Με την υπ.αρ. 1566/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίνεται τελεσίδικα ότι τα επανειλημμένα τηλεφωνήματα από εισπρακτικές εταιρείες προς οφειλέτες, υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο μέτρο που οφείλεται στις συναλλαγές και επομένως προσβάλουν την προσωπικότητα των οφειλετών, οι οποίοι για τον λόγο αυτό δικαιούνται αποζημιώσεως.
«…Με την ως άνω αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, εξέθεσε, ότι κατά τον σε αυτήν αναφερόμενο τόπο και χρόνο εκλάπη η αναφερόμενη πιστωτική κάρτα, που είχε εκδώσει και παραδώσει σε αυτόν η υπό στοιχ. 1′ ως άνω πρώτη εκκαλούσα.
Ότι ενημέρωσε αυθημερόν περί της κλοπής την τράπεζα, πλην όμως μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από υπάλληλο της υπό στοιχ. 2′ ως άνω εκκαλούσας εισπρακτικής εταιρίας με την επωνυμία … ότι οφείλει το ποσό των 1.100, προερχόμενο από αναλήψεις μέσω της ανωτέρω πιστωτικής κάρτας.
Ότι, περαιτέρω, καίτοι τελούσε σε συνεννόηση με την ανωτέρω τράπεζα προς διερεύνηση των αναλήψεων αυτών, δέχθηκε κατά το σε αυτήν (αγωγή) αναφερόμενο χρονικό διάστημα συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις από διαφόρους υπαλλήλους της ως άνω εισπρακτικής εταιρίας, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της τράπεζας, μέσω των οποίων υπέστη υβριστική, παράνομη και προσβλητική συμπεριφορά εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων, όπως με κάθε λεπτομέρεια εκθέτει.
Με βάση δε τα παραπάνω ζήτησε να υποχρεωθούν οι υπό στοιχ. 1′ και 2′ ως άνω εκκαλούσες να του καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη, το ποσό των 11.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προεκτεθείσα προσβολή της προσωπικότητάς του.
Μετά από τη συζήτηση κατ’’ αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τις υπό στοιχ. Υ και 2′ ως άνω εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστη, το ποσό των 3.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι υπό στοιχ. 1′ και 2′ ως άνω εκκαλούσες, με την κρινόμενη έφεσή τους για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή…
Καθ’’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και δη επί τρίμηνο υπάλληλοι της δεύτερης εκκαλούσας εισπρακτικής εταιρίας προέβαιναν ε διαρκείς οχλήσεις προς τον εφεσίβλητο, προς τον οποίον απευθύνονταν με τρόπο πιεστικό, προσβλητικό και υποτιμητικό, αντιμετωπίζοντας αυτόν, τόσο προσωπικά όσο και έναντι του οικογενειακού και επαγγελματικού του περιβάλλοντος, ως πρόσωπο αφερέγγυο και ανειλικρινές, με αποτέλεσμα να του δημιουργήσουν εύλογη αναστάτωση και αισθήματα θυμού, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γεγονότος, ότι βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία αμφισβητήσεως εκ μέρους του της οφειλής έναντι της πρώτης εκκαλούσας τράπεζας.
Τα ανωτέρω ενισχύονται ιδίως από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του μάρτυρος του εφεσιβλήτου …, ο οποίος είχε άμεση αντίληψη περί των όσων κατέθεσε, και δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, καθώς επίσης και εν μέρει από την κατάθεση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του μάρτυρος της δεύτερης εκκαλούσας, ο οποίος υπό την ιδιότητά του ως διευθυντή προσωπικού αυτής κατέθεσε με σαφήνεια, ότι υπάλληλοί της επικοινώνησαν με τον εφεσίβλητο επτά φορές μέσα σε χρονικό διάστημα 18 ημερών.
Η ως άνω προεκτεθείσα εξακολουθητική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της δεύτερης εκκαλούσας εισπρακτικής εταιρίας, η οποία λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της πρώτης εκκαλούσας τράπεζας, ενόψει του τρόπου και του χρόνου, υπό τους οποίους εκδηλώθηκε και περιγράφηκαν ανωτέρω, υπερέβη το επιβαλλόμενο μέτρο, που οφείλεται στις συναλλαγές, και προσέβαλε επανειλημμένα την προσωπικότητα του εφεσιβλήτου, τόσο ως συναλλασσομένου όσο και ως επαγγελματία.
Η δε χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της σε αυτόν (εφεσίβλητο) εντεύθεν αυτής προκληθείσας ηθικής βλάβης, ενόψει του είδους και της έκτασης της προσβολής και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των εμπλεκομένων μερών, πρέπει να ανέλθει στο ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, και, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτώς αντικαθιστά, δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και, συνεπώς, οι προβαλλόμενοι σχετικοί λόγοι εφέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι…»
Δικηγόρος- Διαμεσολαβήτρια