Γιώργου Αθανασιάδη
Τη στιγμή που στην Ελλάδα η συζήτηση για τα εργασιακά ζητήματα περιορίζεται στο εάν θα αναθεωρηθεί ο… συνδικαλιστικός νόμος και στο κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση θα εφαρμόσει τα προ-απαιτούμενα της επόμενης αξιολόγησης, στην Ευρώπη μια νέα πρόταση σχετικά με την απόσπαση των εργαζομένων στην ΕΕ έχει πυροδοτήσει σφοδρές αντιδράσεις κυρίως από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Τι είναι η όμως η απόσπαση εργαζομένων;
“Αποσπασμένος” είναι ο εργαζόμενος που έχει σταλεί από τον εργοδότη του να ασκήσει μια δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος για προσωρινή περίοδο, ενώ εξακολουθεί να υπάγεται στην κοινωνική ασφάλιση της χώρας προέλευσης του.
Κύριος στόχος της αναθεώρησης της ισχύουσας από το 1996 οδηγίας (96/71/EΚ) είναι η ισότιμη αντιμετώπιση των εργαζομένων ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για εγχώριους ή αποσπασμένους και η εξάλειψη του κοινωνικού “ντάμπινγκ” στην ΕΕ.
Μετά από 18 μήνες εντατικών διαπραγματεύσεων, ψηφίσθηκε τις προηγούμενες μέρες στην Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η θέση των ευρωβουλευτών επί της προταθείσας αναθεώρησης, ανοίγοντας το δρόμο για την επίτευξη ενός συμβιβασμού και στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ. Ο συμβιβασμός περιλαμβάνει την υποχρεωτική εφαρμογή ίδιων αποδοχών για εγχώριους και αποσπασμένους εργαζομένους σε αντίθεση με τα κατώτατα όρια αμοιβών που ισχύουν σήμερα, όπως επίσης και τη θέσπιση ορίου 24 μηνών για την απόσπαση με δυνατότητα παράτασης.
Η επίτευξη συμφωνίας χαιρετίστηκε ως μια νίκη των εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά και μια επιβεβαίωση του κοινωνικού της Ευρώπης. Πρόκειται, όντως, για μια νίκη των εργασιακών δικαιωμάτων στην Ευρώπη;
Η βασική ιδέα ότι “η ίδια εργασία στον ίδιο τόπο πρέπει να αμείβεται κατά τον ίδιο τρόπο” είναι επί της αρχής σωστή και δίκαιη. Είναι γεγονός, ότι στο παρελθόν υπήρξαν φαινόμενα εκμετάλλευσης μέσω καταχρηστικών μορφών απόσπασης και συμβάσεων υπεργολαβίας. Είναι, επίσης, γεγονός ότι η εμφάνιση των αποσπασμένων εργαζομένων έχει ασκήσει πίεση στους μισθούς σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως ο κατασκευαστικός. Η αναθεώρηση της οδηγίας ενισχύει, υπό αυτή την έννοια, τα δικαιώματα των αποσπασμένων εργαζομένων, εξισώνοντας τα με αυτά των εγχώριων, ενώ παράλληλα ανακουφίζει τους εγχώριους εργαζομένους από έναν αθέμιτο μισθολογικό ανταγωνισμό.
Δυστυχώς, ωστόσο, η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η αναβάθμιση των δικαιωμάτων των αποσπασμένων εργαζομένων θα συντελεστεί ταυτόχρονα με την νομοτελειακή αριθμητική συρρίκνωσή τους.
Οι μισθοί των εργαζομένων σε συγκεκριμένους κλάδους έχουν πιεστεί κυρίως λόγω της αδήλωτης εργασίας και όχι λόγω της απόσπασης εργαζομένων, οι οποίοι δηλώνονται κανονικά. Καθώς, οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,7% της συνολικής απασχόλησης στην ΕΕ, η δαιμονοποίηση τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ενώ οι καταχρηστικές μορφές απόσπασης θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μέσω της εφαρμογής της υπάρχουσας νομοθεσίας (οδηγία εφαρμογής 2014/67/EΕ).
Επιπλέον, η συζήτηση για το τί ακριβώς συνιστά κοινωνικό ντάμπινγκ στα πλαίσια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Για ποιόν λόγο η περίπτωση του Πολωνού εργάτη, ο οποίος αποσπάται για 4 μήνες στη Γαλλία αποτελεί κοινωνικό ντάμπινγκ, ενώ θεωρείται θεμιτός ανταγωνισμός η μετεγκατάσταση της παραγωγής μιας ελληνικής εταιρείας στη Βουλγαρία, όπου το μισθολογικό κόστος είναι πολύ μικρότερο; Η σύγκριση μπορεί να μοιάζει εκ πρώτης όψεως ανόμοια, αλλά ως προς τον εργαζόμενο, που χάνει τη δουλειά του, λόγω μετεγκατάστασης της παραγωγής, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών του, λόγω ανταγωνισμού από χώρες με χαμηλότερα εργασιακά πρότυπα. Το πρόβλημα είναι το αφήγημα που χρησιμοποιείται πλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζει την προταθείσα παρέμβαση στο γεγονός ότι οι μισθολογικές διαφορές στρεβλώνουν το ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ εταιρειών. Αυτό μπορεί να είναι αληθές, αλλά το ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού υπονομεύεται και από μια σειρά άλλων παραγόντων, όπως π.χ. το πολλαπλάσιο κόστος δανεισμού μιας ελληνικής επιχείρησης συγκριτικά με μια γερμανική εταιρεία. Τέτοιου είδους στρεβλώσεις, δυστυχώς, δεν βρίσκονται ψηλά στην ευρωπαϊκή ατζέντα.
Η προταθείσα αναθεώρηση, δικαίως, έχει ερείσματα στις υψηλά αμειβόμενες εργασιακές σχέσεις της Δυτικής Ευρώπης, ενώ σε συγκεκριμένους κλάδους όπως στον τομέα των μεταφορών (ο οποίος ορθά πάει να ρυθμιστεί από ξεχωριστή θεματική νομοθεσία), αποτελεί μια αναγκαιότητα, λόγω της φύσης της δουλειάς και του διασυνοριακού της χαρακτήρα. Θα ήταν ωστόσο τουλάχιστον υποκριτικό να αποδοθούν στην πρωτοβουλία άλλου είδους κίνητρα, όταν βασική επιδίωξη είναι μια ξεκάθαρη μορφή προστατευτισμού.
Ίσως είναι η πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, που επιχειρείται μια νομοθετική πρωτοβουλία που πηγαίνει αντίθετα προς την πάγια μέχρι σήμερα τάση απελευθέρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Η τάση αυτή συμβαδίζει με ένα νέο είδος προστατευτισμού που έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται διεθνώς, ενώ έρχεται σε πλήρη αντιστοιχία με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια περιοχή της Γαλλίας, η οποία είναι και η πιο ένθερμη υπέρμαχος των επιχειρούμενων αλλαγών, υιοθετήθηκε το 2017 διάταξη όπου καθιστά παράνομη την πρόσληψη εργαζομένων σε κατασκευαστικά έργα που χρηματοδοτούνται με δημόσια χρηματοδότηση, εάν δεν μιλούν την γαλλική γλώσσα (Molière clause). Είναι προφανές, ότι με την κατάλληλη χρήση νομικών και πολιτικών επιχειρημάτων, ακόμη και η πιο απροκάλυπτη μορφή διάκρισης μπορεί να νομιμοποιηθεί.
Για την Ελλάδα το θέμα της απόσπασης των εργαζομένων δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινή γνώμη, καθώς τόσο η μαζική μετεγκατάσταση της παραγωγής σε χώρες όπως η Βουλγαρία, όσο και η εκτεταμένη εφαρμογή της αδήλωτης εργασίας δεν άφησε πολλά περιθώρια για απόσπαση εργαζομένων.
Η Ελλάδα σε επίπεδο Συμβουλίου έχει ταχθεί υπέρ της αναθεώρησης. Αυτή είναι μια στάση που επιβάλλεται για συναισθηματικούς, ιδεολογικούς αλλά και ρεαλιστικούς λόγους. Συναισθηματικούς γιατί θέλουμε να νιώθουμε κομμάτι του σκληρού πυρήνα, ιδεολογικούς γιατί μια αριστερή κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να πάει κόντρα σε μια προβαλλόμενη φιλολαϊκή μεταρρύθμιση, και ρεαλιστική γιατί καλώς ή κακώς μας δανείζει η Γαλλία και η Γερμανία και όχι η Πολωνία.
Παρόλα αυτά, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, είτε το θέλουμε είτε όχι, η Ελλάδα του 2017 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 2004. Μισθολογικά ανήκουμε πλέον στην κατηγορία των χαμηλόμισθων με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα εμφανίζει μετά το 2010 από τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης αποστολής αποσπασμένων εργαζομένων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αν και οι απόλυτοι αριθμοί κινούνται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα, η αύξηση αυτή είναι ενδεικτική μιας τάσης που κάνει σταδιακά την εμφάνιση της. Φυσικά, και η στάση της χώρας σε τέτοιου είδους ζητήματα πρέπει να συμπίπτει με τα μακροχρόνια στρατηγικά συμφέροντα και τα ηθικά προτάγματα που η ίδια θέτει. Αυτό, όμως, που πρέπει επειγόντως να γίνει είναι μια συνολική επαναξιολόγηση της κατάστασης της ελληνικής αγοράς εργασίας, των αναγκών της αλλά και των ανταγωνιστικών της πλεονεκτημάτων μέσα σε μια ανοικτή ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
* Ο Γιώργος Αθανασιάδης είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο