Nα μην γίνει κατηγορία για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα εις βάρος δύο καθηγητών, ενός μαθηματικού κι ενός βιολόγου, που εφέροντο να παρέδιδαν παρανόμως ιδιαίτερα μαθήματα, αποφάσισε με βούλευμα που εξέδωσε, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Το ΣΔΟΕ Νοτίου Αιγαίου συγκεκριμένα σε εκτέλεση σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε, προχώρησε στην άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων των δύο καθηγητών, που καταγγέλθηκαν για παράνομο πλουτισμό, μέσω της διενέργειας παράνομων φροντιστηρίων.
Το ΣΔΟΕ Νοτίου Αιγαίου, αφού ήλεγξε το σύνολο των καταθέσεων και των δαπανών των καταγγελλόμενων καθηγητών αλλά και μελών της οικογενείας τους, με πρώτο βαθμό συγγένειας, συνέταξε δύο πορίσματα στα οποία και αποφαίνεται αν δικαιολογούνται τα χρήματα που διακινήθηκαν στους λογαριασμούς τους, αλλά και οι αγορές αγαθών και ακινήτων στις οποίες προέβησαν.
Τα πορίσματα αυτά εξετάστηκαν ενδελεχώς από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου, που προχώρησε στην άσκηση ποινικής δίωξης.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε παραγγείλει τον Φεβρουάριο του 2007 προκαταρκτική έρευνα ζητώντας από τους περιφερειακούς Εισαγγελείς Πλημμελειοδικών να διαπιστώσουν εάν κατά παράβαση του νόμου καθηγητές δημοσίων λυκείων παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές της β’ και της γ’ λυκείου.
Η έρευνα διατάχθηκε έπειτα από αναφορά που έκανε ο πρώην πρόεδρος της ΟΕΦΕ κ. Γιώργος Χατζητέγας και επεκτάθηκε και στη Ρόδο.
Στις καταγγελίες που έκανε ο κ. Χατζητέγας και στο έγγραφο με τίτλο “Η Μαύρη Βίβλος των φροντιστών”, που παρέδωσε στον εισαγγελέα, δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα άτομα.
Το 2000 ωστόσο η ΟΕΦΕ κατέθεσε στο ΥΠΕΠ-Θ 500 ονόματα εκπαιδευτικών. Από τότε έγιναν εκατοντάδες ΕΔΕ αναφορικά με το θέμα, όμως η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο. Από τις λίστες των “επίορκων” ουδείς διανοήθηκε να υποβάλει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση.
Μόνο ένας από τη Ρόδο έστειλε επιστολή στην ΟΕΦΕ, για να διαμαρτυρηθεί ότι η λίστα ήταν ελλιπής και δεν περιελάμβανε τα ηχηρά ονόματα, ενώ συμπεριέλαβε τον ίδιο, ο οποίος λίγα μόνο ιδιαίτερα έκανε…
Εν πάση περιπτώσει σε εκτέλεση της παραγγελίας του πρώτου τη τάξει Εισαγγελέα της χώρας διενεργήθηκε αυτοπρόσωπη προκαταρκτική εξέταση από την οποία δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για κίνηση ποινικής δίωξης κατά συγκεκριμένων προσώπων αν και προέκυψαν υπόνοιες τελέσεως των ως άνω αδικημάτων από τους δύο ως άνω καθηγητές Λυκείων της πόλεως Ρόδου.
Μαθητής συγκεκριμένα κατέθεσε ότι κατά το σχολικό έτος 2006-2007 παρακολουθούσε ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθηματικό στον οποίο κατέβαλλε 150 ευρώ τον μήνα. Ο ισχυρισμός του, ωστόσο, αυτός δεν επιβεβαιώθηκε από τον μάρτυρα που επικαλέστηκε.
Από την ίδια προκαταρκτική έρευνα προέκυψαν υπόνοιες και για έναν βιολόγο πλην όμως δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί για τη λήψη κατάθεσης μαθήτρια η οποία φέρεται να παρακολουθούσε ιδιαίτερα μαθήματα έναντι αμοιβής.
Λίγο καιρό αργότερα σημειώθηκε και νέα παρέμβαση της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ρόδου μετά από νέα επώνυμη καταγγελία της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος σε βάρος 4 καθηγητών σχολείων της Ρόδου, που φέρονται να παρέδιδαν παρανόμως ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές των λυκείων στα οποία διδάσκουν.
Εν πάση περιπτώσει σε καταγγελία του πρώην προέδρου του Ο.Ε.Φ.Ε. κ Μ. Αμοιραδάκη επισυνάπτονται ανυπόγραφες καταγγελίες σε βάρος 4 καθηγητών, που καταγγέλλονται ότι παρέδιδαν παρανόμως ιδιαίτερα μαθήματα.
Η πρώτη καταγγελία προέρχεται από ανώνυμο, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο γιος του, μαθητής σε λύκειο της πόλεως Ρόδου, προσεγγίστηκε από το μαθηματικό και το βιολόγο του για να συμμετάσχει σε τμήμα παράνομου φροντιστηρίου.
Ισχυρίζεται παραπέρα ότι η άρνηση του παιδιού οδήγησε σε έναν ανελέητο ψυχολογικό πόλεμο από τους καταγγελλόμενους καθηγητές.
Η δεύτερη καταγγελία αφορά έναν μαθηματικό και ένα φυσικό οι οποίοι διδάσκουν σε σχολικό συγκρότημα Δήμου της δυτικής πλευράς του νησιού. Ο ανώνυμος καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι οι δύο καθηγητές εκβιάζουν τους μαθητές με τη βαθμολογία και τις εξετάσεις, υποστηρίζοντας ότι αναγκάζεται να καταβάλλει χρήματα από το υστέρημά τους, στους καταγγελλόμενους καθηγητές.
Εν πάση περιπτώσει η προκαταρκτική έρευνα επικεντρώθηκε σε έναν μαθηματικό και σε ένα βιολόγο μετά την κατάθεση ενός μαθητή ότι κατά το σχολικό έτος 2006 – 2007 παρακολουθούσε επ’ αμοιβή ιδιαίτερα μαθήματα στην οικία του βιολόγου έναντι του ποσού των 150 ευρώ το μήνα.
Περαιτέρω για τον καταγγελόμενο μαθηματικό δεν υπήρξε καμία μαρτυρική κατάθεση που να τον εμπλέκει σε παραδόσεις ιδιαιτέρων μαθημάτων, ενώ δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθεί για κατάθεση μια μαθήτρια.
Εν πάση περιπτώσει από τον έλεγχο που έγινε στις καταθέσεις του μαθηματικού και της συζύγου του προέκυψαν ερωτηματικά για την προέλευση καταθέσεων ύψους 92.000 ευρώ περίπου, αλλά και την έκδοση δύο επιταγών ύψους 90.000 ευρώ που εξέδωσε εις διαταγήν του και εν συνεχεία παρέδωσε στο νόμιμο εκπρόσωπο μιας εταιρείας.
Ο καθηγητής υποστήριξε στο πλαίσιο της έρευνας ότι τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς τους προέρχονται από την ανάλωση κεφαλαίου που είχε σχηματισθεί σε παρελθόντα έτη αλλά και από δωρεές της μητέρας του και του πεθερού του, που τους συνέδραμαν στα έξοδα ανατροφής των παιδιών τους.
Σε ό,τι αφορά τις επιταγές, αυτές αφορούν στην αγορά κατοικίας στην ανήλικη θυγατέρα τους από την εταιρεία.
Ο βιολόγος από την άλλη κλήθηκε να εξηγήσει από που προήλθαν καταθέσεις ύψους 94.000 ευρώ περίπου αλλά και για την αγορά οικοπέδου που δηλώθηκε στο συμβόλαιο για 41.000 ευρώ περίπου και επιταγής ύψους 150.000 ευρώ περίπου, που φέρεται να δόθηκε για την αγορά του.
Οι καταθέσεις του, όπως είπε, καλύπτονται από γονικές παροχές του πατέρα του αλλά και του αδελφού και του παππού της συζύγου του. Όπως τόνισε έχουν μάλιστα δηλωθεί στην αρμόδια ΔΟΥ.
Σε ό,τι αφορά τη διαφορά που προκύπτει από την αγορά του οικοπέδου υποστήριξε ότι προέκυψε διότι υπήρχε υποθήκη στο ακίνητο η οποία έπρεπε να εξαλειφθεί.
Υπήρξε, όπως υποστήριξε, άτοκος δανεισμός προκειμένου να εξαλειφθεί η εν λόγω υποθήκη και συμπεριλήφθη η επιστροφή των χρημάτων προς διευκόλυνση στην εν λόγω επιταγή.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου έκρινε για τον πρώτο ότι οι φερόμενες ως ανακριβείς δηλώσεις φόρου εισοδήματος των ετών 2006, 2007 και 2008, οι οποίες με βάση το ποσό του αναλογούντος στα ανωτέρω αποκρυβέντα εισοδήματα φόρου, επ’ ουδενί προσέγγιζαν το όριο των 150.000€ ανά φορολογικό έτος, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί κακουργήματος.
Για τον δεύτερο ομοίως, εξαιτίας της αδυναμίας στοιχειοθέτησης αξιόποινης φοροδιαφυγής στο εισόδημα, δεν είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση ούτε του εξαρτημένου εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (ή κι αν ήθελε υποτεθεί ότι στοιχειοθετήθηκε ουδέποτε έλαβε κακουργηματικό χαρακτήρα, με συνέπεια να τυγχάνει ούτως ή άλλως παραγεγραμμένη ως εκ του χρόνου τέλεσης).
Ως συνήγορος υπεράσπισής τους παρέστη ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης.
Προηγούμενο άρθροΦάρμακα στα σούπερ μάρκετ τον Δεκέμβριο