ο αιτητής, στην προφορική του συνέντευξη δύναται να αναφέρει, ώστε να πείσει την Ειδική Επιτροπή για την σοβαρότητα και ειλικρίνεια των ισχυρισμών και πεποιθήσεων του, αλλά σαφώς περιλαμβάνει και τα όποια νομικά και άλλα επιχειρήματα, προς υποστήριξη της αιτήσεως του στο σύνολο της, ως αποτελεί υποχρέωση της Ειδικής Επιτροπής να ακούσει, στα πλαίσια πραγμάτωσης του άρθρου 53(13) του Νόμου, για την παράθεση των οποίων ο ίδιος ο αιτητής προφανώς, επιθυμούσε την υποστήριξη του από δικηγόρο. Σημειώνεται, ότι ο αιτητής, στην παρούσα περίπτωση ήταν, όντως, κατά την ημέρα διεξαγωγής της συνέντευξης του, ακόμη ανήλικος (δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών) και δεν πρέπει να συγχύζεται το δικαίωμα επιλογής και άσκησης των πεποιθήσεων του από τον ίδιο, το οποίο, όντως, μπορεί ήδη από την ηλικία των 16 να πράξει, με την πλήρη ικανότητα του υποστήριξης της εδώ αιτήσεως του, πόσο μάλλον και από νομικής σκοπιάς και επιχειρημάτων. Διευκρινίζεται, ότι, προφανώς ζητήθηκε η παρουσία του δικηγόρου όχι για να εξεταστεί αυτός στη θέση του πελάτη του αιτητή ή για να επεμβαίνει στη διαδικασία εξέτασης του αιτητή, αλλά για να υποστηρίξει το αίτημα του πελάτη του, στα πλαίσια του δικαιώματος ακρόασης που ο αιτητής είχε, με βάση το άρθρο 53(13) του Νόμου και δεν βλέπω πως η παρουσία του δικηγόρου στην αίθουσα και μόνο, αν είχε επιτραπεί, θα παρεμπόδιζε την Ειδική Επιτροπή από το να αντεπεξέλθει στο εν λόγω καθήκον της. Ακόμη, όμως, και αν ο δικηγόρος επιχειρούσε να παρεμβαίνει στην εξέταση του αιτητή, η Ειδική Επιτροπή θα μπορούσε να λάβει, σε τέτοια περίπτωση, τα δέοντα μέτρα, στη χειρότερη περίπτωση, εκεί που θα δικαιολογείτο κάτι τέτοιο, να απαιτήσει και την αποχώρηση του δικηγόρου. Δεν δύναται, όμως a priori να θεωρεί την παρουσία δικηγόρου, κατά τη συνέντευξη, ως παρεμπόδιση του έργου της.
Στο σύγγραμμα του Καθηγητή Α.Ι. Τάχου «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 6η έκδοση, 2000, εκεί σελ. 545 αναφέρονται και τα εξής, με δικές μου υπογραμμίσεις:
«Στην προστασία που παρέχει το άρθρο 20 §2 του Συντ. εμπεριέχεται και το δικαίωμα του διοικουμένου να τον ακροασθεί η διοίκηση με πληρεξούσιο δικηγόρο ή και με δικηγόρο (βλ. και ΔιοικΕφΑθ 1090/1993, ΔιΔικ, 1993,1221 και §105,6………………
- Σε περίπτωση που η διοικητική αρχή δεν τηρήσει την συνταγματική επιταγή, δηλ. δεν καλέσει, αποδεδειγμένα, τον ενδιαφερόμενο ή δεν του επιτρέψει να ασκήσει το δικαίωμα της ακρόασης, τότε η διοικητική πράξη θα είναι παράνομη.Διότι η ακρόαση αποτελεί ουσιώδη τύπο, συνταγματικά κατοχυρωμένο, της διοικητικής διαδικασίας.»
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, κρίνω, ότι στην παρούσα υπόθεση, με τα δεδομένα της ως αναλύθηκαν ανωτέρω, έχει, δια της απαγόρευσης στον δικηγόρο του αιτητή να παρευρεθεί ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής κατά την ημέρα της συνέντευξης του αιτητή προς υποστήριξη της αιτήσεως του αιτητή, σε συνδυασμό, με το ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα (γραπτώς ή προφορικώς) στο δικηγόρο του αιτητή να υποστηρίξει το αίτημα του αιτητή, ως ο τελευταίος έκρινε, ότι χρειαζόταν, παραβιαστεί το άρθρο 53(13) του Νόμου σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 43 (3), (4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999”. (δημοσίευση απόφασης 3/10/2017-Υπόθεση αρ.1063/2016/ cylaw.org)