ΑΡΙΘΜΟΣ 752/2017
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Παράλειψη εκ μέρους του τρίτου, στα χέρια του οποίου έγινε κατάσχεση, να δηλώσει, αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε. Αποζημίωση. Ευθύνη νομικού προσώπου. Αδικοπραξία. Αντίθεση στα χρηστά ήθη. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Παραβίαση διδαγμάτων της κοινής πείρας.
– Κατά το άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση παραλείψεως εκ μέρους του τρίτου, στα χέρια του οποίου έγινε κατάσχεση, να δηλώσει, αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση ή σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δηλώσεως, ο τρίτος ευθύνεται να αποζημιώσει αυτόν που επέβαλε την κατάσχεση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι προϋποθέσεις της αποζημιώσεως συμπίπτουν επί παραλείψεως και επί υποβολής ανακριβούς δηλώσεως, ευθύνεται δε και νομιμοποιείται παθητικώς στη σχετική αγωγή του κατασχόντος δανειστή για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, μόνο ο υπόχρεος υποβολής της αντίστοιχης δήλωσης τρίτος, στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση και όχι ο τυχόν αντιπρόσωπος του τελευταίου, σύμφωνα με το άρθρο 211 ΑΚ, ενώ προϋποθέσεις της ανωτέρω ευθύνης του τρίτου είναι το ζημιογόνο γεγονός της παραλείψεως της δηλώσεως ή της ανακριβείας της δηλώσεως, που υποβλήθηκε, η ζημία του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου αυτού γεγονότος και της ζημίας (ΑΠ1456/1999, ΑΠ15/1993, ΑΠ 454/1990). Ειδικότερα, η έκταση και το περιεχόμενο της αποζημίωσης, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια θα κριθούν κατά το ουσιαστικό δίκαιο, περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή, κάθε ζημία, που είναι απότοκος της συμπεριφοράς του τρίτου και συνεπώς μπορεί ο κατασχών να αναζητήσει ολόκληρη την απαίτησή του, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, όταν επικαλείται και αποδεικνύει, ότι η μη είσπραξη της οφειλής αυτής οφείλεται στη συμπεριφορά του τρίτου και να υποχρεωθεί ο τρίτος σε αποζημίωση, εάν απέκρυψε ή παρέλειψε ορισμένα περιστατικά και από την απόκρυψη αυτή ή παράλειψη αυτή ως αιτίου ζημιώθηκε ο κατασχών.
– Από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ που ορίζει, ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της, κατά τη διάταξη αυτή, αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι οι ακόλουθες: α) Πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις του ΑΚ, όπως είναι και εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, β) πρέπει να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο. Ως όργανα του νομικού προσώπου, κατά το νομοθετικό λόγο της διατάξεως αυτής, νοούνται, όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 του ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου και γ) Πρέπει η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου αν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της εξουσίας του (ΑΠ1615/1999).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθική βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Παράλληλα, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας.
Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (Α.Κ. 919) είναι: α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ) πρόκληση της ζημίας αυτής σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του άλλου, υπάρχει δε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης του δράστη και της ζημίας η οποία επήλθε στον άλλο, όταν η πράξη ή η παράλειψη, από μόνη της, ήταν ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά λαμβανόμενη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα.
Συνεπώς, κύριο χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του 919 Α.Κ. είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικά, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991), σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού, έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων. Ειδικότερα, αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του “χρηστώς και εμφρόνως” σκεπτόμενου ατόμου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις δικανικές αρχές, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. Προκειμένου να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζομένη με εκείνες του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας.
Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά αντίκειται στα χρηστά ήθη, καθώς και η κρίση του για την ύπαρξη μεταξύ ορισμένης συμπεριφοράς, αφενός, και ζημίας, αφετέρου, αιτιώδους, υπό την έννοια πρόσφορης αιτιότητας, συνδέσμου, που αποτελεί συμπέρασμα υπαγωγής περιστατικών στις νομικές έννοιες των χρηστών ηθών και του ως άνω αιτιώδους συνδέσμου, αντιστοίχως, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου για παραβίαση, ευθεία ή εκ πλαγίου, των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που περιέχονται στα προαναφερόμενα άρθρα του ΑΚ. (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1354/2015, ΑΠ 864/2014, ΑΠ 900/2011, ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1298/2006, ΑΠ 137/2005).