ΑΡΙΘΜΟΣ 1203/2017
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ασφαλιστική σύμβαση. Αξίωση κατά του ασφαλιστή. Παραγραφή. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 και 2 του Ν. 489/1976 όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007 “το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή. Η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο δύο (2) ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και την διακοπή της παραγραφής”. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει, ότι η παραπάνω διετής παραγραφή αρχίζει, ενόψει και του άρθρου 241 του Α.Κ., όχι από την ίδια ημέρα, αλλά από την επόμενη ημέρα του ατυχήματος. Μέσα στην διετία αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί η άσκηση της αγωγής (ΚΠολΔ 215), δηλαδή κατάθεση στην γραμματεία του δικαστηρίου και επίδοση αυτής στον εναγόμενο. Αν η επίδοση γίνει μετά την συμπλήρωση της διετίας επιτρεπτά προτείνεται από τον εναγόμενο ασφαλιστή η ένσταση της διετούς παραγραφής. Για την έναρξη της διετούς αυτής παραγραφής δεν έχει σημασία αν και πότε λαμβάνει γνώση της ζημίας ο ζημιωθείς. Η διάταξη του άρθρου 937 του Α.Κ. δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, γιατί αυτή ισχύει στην αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 489/1976, ειδικώς ρυθμίζουσα την αξίωση αποζημιώσεως κατά του ασφαλιστή, ευθυνόμενου έναντι του παθόντος όχι εξ αδικοπραξίας, αλλά εκ του νόμου, επικρατεί της γενικής διατάξεως του άρθρου 937 του Α.Κ. Η παραπάνω διετής παραγραφή, ως προς την αφετηρία της, καλύπτει όλες τις επελθούσες, καθώς και τις προβλεπτές από την αρχή μέλλουσες ζημίες του παθόντος. Αντιθέτως, για εκείνες τις ζημίες των οποίων δεν είναι δυνατή η πρόβλεψη, κατά την συνήθη των πραγμάτων πορεία, διότι οφείλονται σε μεταγενέστερη δυσμενή και απροσδόκητη εξέλιξη της καταστάσεως της υγείας του παθόντος, που συνδέονται όμως αιτιωδώς προς την αδικοπραξία, ισχύει νέα παραγραφή, η οποία αρχίζει αφότου ο παθών έλαβε γνώση της δυσμενούς και απροσδόκητης εξελίξεως της υγείας του και της αιτιώδους συνάφειάς της προς την αδικοπραξία (ΑΠ 21/2012, ΑΠ 118/2010). Και στην διετή αυτή παραγραφή ισχύουν οι γενικές ρυθμίσεις του Α.Κ. ως προς την διακοπή και αναστολή της παραγραφής (Α.Κ. 255 επ., 260 επ.). Ειδικώς, με την άσκηση της αγωγής, επέρχεται διακοπή της παραγραφής (Α.Κ. 261). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 του Α.Κ. και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση ασκήσεως της αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Στην προαναφερθείσα ειδική διετή παραγραφή ισχύει και η διάταξη του άρθρου 268 εδ. α’ του Α.Κ. κατά την οποία κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται ύστερα από 20 χρόνια και αν ακόμα η αξίωση υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξιώσεως για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην διετή παραγραφή του άρθρου 10 παρ. 1 και 2 του Ν. 489/1976, από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Κι’ αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 του ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικά, για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η νέα όμως αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 του Α.Κ., την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατ’ άρθρο 261 του Α.Κ. (ΟλΑΠ 24/2003, ΟλΑΠ 38/1996, ΑΠ 996/2014, ΑΠ 33/2013, ΑΠ 1365/2010, ΑΠ 521/2008).