Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οικονομοτεχνικούς λόγους, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, μεταξύ εκείνων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και είναι του ίδιου επιπέδου από άποψη ικανότητας προσόντων και αποδοτικότητας, παραλείπει να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός.
Απόφαση 877 / 2017 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, του άρθρου 1 του ν. 2112/1920 του άρθρου 1 του ν. 3198/1955 και του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης με την καταγγελία των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Η προφανής δε υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών, που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να ανταπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχείρησης του δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται, όμως, αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της σύμβασης συγκεκριμένου εργαζομένου, ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης, και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως, δηλαδή, επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Ειδικότερα, ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ιδίου επιπέδου από άποψη ικανότητας, προσόντων και υπηρεσιακής απόδοσης, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, η οποία, ως αντικειμενικό κριτήριο, εκτιμάται υπό την έννοια της διάρκειας της απασχόλησης του εργαζομένου στη συγκεκριμένη επιχείρηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία του σε άλλους εργοδότες, της ηλικίας, της οικογενειακής κατάστασης κάθε μισθωτού και της δυνατότητας εξεύρεσης απ’ αυτόν άλλης εργασίας ή έστω να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί την απασχόλησή του σε άλλη θέση, ακόμη και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σ’ αυτή. Με βάση τα παραπάνω η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οικονομοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, μεταξύ εκείνων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και είναι του ίδιου επιπέδου από άποψη ικανότητας προσόντων και αποδοτικότητας, παραλείπει να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα ως άνω κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον πρόνοιας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660 σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 του ΑΚ και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές (ΑΠ 261/2016, ΑΠ 125/2015, ΑΠ 13/2014, 1404/2014. ΑΠ 31/2013, ΑΠ 1267/2011).
ΑΠ 877/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 64/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Βάγια και Αλέξιο Παπασταύρου, που κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Χ. Β. του Σ., κατοίκου …, 2)Σ. Κ. του Κ., κατοίκου …, 3)πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ …” που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 4)δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ-ΤΕΧΝΙΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ …” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 5)δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ …” που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Πλάκα, που κατάθεσε προτάσεις, ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ρουπακιώτη, που κατέθεσε προτάσεις και οι 3η, 4η και 5η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/7/2013 αγωγή των ήδη 1ου και 2ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 496/2015 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 19/5/2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 εδάφια α και γ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στη προκειμένη περίπτωση από τις υπ’ αριθμό … από 13 Δεκεμβρίου 2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου Γ. Π. η πρώτη και η τρίτη και του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ. Κ. η δεύτερη, που επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 19.5.2016 και με αριθ. κατάθ. …5.2016 αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του ανωτέρω Β2 τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου την αναγραφομένη στην αρχή της παρούσας, καθώς και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε με την επιμέλεια αυτής νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τις τρείς τελευταίες των αναιρεσιβλήτων, συνδικαλιστικές οργανώσεις και συγκεκριμένα με παράδοση αντιγράφου αυτής προς τους προέδρους αυτών, ως νομίμων εκπροσώπων τους (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. δ και 127 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Εφόσον δε οι ως άνω 3η, 4η και 5η των αναιρεσιβλήτων δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να χωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία αυτών. Με τη διάταξη του άρθρου 558 εδ. α του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 74, 80 και 81 παρ.3 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι η αναίρεση δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη ανέλαβε το δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (ΑΠ 741/2013, Α.Π. 1075/2011, ΑΠ 1236/2006). Σε κάθε περίπτωση όμως ο προσθέτως παρεμβαίνων καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, άλλως αυτή (συζήτηση) κηρύσσεται απαράδεκτη, τούτο δε λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 569/2013, ΑΠ 1049/2010, ΑΠ 1918/2009, ΑΠ 652/2009, ΑΠ 902/2002). Επομένως, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, κατά το μέρος που απευθύνεται κατά των 3ης αναιρεσίβλητης πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “Ένωση Προσωπικού Βιομηχανίας …”, 4ης αναιρεσίβλητης δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “Ομοσπονδία Εργατών – Τεχνιτών και Υπαλλήλων Τσιμέντων Ελλάδος” και 5ης αναιρεσίβλητης δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “…”, οι οποίες δεν παρέστησαν κατά την αναιρετική δίκη και οι οποίες κατά την πρωτοβάθμια δίκη είχαν παρέμβει προσθέτως υπέρ των εναγόντων και ήδη πρώτου και δευτέρου των αναιρεσιβλήτων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 669 αριθ. 2 του ΚΠολΔ και είχαν μετάσχει της δευτεροβάθμιας δίκης, είναι μεν απαράδεκτη κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα (577 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον πρόκειται περί απλών και όχι αυτοτελών προσθέτων παρεμβάσεων, ενώ οι λόγοι αυτής (αναίρεσης) δεν αφορούν τις πρόσθετες παρεμβάσεις, πλην όμως εκτιμάται ως κλήση αυτών για το παραδεκτό της συζήτησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, του άρθρου 1 του ν. 2112/1920 του άρθρου 1 του ν. 3198/1955 και του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης με την καταγγελία των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η προφανής δε υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών, που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να ανταπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχείρησης του δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται, όμως, αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της σύμβασης συγκεκριμένου εργαζομένου, ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης, και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως, δηλαδή, επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ιδίου επιπέδου από άποψη ικανότητας, προσόντων και υπηρεσιακής απόδοσης, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, η οποία, ως αντικειμενικό κριτήριο, εκτιμάται υπό την έννοια της διάρκειας της απασχόλησης του εργαζομένου στη συγκεκριμένη επιχείρηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία του σε άλλους εργοδότες, της ηλικίας, της οικογενειακής κατάστασης κάθε μισθωτού και της δυνατότητας εξεύρεσης απ’ αυτόν άλλης εργασίας ή έστω να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί την απασχόλησή του σε άλλη θέση, ακόμη και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σ’ αυτή. Με βάση τα παραπάνω η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οικονομοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, μεταξύ εκείνων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και είναι του ίδιου επιπέδου από άποψη ικανότητας προσόντων και αποδοτικότητας, παραλείπει να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα ως άνω κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον πρόνοιας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660 σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 του ΑΚ και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές (ΑΠ 261/2016, ΑΠ 125/2015, ΑΠ 13/2014, 1404/2014. ΑΠ 31/2013, ΑΠ 1267/2011).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Στη προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα εξής: “Οι ενάγοντες [ήδη πρώτος και δεύτερος των αναιρεσιβλήτων] προσλήφθηκαν στις 17.2.1988 ο πρώτος και στις 14.6.1988 ο δεύτερος από την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία [ήδη αναιρεσείουσα] που διατηρεί βιομηχανική εγκατάσταση παραγωγής τσιμέντου στην …, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παράσχουν τις εργασίες τους ως πτυχιούχοι υπάλληλοι, χημικοί μηχανικοί (ΠΕ). Με την ιδιότητά τους αυτή των χημικών μηχανικών, εργάσθηκαν ο μεν πρώτος με την παραμετροποίηση του προγράμματος LUCIE στο τμήμα Διεργασιών και Περιβάλλοντος, ο δε δεύτερος ως μηχανικός παραγωγής … έως τις 3 Ιουλίου 2013, όταν η εναγομένη κατήγγειλε τις εργασιακές τους συμβάσεις, καταβάλλοντας πλέον της νόμιμης αποζημίωσής τους με παρακατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, κατόπιν αρνήσεώς τους να αποχωρήσουν οικειοθελώς επί καταβολής αυξημένης αποζημιώσεως στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος της εταιρείας. Οι ενάγοντες εισέπραξαν στις 4.10.2012 [ενν. 4.10.2013], με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός τους τις καταβληθείσες αποζημιώσεις με τα με αριθ. …2012 και …/2012 γραμμάτια σύστασης παρακαταθήκης του ως άνω ταμείου (…). Περαιτέρω από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων κινούμενη από ταπεινά ελατήρια, από εμπάθεια και εκδίκηση, διότι δεν δέχθηκαν την οικειοθελή αποχώρησή τους από την εταιρεία, (…). Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων οφείλεται σε οικονομοτεχνικούς λόγους και ειδικότερα στη μείωση του κύκλου των εργασιών της σε ποσοστό 80% περίπου και σε ζημίες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ που υπέστη η επιχείρηση της εναγομένης, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον κατασκευαστικό κλάδο και συνακόλουθα και τον κύκλο εργασιών των συναφών επιχειρήσεων, όπως αυτή της εναγομένης που έχει ως αντικείμενο τη παραγωγή και πώληση τσιμέντου. (…). Περαιτέρω σε σχέση με την ορθή ή μη επιλογή της εφεσίβλητης [και ήδη αναιρεσείουσας] προς απόλυση των εναγόντων από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκαν τα εξής: Ο πρώτος ενάγων και ήδη πρώτος εκκαλών Β. Χ. κατά το χρόνο απόλυσής του (3.7.2013) ήταν 52 ετών και έξι μηνών περίπου (γεννήθηκε 22.1.1961), έγγαμος και πατέρας τριών ενηλίκων τέκνων και απέμεναν 12 έτη για να εργασθεί ακόμα, προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης. Πάσχει από αναπλαστικό αστροκύττωμα εγκεφάλου (κακοήθης όγκος II βαθμού), για την αντιμετώπιση του οποίου το έτος 2005 υποβλήθηκε σε εγχείριση δεξιά μετωπιαία, πλην όμως υποτροπίασε και χειρουργήθηκε εκ νέου το έτος 2007, όταν διενεργήθηκε ολική εξαίρεση του όγκου δια πεταλοειδούς οστεοπλαστικής κρανιοτομίας στην ιδιωτική κλινική “Άγιος … και ταυτόχρονα υποβλήθηκε σε μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία και παρακολουθείται ογκολογικώς και επιληπτολογικώς. Εξαιτίας της σοβαρής αυτής ασθένειας έλαβε άδεια από την εργασία του για τα χρονικά διαστήματα από 9.3.2005 έως 30.6.2005 και από 20.1.2007 έως 18.6.2007, ενώ κρίθηκε ανάπηρος με την από 29.7.2009 Α/βάθμια Υγειονομική Επιτροπή του … σε ποσοστό 67% και για δύο χρόνια και με την από 12.7.2011 απόφαση της ίδιας Επιτροπής για ένα χρόνο. Ο δεύτερος ενάγων και ήδη [ενν. δεύτερος] εκκαλών, κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του από την εναγομένη ήταν 58 ετών και 6 μηνών περίπου, έγγαμος με τρία ενήλικα τέκνα και απέμενε να εργασθεί τέσσερα μόνο ακόμα έτη για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Οι ενάγοντες επιβαρύνονταν με τη συντήρηση των οικογενειών τους, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι σύζυγοι ή και τα ενήλικα τέκνα τους εργάζονταν με μισθό ή ελάμβαναν άλλες αποδοχές ή βοηθήματα ή αν τόσο τα μέλη των οικογενειών τους, όσο και οι ίδιοι διέθεταν άλλα εισοδήματα. Ούτε εξ άλλου ισχυρίζεται αυτό η εναγομένη. Καθ’ όλο το διάστημα των πλέον των 25 ετών που οι ενάγοντες απασχολήθηκαν στην εναγομένη με την ιδιότητα των χημικών – μηχανικών, απέκτησαν πολυετή εμπειρία, είχαν άριστη απόδοση στην εργασία τους, ουδέποτε τιμωρήθηκαν πειθαρχικά, ούτε αρνήθηκαν υπηρεσία, αντίθετα ήταν πρόθυμοι να εργασθούν ακόμα και εκτός των ημερών και ωρών εργασίας τους και ουδέποτε απουσίασαν αδικαιολόγητα, όπως αποδέχεται και η εναγομένη. Για τούτο το σωματείο των εργαζομένων, στο οποίο ανήκουν οι εναγόμενοι και οι συνδικαλιστικές ενώσεις που άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση αντέδρασαν από τη πρώτη στιγμή στις απολύσεις των εναγόντων και προκήρυξαν απεργία στις 10 Ιουλίου 2012 [ενν. 2013] με αίτημα την ανάκληση των απολύσεων των εναγόντων και υποστήριξαν αυτούς ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, στην οποία προσέφυγαν αμέσως οι ενάγοντες, χωρίς όμως αποτέλεσμα, παρά το ότι και ο επιθεωρητής εργασίας ζήτησε να ανακληθούν οι απολύσεις των εναγόντων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο απολύσεως των εναγόντων, συγχρόνως με αυτούς απασχολούνταν ως πτυχιούχοι χημικοί μηχανικοί (ΠΕ), μεταξύ άλλων και οι ακόλουθοι, οι οποίοι από πλευράς οικογενειακής κατάστασης βρίσκονταν στην ίδια θέση (άγαμοι). Ο Σ. Σ., ο οποίος προσλήφθηκε στις 4.9.2006, ετών 39, άγαμος, κάτοχος τίτλου μεταπτυχιακών σπουδών διπλώματος σε Διεργασίες και Τεχνολογία Προηγμένων Υλικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδακτορικού διπλώματος του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών Βιομηχανίας της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, απασχολείται στο τμήμα ποιότητας και η εναγομένη του ανέθεσε τη θέση του Διευθυντή Παραγωγής. Ο Μ. Ε., ο οποίος προσλήφθηκε στις 22.1.2007, ετών 35, άγαμος και ο Μ. Δ., ο οποίος προσλήφθηκε στις 7.1.2008, ετών 38, επίσης άγαμος. Η εναγομένη διατείνεται ότι οι δύο αυτοί υπερτερούν σε τυπικά προσόντα από τους ενάγοντες, καθότι ο πρώτος είναι προϊστάμενος ποιότητας, ο δεύτερος είναι προϊστάμενος παραγωγής και ως εκ τούτου συμμετέχουν στη διοίκηση της εναγομένης. Τα εν λόγω καθήκοντα ανατέθηκαν με εσωτερικές έγγραφες ανακοινώσεις της εναγομένης, στον μεν Μ. Ε. στις 8 Απριλίου 2013, ήτοι μετά την απόλυση των εναγόντων, στον δε Μ. Δ. στις 1 Ιουνίου 2012, ήτοι ένα μόλις μήνα πριν την απόλυση των εναγόντων, χωρίς να προσκομίζεται οργανόγραμμα της εναγομένης από το οποίο να προκύπτει η θεσμοθέτηση των θέσεων αυτών, τα προσόντα που απαιτούνται και τα κριτήρια για την απονομή τους, ώστε να κριθεί και ο λόγος για τον οποίο δεν προτιμήθηκαν οι ενάγοντες στις θέσεις αυτές, καθώς και για ποίο λόγο απονεμήθηκαν αυτές λίγο πριν και λίγο μετά την απόλυση των εναγόντων. Υπό τα δεδομένα αυτά οι ενάγοντες, αν και ήταν αρχαιότεροι και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας από τους ως άνω εργαζομένους, διατηρήθηκαν στις θέσεις τους οι τελευταίοι. Και ναι μεν αναφορικά με τον πρώτο εξ αυτών (Σ.) δεν είναι του ιδίου επιπέδου από άποψη τυπικών προσόντων, αφού αυτός διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο, αλλά και διδακτορικό στον τομέα στον οποίο τοποθετήθηκε ως διευθυντής, δεν συντρέχει όμως η προϋπόθεση αυτή για τους λοιπούς δύο (Μ. και Μ.), οι οποίοι από άποψη τυπικών προσόντων ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους ενάγοντες. Αλλά ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτοί έχουν προβάδισμα ως προς τα τυπικά προσόντα, επειδή η εναγομένη με εσωτερικές, μη διαφανείς διαδικασίες απένειμε σε αυτούς το τίτλο του προϊσταμένου, τούτο αντισταθμίζεται από την καταφανή υπεροχή των εναγόντων στα οικογενειακά βάρη και την ηλικία, καθώς και την μακρόχρονη εμπειρία τους στα καθήκοντα του χημικού μηχανικού. Επιπλέον οι ενάγοντες ως έγγαμοι με τρία τέκνα έκαστος είναι επιβαρυμένοι με μεγαλύτερα οικογενειακά βάρη από αυτά των δύο τελευταίων, που διατηρήθηκαν στις θέσεις τους και είναι άγαμοι.
Πέραν τούτων συντρέχουν ακόμα και κοινωνικά κριτήρια υπέρ των εναγόντων, εφόσον ο πρώτος ενάγων πάσχει από την προαναφερόμενη σοβαρή ασθένεια και απέχει από την συνταξιοδότησή του λίγα έτη, ενώ δεν του χορηγήθηκε αναπηρική σύνταξη ή βοήθημα από τον ασφαλιστικό του φορέα για να αντιμετωπίσει τις οικογενειακές του ανάγκες με τις οποίες είναι επιβαρυμένος, ενώ ο δεύτερος δεν απέχει παρά μόνο τέσσερα έτη από τη συνταξιοδότησή του. Λόγω δε της ηλικίας τους, παρά τη πολύχρονη εμπειρία τους και ενόψει της οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει ιδιαίτερα τον κλάδο τους και την περιοχή στην οποία κατοικούν οι ενάγοντες (ν. Μαγνησίας), δεν μπορούν να εξεύρουν εργασία. Ακόμα η ως άνω αρχαιότητά τους (25 έτη σε αντίθεση με τους Μ. Ε. και Μ. Δ.. που έχουν προϋπηρεσία 6 και 5 έτη αντίστοιχα) θεμελιώνει και ενισχύει το “δικαίωμα στη θέση εργασίας”, στη προστασία και διαφύλαξη του οποίου, ως μέσου βιοπορισμού και ανάπτυξης της επαγγελματικής και προσωπικής υπόστασης του μισθωτού, στοχεύουν τόσο οι νομοθετικοί, όσο και οι νομολογιακοί περιορισμοί της καταγγελίας. Κατ’ ακολουθία αυτών η απόλυση των εκκαλούντων [ήδη δύο πρώτων των αναιρεσιβλήτων] ναι μεν έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους και όχι από λόγους εκδίκησης της εναγομένης έναντι των εναγόντων εργαζομένων, αλλά όμως η επιλογή της δεν έγινε με αντικειμενικά κριτήρια, όπως επιβάλλει η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, καθόσον η εφεσίβλητη [ήδη αναιρεσείουσα] έπρεπε, συνεκτιμώντας τα προαναφερόμενα υπηρεσιακά (αρχαιότητα – εμπειρία – απόδοση) και κοινωνικά κριτήρια (οικογενειακή – οικονομική – προσωπική κατάσταση) υπό τις ιδιαίτερες διακρίσεις για την εφεσίβλητη έναντι των άλλων εργαζομένων, να καταλήξει στην επιλογή προς απόλυση δύο από τους τρεις ως άνω εργαζομένους που διατηρήθηκαν στις θέσεις τους, ως προς τους οποίους το μέτρο θα ήταν λιγότερο επαχθές και η πρόσληψη τους από άλλον εργοδότη, ενόψει και της ηλικίας τους, ευχερέστερη. Συνακόλουθα η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εκκαλούντων έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως ορίζει το άρθρο 281 του ΑΚ, με αποτέλεσμα την ακυρότητα αυτών (καταγγελιών) και την εντεύθεν υπερημερία της εκκαλούσας [ενν. εφεσίβλητης] ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών των εκκαλούντων, οι οποίοι δικαιούνται και μισθούς υπερημερίας”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού εξαφάνισε κατά το κεφάλαιο αυτό την αντιθέτως αποφανθείσα απόφαση του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά παραδοχή ως κατ’ ουσίας βάσιμης της έφεσης των εναγόντων και των προσθέτων υπέρ αυτών παρεμβαινουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή των εναγόντων κατά την ως άνω ιστορική βάση της, αναγνώρισε ότι οι από 3 Ιουλίου 2013 καταγγελίες των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτών ήταν άκυρες και υποχρέωσε την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία αφενός μεν να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων με απειλή χρηματικής ποινής 500 ευρώ για κάθε άρνηση αποδοχής της εργασίας του καθενός εξ αυτών, αφετέρου δε να καταβάλει στους ενάγοντες τα χρηματικά ποσά των 21.448,90 και 22.192,90 ευρώ αντίστοιχα με το νόμιμο τόκο για αποδοχές υπερημερίας αυτών και για χρονικό διάστημα 155 ημερών από της καταγγελίας.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί του ότι οι ανωτέρω καταγγελίες των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των εναγόντων ήταν άκυρες ως καταχρηστικές, αναφορικά με την επιλογή αυτών ως απολυτέων, αντί των διατηρηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας εταιρείας Ε. Μ. και Δ. Μ., και κατά συνέπεια δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 648, 656, 669, 281 του ΑΚ και 1 και 3 παρ.1 του Ν. 2112/1920 και 5 του Ν. 3198/1955.
Ειδικότερα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να προβεί στην ανωτέρω σύγκριση δεν περιορίσθηκε μόνο σε προσωπικά και κοινωνικά κριτήρια χωρίς να λάβει υπόψη του τα υπηρεσιακά, αφού κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές του δεν δέχθηκε ότι οι ενάγοντες υστερούσαν από άποψη τυπικών προσόντων, ικανότητας και αποδοτικότητας των πιο πάνω συναδέλφων τους Ε. Μ. και Δ. Μ. και κατά συνέπεια υστερούσαν αυτών ως προς τα υπηρεσιακά κριτήρια, ούτε ότι αυτοί δεν είχαν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την κατάληψη των θέσεων του προϊσταμένου ποιότητας και του προϊσταμένου παραγωγής που οι τελευταίοι κατείχαν, αλλά αντιθέτως δέχθηκε ότι, λόγω συνδρομής της αυτής ειδικότητας (χημικοί – μηχανικοί κατηγορίας ΠΕ), της πολυετούς εμπειρίας αυτών (25 έτη εργασίας έναντι 6 και 5 ετών αντίστοιχα των άνω συναδέλφων τους), της αρίστης αποδοτικότητας στην εργασία τους και της προθυμίας των να εργασθούν καθ’ όλο το διάστημα της απασχόλησής τους στην εναγομένη εταιρεία και του ότι δεν προέκυψε ότι απαιτούντο κάποια ειδικά προσόντα για την κάλυψη των πιο πάνω θέσεων που δεν είχαν οι ενάγοντες, ούτε ότι υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος αποκλεισμού αυτών από τις εν λόγω θέσεις, αυτοί από άποψη υπηρεσιακών κριτηρίων (προσόντων, ικανότητας και αποδοτικότητας αυτών) ήσαν του ιδίου επιπέδου με τους ως άνω συναδέλφους των, ενώ περαιτέρω υπερείχαν των κοινωνικών, προσωπικών και οικονομικών κριτηρίων.
Κατά συνέπεια απέρριψε με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκ του πράγματος τους περί του αντιθέτου αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας περί του ότι οι ενάγοντες υστερούσαν των διατηρηθέντων συναδέλφων τους ως προς τα υπηρεσιακά κριτήρια. Σημειώνεται δε ότι οι εν λόγω αρνητικοί της ιστορικής βάσης της αγωγής ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας σε κάθε περίπτωση δεν συνιστούν “πράγμα” και επομένως δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης από τη μη λήψη υπόψη τους από το δικαστήριο της ουσίας.
Περαιτέρω η αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη της απρόσφορα κριτήρια, όπως τις αντιδράσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων στις πιο πάνω καταγγελίες ή την ενηλικότητα των τέκνων των διαδίκων, είναι αλυσιτελείς, διότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν στήριξε το αποδεικτικό της πόρισμα στις παραδοχές αυτές. Εξάλλου δεν είναι απρόσφορη η μνεία της ενηλικότητας των τέκνων των εναγόντων, αφού διαλαμβάνεται στη προσβαλλομένη απόφαση παραδοχή περί έλλειψης εισοδημάτων της συζύγου και των ενηλίκων τέκνων των εναγόντων (και άρα αδυναμίας αυτών προς διατροφή των εναγόντων), η οποία συναρτάται με την οικονομική κατάσταση των τελευταίων. Η δε μνεία του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα των διαδίκων είχαν μισθούς ή άλλες αποδοχές ή βοηθήματα και ότι δεν ισχυρίζεται το αντίθετο η εναγομένη, συνιστούν την αιτιολογία της παραδοχής της προσβαλλομένης απόφασης ότι οι ενάγοντες βαρύνονται με τη συντήρηση των οικογενειών τους και δεν καθιστούν την περί τούτου κρίση του δικαστηρίου της ουσίας υποθετική. Επίσης η αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχεται ορθά ότι οι Ε. Μ. και Δ. Μ. κατείχαν τις θέσεις του προϊσταμένου ποιότητας από 8 Απριλίου 2013 ο πρώτος και του προϊσταμένου παραγωγής από 1 Ιουνίου 2012 ο δεύτερος, στη συνέχεια δέχεται αντιφατικά ότι η κάλυψη των πιο πάνω θέσεων από αυτούς έλαβε χώρα από τον πρώτο μετά την απόλυση των εναγόντων και από τον δεύτερο ένα μήνα πριν την εν λόγω απόλυση, ενώ η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αυτών έλαβε χώρα στις 3 Ιουλίου 2013, ήτοι τρεις μήνες και ένα και πλέον έτος αντίστοιχα, αφότου οι ανωτέρω υπάλληλοι κατέλαβαν τις θέσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, αφού οι λοιπές αιτιολογίες της προσβαλλομένης απόφασης, όπως αυτές ανωτέρω διαλαμβάνονται, στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό της πόρισμα αυτής περί ακυρότητας των καταγγελιών αυτών. Ούτε επίσης συνιστά ανεπάρκεια αιτιολογίας η μνεία στην προσβαλλομένη απόφαση της μη προσκόμισης οργανογράμματος της αναιρεσείουσας για τη θεσμοθέτηση των ανωτέρω θέσεων και των απαιτουμένων για τη κάλυψη αυτών προσόντων, αλλά επιχείρημα του δικαστηρίου της ουσίας ότι οι ενάγοντες δεν υπολείπονταν των συναδέλφων τους και είχαν τα προσόντα για τη κάλυψη των θέσεων αυτών, με συνέπεια να μην υστερούν αυτών ως προς το κριτήριο της ικανότητας ή αποδοτικότητας με τους μη απολυθέντες συναδέλφους των. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω οι από τους αριθμούς 1, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Κατά το μέρος δε που με τους λόγους αυτούς πλήττεται παράλληλα η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ.
Με τον τρίτο και τελευταίο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση ότι με το να υποχρεώσει αυτήν να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων με απειλή χρηματικής ποινής 500 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης αυτής, εσφαλμένως εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 του ΚΠολΔ που αφορά τη περίπτωση υποχρέωσης από τον οφειλέτη παράλειψης ή ανοχής, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα στη προκειμένη περίπτωση, ενώ όφειλε να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 946 παρ.1 του ΚΠολΔ που αφορά τη περίπτωση υποχρέωσης από τον οφειλέτη σε πράξη, η οποία ήταν εφαρμοστέα στη προκειμένη περίπτωση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση και χωρίς να αναφερθεί σε συγκεκριμένη διάταξη του ΚΠολΔ αφορώσα την έμμεση εκτέλεση, ορθώς κατά νόμο υποχρέωσε την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων με απειλή χρηματικής ποινής 500 ευρώ για κάθε άρνηση αποδοχής της εργασίας του καθενός των εναγόντων (και όχι για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης αυτής), ήτοι την υποχρέωσε σε πράξη. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση.
Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων των δύο πρώτων των αναιρεσιβλήτων, που παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-5-2016 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 496/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων των δύο πρώτων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ