ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Μίσθωση. Επωφελείς δαπάνες. Διοίκηση αλλοτρίων. Αδικαιολόγητος πλουτισμός.
– Κατά την διάταξη του άρθρου 591 του Α.Κ. “ο εκμισθωτής αποδίδει στο μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που αυτός έκανε στο μίσθιο. Οι επωφελείς δαπάνες αποδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο”. Επωφελείς θεωρούνται οι δαπάνες οι οποίες αυξάνουν την αξία του μισθίου. Τέτοιες δαπάνες είναι ενδεικτικά η κατασκευή κτίσματος, οι διασκευές, διαρρυθμίσεις, προσθήκες στο μίσθιο κ.λπ. Οι δαπάνες αυτές αποδίδονται στον μισθωτή, εφόσον παραμένουν σε όφελος του μισθίου, με βάση τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.
– Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 730 παρ. 1 και 736 του Α.Κ., όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να την διεξάγει προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζομένη θέληση του κυρίου. Αν ο διοικητής αλλοτρίων ανέλαβε την διοίκηση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζομένη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοικήσεως και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Αν, όμως, η δαπάνη δεν έγινε σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζομένη θέληση του κυρίου, τότε ο διοικητής μπορεί, κατά την Α.Κ. 737, να ζητήσει την απόδοσή τους, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. α’ του Α.Κ. Στοιχεία, επομένως, της αγωγής για δαπάνες που πρέπει να εκθέτει και να αποδεικνύει ο ενάγων διοικητής αλλοτρίων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 παρ. 1α’ του Κ.Πολ.Δικ., είναι, εφόσον η αξίωσή του στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 737 του Α.Κ., ο πλουτισμός του εναγομένου κυρίου της υποθέσεως, η επέλευσή του σε βάρος του ενάγοντος (άρα και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον πλουτισμό του πρώτου και την επιβάρυνση του δευτέρου) και η έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ326/2006). Περαιτέρω, από την άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 591 του Α.Κ. που ορίζει ότι “ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο” προκύπτει ότι, αν ο μισθωτής κατά την διάρκεια της μισθώσεως πρόσθεσε στο μίσθιο κατασκευάσματα, για τα οποία δεν προτιμά ή δεν μπορεί να ζητήσει από τον εκμισθωτή τα δαπανηθέντα ποσά λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων που ορίζονται στις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου τούτου, έχει δικαίωμα, κατά την απόδοση του μισθίου, να προβεί σε αφαίρεση των κατασκευασμάτων τούτων, εκτός αν οι συμβαλλόμενοι ρύθμισαν με άλλο τρόπο την τύχη τους, πράγμα που δεν αποκλείεται από τις ενδοτικού χαρακτήρα αυτές διατάξεις. Η διάταξη αυτή του άρθρου 591 του Α.Κ. έχει εφαρμογή σε όσες περιπτώσεις πρόκειται να κριθεί η τύχη “κατασκευασμάτων” στο μίσθιο, δηλαδή κινητών πραγμάτων, που συνδέθηκαν προς το κύριο μίσθιο πράγμα, κινητό ή ακίνητο, προορισμένα να εξυπηρετήσουν τον σκοπό του, κατά τρόπο ώστε και μετά την σύνδεση να είναι ευδιάκριτα, ανεξαρτήτως αν αποτέλεσαν συστατικά ή αν φέρουν προσωρινό χαρακτήρα. Το παρεχόμενο από την εν λόγω διάταξη δικαίωμα στον μισθωτή να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα, δεν αλλοιώνεται ακόμα και αν η νομή ή κατοχή του κατασκευάσματος περιήλθε στον εκμισθωτή πριν από την αφαίρεση, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αδυναμία ή υπερημερία για αυτούσια περιέλευση στον μισθωτή των αποτελούντων “κατασκευάσματα” πραγμάτων, οπότε, η αρχική αξίωση του μισθωτή κατευθυνόμενη στην ανοχή εκ μέρους του εκμισθωτή της αφαιρέσεως των κατασκευασμάτων (βλ. και Κ.Πολ.Δικ. 947) τρέπεται σε αξίωση διαφέροντος ή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, αντικείμενο της ενοχικής αξιώσεως του μισθωτή, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 591 του Α.Κ., είναι τα ίδια κινητά πράγματα, τα οποία αποτελούν “κατασκευάσματα”, που έχουν προστεθεί στο μίσθιο και την αφαίρεση των οποίων είναι υποχρεωμένος να ανεχθεί ο εκμισθωτής και, αν ο τελευταίος αρνείται να ανεχθεί την αφαίρεση, η ενοχική αξίωση του μισθωτή για αυτούσια παραλαβή τους, δεν υφίσταται καμία αλλοίωση, αλλά εξακολουθεί κατευθυνόμενη στο ίδιο το αντικείμενο. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αδυναμία της παροχής, με την έννοια ότι ο εκμισθωτής με την εν γένει υπαίτια συμπεριφορά του καθιστά αδύνατη την περιέλευση των κατασκευασμάτων στον μισθωτή, για την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 335 του Α.Κ. ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 343 παρ. 2 του Α.Κ., ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαφέροντος, ή εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 672/2006). Πρόκειται, επομένως, περί συρροής αξιώσεων (αξιώσεως εκ της συμβάσεως για αφαίρεση του κατασκευάσματος και εκ του νόμου αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω υπαίτιας αδυναμίας παροχής από την πλευρά του εκμισθωτή ή υπερημερίας του εκμισθωτή, που, σημειωτέον, υπόκεινται στην γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Α.Κ.).
– Κατά την διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ., “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη…”. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αναγκαία προϋπόθεση, για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές ελλείψεως της νομιμότητάς της. Στην περίπτωση μη νομίμου αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή, για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφ’ όσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από την μία περιουσία στην άλλη, β) την συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και γ) εν όψει του ότι η έλλειψη νομιμότητας της αιτίας, από την οποία προήλθε ο πλουτισμός, αποτελεί προϋπόθεση του νόμω βασίμου της αγωγής για απόδοση της από αυτόν ωφέλειας, πρέπει το δικόγραφο της τελευταίας να περιέχει και τους λόγους για τους οποίους η αιτία του πλουτισμού δεν είναι νόμιμη, δηλ. την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη. Όταν, όμως, υπάρχει νόμιμη αιτία, ερειδομένη σε διάταξη νόμου ή στη σύμβαση, από την οποία προέκυψε ο πλουτισμός αυτός, ο λήπτης δεν είναι υποχρεωμένος να αποδώσει την ωφέλεια αυτή, με βάση την ανωτέρω διάταξη και η σχετική αγωγή δεν θεμελιώνεται σ’ αυτήν. Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία ειδικότερα είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας. Το άρθρο 904 του Α.Κ. δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις του νόμου, στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ., σε συνδυασμό με τον σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 725/2004, ΑΠ 93/2014, ΑΠ 1751/2014).