ΑΠ 1193/2016 (ποιν.): Εκπροσώπηση κατηγορουμένου από συνήγορο, ο οποίος κατά το χρόνο εκδίκασης δεν είχε την ιδιότητα του δικηγόρου διότι είχε διαγραφεί από το Δικηγορικό Σύλλογο. Απόλυτη ακυρότητα που αφορά στην εκπροσώπηση του κατηγορουμένου, έστω κι αν προκλήθηκε από υπαιτιότητά του Εισαγγελέα ή του διαδίκου, δύναται να προταθεί και από τον ίδιο.
«Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, εκτός άλλων, την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου.
Τέτοια διάταξη, αναφερόμενη στην εκπροσώπηση του κατηγορουμένου, από τη μη τήρηση (παραβίαση) της οποίας ανακύπτει ακυρότητα της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, είναι και εκείνη του άρθρου 340 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., κατά την οποία “Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του…..Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι` αυτόν…..”, η διάταξη δε αυτή εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με τα άρθρα 501 παρ. 1 εδ. α’ και 502 παρ. 1 εδ. α’ και δ’ του ίδιου Κώδικα. Συνήγορος για την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου σε ποινική δίκη, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, μπορεί να διοριστεί οποιοσδήποτε δικηγόρος ασκεί νομίμως το λειτούργημά του στην Ελλάδα.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 173 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ., “Εκτός από την απόλυτη ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 171, η ακυρότητα που προήλθε από ενέργεια ή από παράλειψη του εισαγγελέα ή του διαδίκου ή που έγινε δεκτή ρητά από αυτούς δεν μπορεί να προταθεί από τους ίδιους”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η σχετική ακυρότητα, αν προήλθε από ενέργεια ή παράλειψη του εισαγγελέα ή του διαδίκου, έστω και αν ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον, δεν μπορεί να προταθεί από αυτούς, ενώ, αντιθέτως, η απόλυτη ακυρότητα, όπως η αναφερόμενη στην κατά τα άνω εκπροσώπηση του κατηγορουμένου, έστω και αν προκλήθηκε από υπαιτιότητα του εισαγγελέα ή του διαδίκου, δύναται να προταθεί από αυτούς και να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 2004/2014, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία η τότε δεύτερη κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη (κατά πλειοψηφία), σε δεύτερο βαθμό, για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους με τριετή αναστολή, προκύπτει, ότι εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του ανωτέρω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου για λογαριασμό της απούσας δεύτερης κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, κατά πιστή αντιγραφή από τα πρακτικά, “ο δικηγόρος Αθηνών Κ. Α. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), ο οποίος δήλωσε ότι, δυνάμει της από 4-3-2014 εξουσιοδοτήσεως, η εκκαλούσα-κατηγορουμένη τον διόρισε για να παραστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και να την εκπροσωπήσει. Την ανωτέρω έγγραφη εξουσιοδότηση προσκόμισε στο Δικαστήριο και κατόπιν προτάσεως της Εισαγγελέως, αναγνώσθηκε”, το δε Δικαστήριο εκείνο στη συνέχεια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 340 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., έκρινε ότι “είναι επιτρεπτή η εκπροσώπηση της δεύτερης εκκαλούσας-κατηγορουμένης από τον προαναφερόμενο συνήγορο”, ο οποίος την εκπροσώπησε και άσκησε κατά τη διεξαγωγή της δίκης αυτής καθήκοντα συνηγόρου υπερασπίσεώς της, ενεργώντας όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι’ αυτήν μέχρι του πέρατος της συζητήσεως.
Περαιτέρω, όμως, από την επισκόπηση της επικαλούμενης με το αναιρετήριο από 26-3-2014 βεβαιώσεως του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Τμήματος Μητρώου), που περιέχεται στη δικογραφία, προκύπτει, ότι ο προαναφερόμενος εκπροσωπήσας την αναιρεσείουσα, ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας, ως συνήγορος, Κ. Α. …, ο οποίος κατά το παρελθόν ήταν μέλος του παραπάνω Δικηγορικού Συλλόγου με …, διεγράφη την 12-4-2006. Ενόψει τούτου, αφού αυτός δεν έφερε την ιδιότητα του δικηγόρου κατά το χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως (5-3-2014), επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η άνω κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα δεν εκπροσωπήθηκε νομίμως (κατά τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 σε συνδ. με το άρθρ. 502 παρ.1 εδ. α’ και δ’ Κ.Ποιν.Δ.) στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου της ουσίας.
Η μη τήρηση της προπαρατεθείσας διατάξεως περί εκπροσωπήσεως αυτής δια συνηγόρου επέφερε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, μπορεί δε να προταθεί και από την ίδια την αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ανεξαρτήτως από τυχόν υπαιτιότητα αυτής για την πρόκλησή της, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο για τον προεκτεθέντα λόγο, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Ποιν.Δ., είναι βάσιμος, πρέπει δε, εξαιτίας της πλημμέλειας αυτής και κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου, να αναιρεθεί, ως προς τη δεύτερη κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών αναιρετικών λόγων, ως αλυσιτελών». (areiospagos.gr)