ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Στο Εurogroup της Δευτέρας, όπου έγινε η πρώτη επίσημη συζήτηση για την εμβάθυνση της Ευρωζώνης και τον αναβαθμισμένο ρόλο που θα αναλάβει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης, όλοι οι υπουργοί έδειξαν να συμφωνούν, αλλά δεν είναι μυστικό ότι οι διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν ανάμεσα στα δύο βασικά στρατόπεδα τους επόμενους μήνες θα είναι δύσκολες και επίπονες. Γαλλία και Γερμανία πρόκειται να κονταροχτυπηθούν, παρά την καλή σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στην Αγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν, διότι εκφράζουν δύο διαφορετικές σχολές σκέψης.
Στη συνάντηση της Δευτέρας, παρά το νοσταλγικό κλίμα λόγω της αποχώρησης του Γερμανού υπουργού Οικονομικών και παρόλο που όλοι οι υπουργοί συμφώνησαν σε γενικές γραμμές για το πώς θα πρέπει να μετεξελιχθεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης, φάνηκε ότι υπάρχει πολύς δρόμος να διανυθεί μέχρι να υπάρξει συμφωνία. Το τρισέλιδο έγγραφο για το πώς βλέπει η Γερμανία την εμβάθυνση της Ευρωζώνης, παρακαταθήκη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είχε γραφτεί στα τέλη Σεπτεμβρίου, λίγο πριν ο Γάλλος πρωθυπουργός Μακρόν παρουσιάσει το όραμά του για την αναμόρφωση της Ε.Ε.
Το βασικό σημείο διαφωνίας ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία είναι ότι στο Βερολίνο δεν δέχονται τη δημιουργία ενός προϋπολογισμού για τις χώρες της Ευρωζώνης. «Ο υφιστάμενος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι πιο στενά συνδεδεμένος με τα κράτη-μέλη τα οποία πληρούν τις ειδικές συστάσεις που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε τακτά χρονικά διαστήματα», λέει το έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, επιμένοντας στη γνωστή γερμανική στάση ότι μόνο μετά το μαστίγιο έρχεται το καρότο, δηλαδή χρήματα μπορούν να δοθούν σε μία χώρα μόνον αν συνοδεύονται από περισσότερες μεταρρυθμίσεις, κάτι που βρίσκει αντίθετο το Παρίσι.
Το Βερολίνο είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικό και με την πρόταση του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης Κλάους Ρέγκλινγκ για τη δημιουργία ενός ταμείου «για τις δύσκολες μέρες», όπως το ονομάζει ο τελευταίος. Αυτό θα είναι ένα νέο ταμείο υπό την ομπρέλα του ESM για περιπτώσεις που η οικονομία μιας χώρας περάσει μια μεγάλη δοκιμασία, όπως μπορεί να περάσει, για παράδειγμα, η Ιρλανδία με το Brexit, έπειτα από φυσική καταστροφή ή για να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικό πρόγραμμα ανεργίας. Το ποσό των περίπου 100-200 δισ. ευρώ έχει προταθεί, σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους, ως αρχικό κεφάλαιο για ένα τέτοιο ταμείο.
Και μπορεί ο κ. Ρέγκλινγκ να δήλωνε ότι «αυτό μπορεί να συμβεί μόνον αν υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης συμμορφώνονται με τους κανόνες που έχουν συμφωνήσει», για να καθησυχάσει το Βερολίνο, το έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών ανέφερε ότι ένα τέτοιο ταμείο «δεν είναι απαραίτητο για τη σταθερότητα της νομισματικής ένωσης».
Συγχρόνως, άλλα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο τρισέλιδο έγγραφο φαίνεται να πατάνε σε γαλλικές κόκκινες γραμμές, όπως στο θέμα του χρέους. Στο έγγραφο αναφέρεται ότι οποιαδήποτε χώρα χρειαστεί νέο πρόγραμμα, θα πρέπει αυτομάτως να γίνεται αναδιάρθρωση του χρέους της. Οι Γάλλοι αντιτίθενται σε αυτήν την πρόταση, γιατί φοβούνται ότι μια αυτόματη αναδιάρθρωση χρέους θα δημιουργήσει αναταράξεις στις αγορές. Κάτι τέτοιο υποστηρίζουν θα αύξανε το κόστος των κρατικών ομολόγων και θα έκανε «περισσότερο κακό, παρά καλό».
Η συζήτηση για τα παραπάνω θέματα ίσως ακόμα να είναι πρόωρη, αλλά δείχνει ότι θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Μέχρι στιγμής, οι υπουργοί Οικονομικών έχουν συμφωνήσει ότι σε επόμενη μελλοντική κρίση ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης μαζί με την Κομισιόν θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναλάβουν δράση χωρίς τη συμβολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως γίνεται μέχρι τώρα, αναλαμβάνοντας περισσότερες αρμοδιότητες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ESM, εκτός από τον εποπτικό έλεγχο που ασκεί στις χώρες που ήταν σε πρόγραμμα, θα τον ασκεί και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη, χωρίς όμως να πάρει τις αρμοδιότητες της Κομισιόν που επισήμως έχει αναλάβει να ασκεί αυτή την εποπτεία. Η χρυσή τομή αναμένεται να βρεθεί. Επόμενη σημαντική στάση είναι η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης στις 14-15 Δεκεμβρίου, όπου το θέμα θα τεθεί σε επίπεδο αρχηγών κρατών-μελών.