Αυτή τη στιγμή η Ε.Ε. είναι προσηλωμένη σε έναν στόχο: πιέζει τη Βρετανία να πληρώσει όσο γίνεται περισσότερο για το διαζύγιο. Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες εύλογα διστάζουν να συνάψουν συμφωνία με ένα πρόσωπο που ενδέχεται να μην είναι πρωθυπουργός όταν η Βρετανία θα αποχωρεί από την Ε.Ε. σε 17 μήνες. Η Ε.Ε. βρίσκεται σε πλεονεκτική διαπραγματευτική θέση, καθώς η Βρετανία ενδιαφέρεται κυρίως για τις μελλοντικές εμπορικές της σχέσεις με την τεράστια αγορά που βρίσκεται στην πόρτα της. Παρά τα όσα λέγονται στο Λονδίνο πως ετοιμάζονται για το ενδεχόμενο να μην υπάρξει συμφωνία, η Βρετανία θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει την καταστρεπτική έκβαση των συνομιλιών.
Αν η Ε.Ε. ευνοείται από το οικονομικό μέγεθός της και από τον χρόνο, το ισχυρότερο χαρτί της βρετανικής κυβέρνησης είναι το χρήμα, το χαρτί που έχει παίξει επί αιώνες, συχνά μεταμφιεσμένο. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι έχει ήδη κάνει την πρώτη υποχώρηση, υποσχόμενη να καταβάλει τις προβλεπόμενες εισφορές της Βρετανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό τα πρώτα δύο χρόνια. Αυτές οι πληρωμές ανέρχονται σε περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως και μπορούν να καλύψουν το άμεσο πρόβλημα της Ε.Ε.: το κενό που θα παρουσιαζόταν στα οικονομικά της τα δύο τελευταία χρόνια του τρέχοντος προγράμματός της για το διάστημα 2014 – 2020. Αυτά τα χρήματα δεν θα είναι αρκετά για δύο λόγους. Πρώτον, ότι η Ε.Ε. πρακτικά δανείζεται από το μέλλον. Θεωρητικά δεν μπορεί να δανείζεται για να καλύψει τις δαπάνες της. Μέσω, όμως, των λογιστικών της πρακτικών, καταφέρνει να δεσμεύεται για δαπάνες που θα πληρωθούν από τις μελλοντικές
εισφορές κρατών-μελών της.
Εν ολίγοις, ακόμη και μετά το 2020 πρέπει να πληρώνει για δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του τρέχοντος επταετούς προϋπολογισμού.
Αυτός ο όγκος των απλήρωτων λογαριασμών αναμένεται να φτάσει στα 254 δισ. ευρώ στα τέλη του 2020. Οι εκτιμήσεις για το τι οφείλει η Βρετανία ποικίλλουν, αλλά, αν λάβουμε υπ’ όψιν πόσο έχουν ενδεχομένως δαπανηθεί σε προγράμματα για τη Βρετανία, πρέπει να ανέρχεται περίπου σε 20 δισ. ευρώ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ε.Ε. έχει υποχρεώσεις, καθώς πρέπει να καταβάλει συντάξεις του προσωπικού των κοινοτικών θεσμών, που στα τέλη του 2016 υπολογίζεται ότι έφταναν στα 67 δισ. ευρώ. Και βέβαια, περιμένει ότι θα συμμετάσχει στην καταβολή τους και η Βρετανία. Αυτό σημαίνει πως ο λογαριασμός για τη Βρετανία ενδέχεται να φτάσει κάπου ανάμεσα στα 30 δισ. και στα 40 δισ. ευρώ, πέραν των 20 δισ. ευρώ που θα έχουν καταβληθεί στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Το χρήμα είναι το ισχυρό χαρτί της Βρετανίας στις διαπραγματεύσεις αλλά υπόκειται σε περιορισμούς πολιτικής φύσεως.
Οι οπαδοί του Brexit υπερέβαλαν σε ό,τι αφορά τις εισφορές της χώρας τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό και υποστήριζαν ότι αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσαν να διοχετευθούν στο σύστημα υγείας της χώρας. Επομένως, αν η χώρα αναγκαστεί να πληρώσει τόσο πολλά, το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο.
Ο προβληματισμός στη Βρετανία για το πόσο μπορεί να υποχωρήσει είναι οξύτατος και δεν αποκλείεται να καταρρεύσουν οι συνομιλίες μέσα στο έτος. Εν μέσω των πολιτικών εντάσεων στο Λονδίνο, είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς το σκληρό δημοσιονομικό μέλλον που περιμένει την Ε.Ε., ακόμη κι αν η Βρετανία πληρώσει ένα ακριβό διαζύγιο. Η επιμονή της Ε.Ε. να πληρώσει η Βρετανία προδίδει τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η πρώτη όταν λήξει η μεταβατική περίοδος.
Τότε θα χάσει έναν από τους σημαντικότερους χορηγούς της, τον δεύτερο μετά τη Γερμανία, σύμφωνα με στοιχεία του 2015. Αυτή τη στιγμή, η Ε.Ε. είναι ενωμένη στο αίτημά της να πληρώσει η Βρετανία τον λογαριασμό του διαζυγίου. Από τη στιγμή, όμως, που θα φύγει, θα αρχίσουν οι τριβές για τα χρήματα, και ο στόχος της περαιτέρω ενοποίησης θα είναι πιο δύσκολο από ποτέ να επιτευχθεί.