ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Παραγραφή. Εμπράγματη αξίωση προς απόδοση του πράγματος. Εικοσαετής παραγραφή. Διακοπή παραγραφής.
– Κατά την διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ, η εμπράγματη αξίωση προς απόδοση του πράγματος, απορρέουσα από την καθολική προσβολή της κυριότητας με την αφαίρεσή του, υπόκειται στην γενική εικοσαετή παραγραφή και έχει ως αφετήριο γεγονός, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 251 ΑΚ, την κατάληψη του πράγματος από τον τρίτο. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, η εν λόγω παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής, η οποία δικονομικώς μεν συντελείται με την κοινοποίηση του δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου και την επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο άρθρο 215 παρ. 1 ΚΠολΔ), η από την άσκησή της όμως ουσιαστικού δικαίου συνέπεια της διακοπής της παραγραφής επέρχεται με και από την επίδοση (άρθρο 221 παρ. 1 ΚΠολΔ).
– Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 270 ΑΚ, συντρέχοντος νομίμου και εγκύρου λόγου διακοπής της παραγραφής, ο περί της οποίας (διακοπής) ισχυρισμός αποτελεί αντένσταση κατά της ένστασης παραγραφής της αξίωσης που προτείνει ο υπόχρεος από αυτήν, ο χρόνος που πέρασε μέχρι την επέλευση του διακοπτικού αποτελέσματος, δεν υπολογίζεται και αφότου περατωθεί η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 263 παρ. 2 ΑΚ, επί διακοπής της παραγραφής με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής, εάν ο ενάγων παραιτήθηκε από την αγωγή ή εάν αυτή απορρίφθηκε τελεσιδίκως για λόγους μη ουσιαστικούς, εφ’ όσον ο δικαιούχος εντός αποσβεστικής προθεσμίας έξι μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη της αρχικής αγωγής του επανεγείρει αγωγή κατά του αυτού εναγομένου, στηρίζοντας αυτήν στην ίδια ιστορική και νομική βάση, στην οποία στηριζόταν η τελεσιδίκως απορριφθείσα αγωγή ή εκείνη από την οποία παραιτήθηκε ο δικαιούχος, αναβιώνει το διά της πρώτης αγωγής επελθόν διακοπτικό αποτέλεσμα, κατά θεσπιζόμενο υπό του νόμου νομικό πλάσμα, και η διακοπή λογίζεται επελθούσα διά της αρχικής αγωγής. Ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας υπάρχει , όταν και στις δύο αγωγές το διαγνωστέο δικαίωμα κυριότητας πηγάζει από τα ίδια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, πραγματικά περιστατικά, ως γενεσιουργός, κατά νόμο, λόγος του δικαιώματος αυτού. Η τυχόν δε προσθήκη στη μεταγενέστερη αγωγή, πλεοναστικώς, και άλλων περιστατικών πέραν των στην προηγούμενη αγωγή διαλαμβανομένων, δεν επάγεται αλλοίωση της ιστορικής και νομικής βάσης των δύο αγωγών και άρση της ταυτότητας της διαφοράς μεταξύ των δύο δικών, ώστε να μην επέρχεται το διακοπτικό αποτέλεσμα με την πρώτη αγωγή. Ειδικότερα, αναγκαία περιστατικά προς θεμελίωση της ιστορικής βάσης της διεκδικητικής αγωγής, είναι μόνον εκείνα που κατά νόμο θεμελιώνουν την κατά παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο κτήση της κυριότητας από τον ενάγοντα επί του διεκδικουμένου ακινήτου, μεταξύ δε αυτών δεν είναι και ο χρόνος της κατάληψης του πράγματος από τον εναγόμενο, ο οποίος φέρει το δικονομικό βάρος, κατά την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, επίκλησης και απόδειξης του χρόνου αυτού στο πλαίσιο της από αυτόν προτεινόμενης ένστασης της εικοσαετούς παραγραφής. Επομένως, δεν υπάρχει μεταβολή της ιστορικής και νομικής αιτίας μεταξύ των δύο αγωγών, όταν στην δεύτερη υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τον χρόνο της γενόμενης κατάληψης του πράγματος από τον εναγόμενο, αφού το στοιχείο αυτό, διηγηματικώς αναφερόμενο, δεν ασκεί καμία επιρροή στην γένεση του δικαιώματος κυριότητας, αλλά μόνο στο νομικό ζήτημα της παραγραφής. Περαιτέρω, το ανωτέρω διακοπτικό αποτέλεσμα επέρχεται και στην περίπτωση, κατά την οποία στη θέση του αρχικού εναγομένου υπεισήλθε, ως καθολικός διάδοχος, άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο είτε κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικος, είτε κατ’ εφαρμογή άλλων ειδικών διατάξεων, διότι τα πρόσωπα που κατά νόμον διαδέχονται τους αρχικούς, με την προηγούμενη αγωγή, διαδίκους νομικώς ταυτίζονται με αυτούς και επομένως η διακοπή της παραγραφής που επήλθε με την προηγούμενη νομότυπη έγερση της αγωγής, ισχύει και για τους καθολικούς διαδόχους του αρχικού εναγομένου.