ΤΑ τελευταία 15 χρόνια, έχει δημιουργηθεί μια “γκρίζα ζώνη” μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ από τη μία πλευρά, και της Οργάνωσης για τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας τηw Μόσχας (CSTO) και την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση από την άλλη.
Ενώ το Κρεμλίνο παρεμβαίνει σε πολλά πεδία ανά τον κόσμο, η αυξανόμενη διάθεση του Putin για αντιπαράθεση επικεντρώνεται κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη και στο Νότιο Καύκασο. Η Ρωσία διοχετεύει άγχος, φόβο και αστάθεια σε ολόκληρη την περιοχή από τη Σκανδιναβία μέχρι τη Μικρά Ασία.
Ωστόσο για κάποιο λόγο, οι χώρες που είναι στόχοι της ανάμειξης του Κρεμλίνου συντονίζονται επιλεκτικά μόνο εναντίον της χρήσης ήπιας και σκληρής δύναμης της Μόσχας -ή δεν απαντούν καν. Αυτό επειδή τα έθνη που δέχονται επίθεση από τη Ρωσία (με αυξημένα στρατιωτικά και μη μέσα) είναι διχασμένα: από τη μία πλευρά από την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και από την άλλη πλευρά από τον αποκλεισμό τους από τη συμμαχία και την ΕΕ.
Οι περισσότερες από τις χώρες-στόχους του Κρεμλίνου, οι χώρες της Βαλτικής συγκεκριμένα, ήταν αρκετά τυχερές και έγιναν μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ από το 2004.
Ωστόσο η έλλειψη διεθνούς εμβέλειας και η μερική αποτυχία των υπολοίπων κρατών σε αυτό που έχει γίνει η νέα Zwischeneuropa (μέσα και μεταξύ της Ευρώπης) -που σημαίνει η Μολδαβία, η Ουκρανία, η Γεωργία και (σε κάποιο βαθμό) το Αζερμπαϊτζάν- δεν είναι μόνο ένα πρόβλημα για αυτά τα ίδια τα κράτη. Αποτελούν επίσης σοβαρή απειλή ασφάλειας και προκαλούν πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις για τα νέα μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Στο χειρότερο σενάριο, η κατάρρευση των χωρών της “γκρίζας ζώνης” θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τα ανατολικά κράτη-μέλη της ευρώ-ατλαντικής συμμαχίας. Δεδομένης της αυξημένης πολιτικής μη προβλεψιμότητας της Ρωσίας και της συντριπτικής στρατιωτικής της ισχύος, πιθανές καταστροφικές εξελίξεις στη γεωπολιτική χώρα του πουθενά μεταξύ του ΝΑΤΟ και της CSTO δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Για παράδειγμα, μια περαιτέρω κλιμάκωση γύρω από την Κριμαία, θα μπορούσε να στοιχειώσει όλη την περιοχή. Η Μόσχα αυτή τη στιγμή κατασκευάζει μια γέφυρα από τη Ρωσία στη χερσόνησο της Κριμαίας, κατά μήκος των Στενών του Kerch μεταξύ της Αζοφικής και της Κασπίας Θάλασσας. Δεδομένης της σημασίας που έχει η προσάρτηση της Κριμαίας για την εγχώρια νομιμότητα και τα ποσοστά δημοτικότητας του Putin, οποιαδήποτε αποτυχία να ολοκληρωθεί η γέφυρα των Στενών Kerch -ή εάν το έργο δεν λειτουργήσει όπως προβλέπεται- μπορεί να προκαλέσει το Κρεμλίνο να κατασκευάσει έναν άμεσο δρόμο για την Κριμαία. Αυτό θα σήμαινε μία χερσαία σύνδεση μεταξύ της Ρωσίας και της χερσονήσου.
Το Κίεβο θα απορρίψει σχεδόν σίγουρα οποιοδήποτε αίτημα της Μόσχας για έναν διάδρομο μεταφοράς που να συνδέει την ρωσική ομοσπονδία με την χερσόνησο της Κριμαίας, μέσω της νότιας ουκρανικής επικράτειας. Αυτό με τη σειρά του, θα μπορούσε να προκαλέσει το Κρεμλίνο να πάρει με τη βία τα απαραίτητα ουκρανικά εδάφη που χρειάζεται για να κατασκευάσει έναν δρόμο και μια σιδηροδρομική σύνδεση με την Κριμαία. Εάν συμβεί αυτό, δεν θα σημαίνει τίποτα λιγότερο από το ξέσπασμα ενός πολέμου υψηλής έντασης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας κατά μήκος των ακτών της Αζοφικής Θάλασσας.
Η Ουκρανία δεν είναι προετοιμασμένη για μια τέτοια σύγκρουση με μία από τις πιο βαριά εξοπλισμένες στρατιωτικές δυνάμεις παγκοσμίως και δεν θα μπορούσε να το κάνει μόνη της. ΟΙ συνέπειες ενός τέτοιου πολέμου θα ήταν καταστροφικές για τους Ουκρανούς και το κράτος τους. Θα έθετε τεράστια ρίσκα και προκλήσεις για τις γειτονικές χώρες της Ουκρανίας, ιδιαίτερα για τα κράτη-μέλη των ΕΕ και ΝΑΤΟ, Πολωνία, Σλοβακία, Ουγγαρία και Ρουμανία.
Ένα σημαντικό ποσοστό από τους 40 εκατ. Ουκρανούς πολίτες θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνουν πρόσφυγες. Πολλοί θα αποφάσιζαν να μετακινηθούν άμεσα προς τα δυτικά, εάν το ήδη κατεστραμμένο ουκρανικό κράτος εμπλακεί σε έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας, γίνει δυσλειτουργικό ή ακόμη και να καταστραφεί.
Επίσης, η Ουκρανία έχει τέσσερα πυρηνικά εργοστάσια -ένα εκ των οποίων είναι στη Zaporizhzia, μια περιοχή με λιγότερα από 300 χλ μακριά από τη σημερινή ζώνη πολέμου χαμηλής έντασης στην περιοχή Ντονμπας.
Αυτές οι απειλές δεν αποτελούν μυστικό για την πολωνική, σλοβακική, ουγγρική και ρουμανική πολιτική και πνευματική ελίτ. Ωστόσο, αυτές οι τέσσερις χώρες απροσδόκητα δεν κινήθηκαν για να τις αντιμετωπίσουν.
Ο λόγος για αυτή την πνευματική και πολιτική παρακμή μεταξύ των ελίτ της Ανατολικής Ευρώπης, είναι ο “στρατηγικός επαρχιωτισμός” (μια παθολογία της γερμανικής πολιτικής σκέψης μέχρι προσφάτως).
Ο στρατηγικός επαρχιωτισμός υποδηλώνει ότι οι ελίτ της Ανατολικής Ευρώπης βλέπουν την πρωτεύουσα της χώρας τους ως παραλήπτη, όχι ως το επίκεντρο μιας ισχυρής σε επιρροή σκέψης αναφορικά με την εξωτερική πολιτική, εντός της κοινότητας των δυτικών κρατών.
Όταν αναζητούν γεωπολιτική κατεύθυνση, οι περισσότεροι Ανατολικοευρωπαίοι διπλωμάτες, πολιτικοί και πνευματικοί άνθρωποι, στρέφονται στην Ουάσιγκτον, στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο, στο Παρίσι ή στο Βρελίνο. Όποια έννοια εξωτερικής πολιτικής και προτάσεις προέρχονται από αυτές τις πόλεις και από άλλες δυτικές πρωτεύουσες, θα συζητηθεί επίσης στη Βαρσοβία, στην Μπρατισλάβα, στη Βουδαπέστη και στο Βουκουρέστι. Όποια θέματα δεν είναι ευρέως συζητήσιμα στη Δύση, δεν κερδίζουν το ενδιαφέρον ης Ανατολικής Ευρώπης.
Για προφανείς γεωγραφικούς λόγους, η σταθερότητα, η ασφάλεια και η επιβίωση των χωρών της γκρίζας ζώνης της Ανατολικής Ευρώπης και του Νότιου Καυκάσου, δεν αντιμετωπίζονται ως υπαρξιακές απειλές στις συζητήσεις διεθνών σχέσεων στις ΗΠΑ, στη Βρετανία ή στη Γαλλία.
Η Πολωνία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία βρίσκονται στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη και είναι άμεσοι γείτονες της Ουκρανίας. Ωστόσο, εξαιτίας της έλλειψης κατανόησης για τις χώρες της γκρίζας ζώνης ακόμη πιο δυτικά στην Ευρώπη, οι επιπτώσεις της ενδεχόμενης αποσταθεροποίησής των δεν αντιμετωπίζεται ως κορυφαία προτεραιότητα στη Βαρσοβία, στη Μπρατισλάνα, στη Βουδαπέστη και στο Βουκουρέστι.
Παρά τις τεράστιες συνέπειες για όλη την περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, η μοίρα της Ουκρανίας αντιμετωπίζεται ως ένα ζήτημα μεταξύ διαφόρων άλλων προκλήσεων εξωτερικής πολιτικής και κάποιες φορές σχολιάζεται ακόμη και με συγκατάβαση στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Η γεωγραφική διαφυγή, η στρατηγική μυωπία και η εθνική εξύψωση, καταπιέζουν τον γεωπολιτικό ορθολογισμό, την στρατηγική προοπτική και τους υπολογισμούς που γίνονται σε διεθνές επίπεδο.
Η πραγματικότητα είναι πως ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η ΕΕ πρόκειται να διευρυνθούν περαιτέρω προς τα ανατολικά κάποια στιγμή σύντομα. Επίσης δεν πρόκειται να παράσχουν εγγυήσεις ασφάλειας πέρα από τα σύνορά τους, μέσα σε κάποιο πρόγραμμα “ΝΑΤΟ plus” ή εντός της τρέχουσας διαδικασίας σύνδεσης με την ΕΕ. Για την ώρα, οι ΗΠΑ είναι επίσης απίθανο να επεκτείνουν το μεγάλο τους σχήμα συμμάχων εκτός ΝΑΤΟ στην μη ασφαλή γκρίζα ζώνη της Ανατολικής Ευρώπης και του Νότιου Καυκάσου.
Οι πολιτικοί, διπλωμάτες και αναλυτές της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, θα πρέπει να γίνουν ρεαλιστές για τις συνέπειες ασφάλειας της γεωγραφικής θέσης των κρατών τους. Πρέπει να συντονίσουν πολύ πιο έντονα τις πολιτικές τους προς και με τους ανατολικούς γείτονές τους (ίσως, με την υποστήριξη άλλων ενδιαφερομένων χωρών της ΕΕ). Το να γίνουν τα πάντα για να καταστεί η τρέχουσα μετασοβιετική γκρίζα ζώνη λιγότερο γκρίζα, είναι το κεντρικό συμφέρον των νέων ανατολικών μελών του ΝΑΤΟ.