(Αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης – Προυπόθεση η σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας – Περίπτωση που με τον κανονισμό έχει παράλληλα προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης,)
Απόφαση 1116 / 2017 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του εδαφίου α του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με την συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω β.δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το αρθρ. 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρ. 8 εδ. β’ και γ’ του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρ. 8 § 4 του ν.δ. 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 5 § 1 του ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για την χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν τα 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι τα 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για την χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των αρθρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, και 9 του ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 16/18-7-1920,πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση.
Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου και την θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα:
α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διάταξης προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση, όμως, που με τον κανονισμό έχει παράλληλα προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, εφόσον δε αυτή πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου (Ολ ΑΠ 1110/1986).
β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει την συνδρομή του στοιχείου αυτού.
γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων, και την συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη (βλ. ΑΠ 170/2013)
ΑΠ 1116/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Θεόδωρο Τζανάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ομόρρυθμης εταιρείας τελούσης υπό εκκαθάριση με την επωνυμία “… ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.” που εδρεύει στη …, νομίμως εκπροσωπούμενης από τους εκκαθαριστές της, 2) Δ. Σ. του Η., 3) Ε. Π. του Α., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Γλυκό, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Τ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπανδρουλάκη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35498/2011 μη οριστική και 2192/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1699/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-12-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Τζανάκης ανέγνωσε την από 18-1-2017 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η οποία θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο που προβλέπεται από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συντελείται, όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, μολονότι κατά τις παραδοχές της σχετικής απόφασής του δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν αυτό δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, αν και σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασής του υπήρχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2005).
Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του εδαφίου α του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με την συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω β.δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το αρθρ. 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρ. 8 εδ. β’ και γ’ του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρ. 8 § 4 του ν.δ. 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 5 § 1 του ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για την χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν τα 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι τα 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για την χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των αρθρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, και 9 του ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 16/18-7-1920,πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση.
Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου και την θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα:
α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διάταξης προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση, όμως, που με τον κανονισμό έχει παράλληλα προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, εφόσον δε αυτή πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου (Ολ ΑΠ 1110/1986).
β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει την συνδρομή του στοιχείου αυτού.
γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων, και την συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη (βλ. ΑΠ 170/2013).Κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφάρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παραβίαση. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή καλύπτονται τα κενά, που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης των μερών. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα αρθρ. 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας με την προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 426/2010), είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έτσι χρειάζονταν κατάλληλη συμπλήρωση ή ερμηνεία με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 1971/2013 ΑΠ 416/1993, ΑΠ 832/2009, ΑΠ 574/2010 ). Eξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου νοείται το διαγνωστικό σφάλμα (εσφαλμένη ανάγνωση) του δικαστηρίου εξαιτίας του οποίου αποδόθηκε στο έγγραφο περιεχόμενο διαφορετικό από το αληθινό και το οποίο ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως εφόσον συνέβαλε αποκλειστικά ή κατά κύριον λόγο στη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου και έτσι αυτό κατέληξε σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 196/2012, ΑΠ 13/2007, 305/2009 ).
Στη προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 13.05.2014 έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης και εξαφανίσθηκε η 2192/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ακολούθως με την προσβαλλόμενη υποχρεώνονται οι εναγόμενοι ο καθένας εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη το ποσό των 21.567,72 ευρώ, (με το νόμιμο τόκο από 01.08.2010), οφειλόμενο από αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/1955.
Ήδη οι αναιρεσείοντες προβάλλουν με την αίτηση αναίρεσης τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο υπέπεσε, α) στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, επειδή παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/1955, β) στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, διότι οδηγήθηκε σε ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των μερών για την συγκατάθεση του εργοδότη, χωρίς να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, γ) στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, διότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό.
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: ” Η ενάγουσα προσλήφθηκε την 1η Νοεμβρίου 1977, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εταιρία με την επωνυμία “… ΣΙΑ ΟΕ” προκειμένου να εργαστεί ως πωλήτρια στην επιχείρηση λιανικής και χονδρικής πωλήσεως παιδικών ενδυμάτων, ειδών βάπτισης και ανάληψης αντιπροσωπειών, της τελευταίας, στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού … όπου και πράγματι εργάσθηκε με καθεστώς πλήρους απασχόλησης από το ως άνω έτος. Στις 30/11/1987 η άνω ΟΕ μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “… ΣΙΑ ΑΕ”, ακολούθως στις 31/10/1994 μετατράπηκε σε ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “… ΣΙΑ ΟΕ” και στη συνέχεια τροποποιήθηκε η επωνυμία της σε “… ΣΙΑ ΟΕ”, που είναι η εναγομένη, ομόρρυθμα μέλη και νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της οποίας είναι ο δεύτερος και η τρίτη εναγόμενοι, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από την προαναφερόμενη εργασιακή της σύμβαση. Με την παραπάνω ειδικότητα η ενάγουσα εργάστηκε έως την 31.7.2010 οπότε αποχώρησε οικειοθελώς, για την αποχώρησή της η εκκαλούσα είχε ειδοποιήσει σχετικώς την εναγόμενη με το από 29/6/2010 έγγραφο της, στο οποίο ανέφερε επί λέξει “Μετά από τις μεταξύ μας συζητήσεις, σας ενημερώνω ότι σκοπεύω: να εργαστώ στο κατάστημα σας μέχρι τέλος Ιουλίου, και κατόπιν στις 1η Αυγούστου αυτού του χρόνου, να καταθέσω αίτηση να συνταξιοδοτηθώ”. Το σχετικό έγγραφο φέρει την υπογραφή τόσο της ενάγουσας όσο και του δευτέρου εναγόμενου Δ. Σ., ομορρύθμου εταίρου και διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας, σύμφωνα με το Καταστατικό της, που υπέγραψε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρίας, δίπλα από την εταιρική επωνυμία. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ή εναγόμενη συναίνεσε στην αποχώρηση της και προφορικά, αλλά και εγγράφως, με την υπογραφή της που έθεσε στο ως άνω από 29/6/2010 έγγραφο της, και ότι η συγκατάθεση της αυτή, που δόθηκε πριν την αποχώρηση της από την εργασία της, είναι σαφής και αναμφίβολη. Τον ισχυρισμό αυτό της εναγόμενης ενισχύει και το περιεχόμενο της κατάθεσης της μάρτυρος της ενάγουσας Δ. Δ., εργαζόμενης στο ίδιο κατάστημα της εναγομένης με την ενάγουσα μέχρι στις 10/2/2010, που αποχώρησε οικειοθελώς, η οποία έχει άμεση αντίληψη των όσων κατέθεσε, και σύμφωνα με αυτή “Ο εργοδότης της ήξερε ότι θα αποχωρήσει με συνταξιοδότηση και έκαναν συμφωνία μεταξύ τους ότι θα μείνει στο κατάστημα μέχρι τις 31/7/2010… Το διάστημα που ήμουν Σ. δεν είχε εκφράσει επιφύλαξη για να μη φύγει η ενάγουσα. Μετά έμαθα ότι είχαν κάνει συμφωνία. Μετά δεν την ενόχλησε να γυρίσει στη δουλειά της”. Η εναγόμενη, αντικρούοντας τον ισχυρισμό αυτό της εναγόμενης, ισχυρίζεται ότι δεν έδωσε τη συγκατάθεση της για την αποχώρηση της ενάγουσας από την επιχείρηση της, ο μάρτυρας της δε Ε. Π., που εργαζόταν στην επιχείρηση της με την ειδικότητα του λογιστή, κατά την ένορκη κατάθεση του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατέθεσε ότι ο Δ. Σ., (ομόρρυθμο μέλος της και νόμιμος εκπρόσωπος της, όπως προαναφέρθηκε), συναίνεσε να φύγει η ενάγουσα και της ζήτησε μείνει μέχρι να βρει άλλη εργαζόμενη για να την αντικαταστήσει όταν εγγράφως υπέβαλε τη δήλωση παραίτησης. Όμως οι εφεσίβλητοι όταν έλαβαν γνώση της πρόθεσης της ενάγουσας να αποχωρήσει από την εργασία της την 31/7/2010 και να συνταξιοδοτηθεί, υπογράφοντας το προαναφερθέν έγγραφο, δεν διατύπωσαν οποιαδήποτε άρνηση ή επιφύλαξη. Την 3/8/2010 η εφεσίβλητη χορήγησε στην εκκαλούσα σχετική δήλωση, στην οποία αναφέρεται ο χρόνος που η εκκαλούσα-ενάγουσα απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εφεσίβλητης – εναγόμενης και στις 4/8/2010 η ενάγουσα υπέβαλε την με αριθμό πρωτ … αίτηση περί απονομής σύνταξης γήρατος, και ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …11.4.2011 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος (Περιφερειακό Θεσσαλονίκης) ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, με την οποία της χορηγήθηκε σύνταξη γήρατος μειωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 περ. 3α του ν. 1902/1990, αρχής γενομένης από 4/8/2010. Επίσης η με ημερομηνία 2.5.2011 εξώδικο δήλωση της εφεσίβλητης, η οποία κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα στις 11.5.2011(βλ. την σχετική επίσημείωση επί του εγγράφου της επιδοθείσας στην ενάγουσα εξωδίκου δηλώσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ε. Μ.) ήτοι μετά την κοινοποίηση στους εφεσίβλητους της αγωγής της εκκαλούσας-ενάγουσας (βλ. τις υπ’ αριθμ…21.12.2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Κ. Ν. Β.) με την οποία ήγειρε σε βάρος της τις ως άνω αξιώσεις της, μεταξύ δε αυτών και την καταβολή μειωμένης αποζημίωσης του άρθρου 8 εδ α του ν. 3198/1955, με την οποία διαμαρτύρεται για πρώτη φορά για την αποχώρηση της ενάγουσας από την εργασία της, είναι προσχηματική, και αποσκοπεί στην αποφυγή καταβολής της αποζημίωσης αυτής. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αποδείχθηκε ότι υπήρχε συγκατάθεση της εφεσίβλητης έγγραφη, σαφής και αναμφίβολη στην κατά τα ως άνω αποχώρηση της ενάγουσας. Συνέπεια της προαναφερόμενης έγγραφης δήλωσης της ενάγουσας ήταν να επέλθει η λύση της ανωτέρω συμβάσεως εργασίας, με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 εδ α του ν. 3198/1955, δικαιουμένης ως εκ τούτου της ενάγουσας να λάβει το 50% της οριζόμενης από το νόμο αποζημίωσης , που ανέρχεται λόγω του ότι αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα όλους τους μήνες του έτους 2010 που εργάστηκε ελάμβανε ως μηνιαίο μισθό το ποσό των 1641,98 ευρώ μηνιαίως, σε 22.987,72 ευρώ (=1.641,98 ευρώ Χ 24 μήνες =39.407,+6.567,92 (1/6=45.975,44/2), εφόσον η αποχώρησή της πραγματοποιήθηκε με συγκατάθεση της εναγομένης εργοδότριας της (άρ 8 εδ. α’ του ν. 2112/1920), πλην όμως επειδή ζητεί το ποσό των 21.567,72 ευρώ, ….θα πρέπει να της καταβληθεί το ποσό αυτό”.
Με το να δεχθεί τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το Εφετείο ορθά εφήρμοσε τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις 8 εδ. α’ ,β ,γ του ν. 3198/1955 και 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, και 9 του ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του ν. 2112/1920. και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος Περαιτέρω, σημειώνεται ότι το αποδεικτικό αυτό πόρισμα διατυπώνει το δικαστήριο της ουσίας με σαφήνεια από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να διαπιστώνει, ούτε με έμμεσο τρόπο, κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βούλησης των μερών, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της συγκατάθεσης της πρώτης εναγομένης εταιρείας, και χωρίς να προσφεύγει ή να υπαινίσσεται σε κανένα σημείο προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τους οποίους ουδόλως εφάρμοσε. Εξάλλου με τις ως άνω παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, αναφορικά με το πιο πάνω ζήτημα της παροχής της συγκατάθεσης. Πληρότητα ενέχουν και οι περαιτέρω αιτιολογίες του Εφετείου, με τις οποίες αποκρούονται οι αρνητικοί ισχυρισμοί των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων για την ανυπαρξία συγκατάθεσης της πρώτης εναγομένης και αναπτύσσεται η επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με τη διαμόρφωση της ως άνω δικανικής πεποίθησης του, και οι οποίες, άλλωστε, δεν αποτελούν ζητήματα δεκτικά αναιρετικού ελέγχου στο πλαίσιο του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Τέλος, όπως προκύπτει απο την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του παραπάνω αναφερομένου από 29.06.2010 εγγράφου, στηριχθέν αποκλειστικά σ’ αυτό, αλλά δέχθηκε ότι υπήρξε συγκατάθεση της ως άνω εναγόμενης, στηριζόμενο στην εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση. Ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και ο δεύτερος και τρίτος λόγοι της ένδικης αναιρέσεως (άρθ. 559 αριθ. 1 και 559 αρ.20 ΚΠολΔ) Κατόπιν λοιπόν όλων όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης (άρθρ.176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης …/2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1699/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό δυο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ