Τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών αντικατοπτρίζουν νίκη ανάμεικτη με απογοήτευση για την Καγκελάριο Angela Merkel. Αν και η Merkel θα είναι για τέταρτη φορά Καγκελάριος, το CDU/CSU του οποίου ηγείται έχασε 20% των εδρών του στη βουλή. Φαίνεται ότι η Merkel θα πρέπει να δημιουργήσει έναν συνασπισμό χωρίς τη συμμετοχή του μακροχρόνιου εταίρου της, του SPD, το οποίο ανακοίνωσε την πρόθεσή του να μετακινηθεί στην αντιπολίτευση. Αυτά τα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με την ενίσχυση του ριζοσπαστικού ακροδεξιού AfD, πιθανότατα θα έχουν μεγαλύτερη σημασία για την εξωτερική πολιτική της τέταρτης κυβέρνησης της Merkel. Ιδιαίτερο ζήτημα θα είναι η ικανότητά της να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η γερμανία και η Ευρωπαϊκή ΈΝωση: μαζική μετανάστευση από τη Μέση Ανατολή, οι διατλαντικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, και η ρωσική επιθετικότητα.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου δεν ήταν τα καλύτερα για την Γερμανίδα Καγκελάριο, παρά την εκλογή της για τέταρτη συνεχόμενη φορά. Η Merkel πήγε στις εκλογές ως η ηγέτης ενός μεγάλου συνασπισμού που κατείχε το 70% των εδρών στο κοινοβούλιο, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση, το Die Linke, είχε μόλις το 8,3% των εδρών. Ωστόσο, ενώ κέρδισε τον μεγαλύτερο αριθμό των εδρών στο κοινοβούλιο (33%), η παράταξη της Merkel, που περιλαμβάνει το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα στη Βαυαρία (CDU/CSU), έχασε το 20% της εκλογικής του ισχύος. Επιπλέον, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD), το οποίο τα τελευταία χρόνια ήταν εταίρος της ευρύτερης κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας της Γερμανίας, πιθανότατα δεν θα ενταχθεί στην επόμενη κυβέρνηση της Merkel καθώς ο ηγέτης του, Martin Schulz, ανακοίνωσε την πρόθεση του κόμματος να μετακινηθεί στην αντιπολίτευση. Υπό το πρίσμα αυτών των περιορισμών, φαίνεται ότι η Merkel θα ηγηθεί ενός συναπισμού μαζί με τους Πράσινους και το Φιλελεύθερο Κόμμα (που κατέχουν το 9% και 10,7% αντιστοίχως) -που θα ελέγχειι το 52% των εδρών στο κοινοβούλιο. Την ίδια στιγμή, θα αντιμετωπίσει σχετικά ευρεία αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένου και του SPD στα αριστερά, που κατέχει το 20% των εδρών στη Βουλή, και του ριζοσπαστικού ακροδεξιού AfD, το οποίο έλαβε το 12,6% των εδρών, και έγινε το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που μπαίνει στη γερμανική βουλή μετά το Β΄ Πσγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτός ο μικρός συνασπισμός θα αποτελέσει μια έντονη αλλαγή από την σταθερότητα που απολάμβανε η Merkel τα τελευταία χρόνια. Αυτή η σταθερότητα είναι που την βοήθησε να διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική που χρησιμοποιούσε για την σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 και να πάρει τη μερίδα το λέοντος από το βάρος των προσφύγων που έφθασαν στην Ευρώπη από τη Μέση Ανατολή στο διάστημα 2015-2016. Αυτά τα μέτρα έχουν τοποθετήσει τη Γερμανία ως το βασικό σημείο αναφοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης έχουν τοποθετήσει τη Merkel στη θέση του πιο σημαντικού πολιτικού ηγέτη της ΕΕ υπό το πρίσμα των πολλών προκλήσεων που αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια.
Το βασικό ερώτημα είναι εάν η περιορισμένη εντολή που έχει τώρα η Merkel. θα οδηγήσει σε αλλαγή της βασικής εξωτερικής πολιτικής της οποίας ηγείται η κυβέρνησή της τα τελευταία χρόνια, τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ. Αν και μετά τις εκλογές ο Peter Wittig, Γερμανός πρεσβευτής στις ΗΠΑ, δήλωσε ότι “θα υπάρξει συνέχεια στο ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη και στον κόσμο” και ότι “η Καγκελάριος έχει δηλώσει πως θέλει να συνεχίσει τις επιτυχημένες οικονομικές της πολιτικές του ελεύυερου εμπορίου και την ξεκάθαρη θέση της για την μεταρρύθμιση της ΕΕ”, είναι ασαφές εάν ο συνασπισμός της Merkel θα της επιτρέψει να ασκήσει μια πολιτική που θα ενθαρρύνει την απώλεια περισσότερων ψήφων προς το ακροδεξιό AfD. Το εν λόγω κόμμα καθιερώθηκε με την αντίθεσή του στην ελληνική διάσωση από την οικονομική κρίση και χαρακτηρίστηκε ως αντίπαλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εκλογική του καθιέρωση ήρθε από την έντονη αντίθεσή του στην απόφαση της Merkel να ανοίξει τις πύλες της Γερμανίας στα πρόσφατα κύμματα μεταναστών.
Οι φόβοι για επανάληψη της μαζικής μετανάστευσης μπορεί να επηρεάσουν άμεσα την εξωτερική πολιτική της γερμανίας που πρόκειται να διεξάγει εναντίον της κυβέρνησης Erdogan στην Τουρκία. Η συμφωνία που υπέγραψε η Merkel με την Τουρκία, που δεσμεύει την Τουρκία να επιτρέπει στους μετανάστες να μένουν εντός των συνόρων της, σίγησε προσωρινά την εθνικιστική κριτική που ασκούσαν τα μέλη του ακροδεξιού κόμματος στη γερμανία. Ωστόσο, τους τελευταίους μύννες, η ένταση μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας έχει αυξηθεί ως αποτέλεσμα των πολιτικών καταστολής του Erdogan έναντι των αντιπάλων του, μετά από την απόπειρα πραξικοπήματος που έλαβε χώρα στην Τουρκία το καλοκαίρι του 2016 καθώς και τα αποτελέσματα του τουρκικού δημοψηφίσματος που διεύρυναν τις προεδρικές εξουσίες του Erdogan. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η Merkel άφησε να εννοηθεί ότι θέλει να δώσει τέλος στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για την ΕΕ και ως απάντηση ο Erdogan κάλεσε τον τουρκικό πληθυσμό της Γερμανίας, που ανέρχεται σε περίπου 3 εκατομμύρια, να ψηφίσουν εναντίον των μεγάλων κομμάτων. Μια τουρκική ψήφος υπέρ των περιθωριακών κομμάτων ή η απουσία των τουρκικών ψήφων θα πρέπει να ερμηνευτεί ως αλλη μία ένδειξη αποτυχίας της ενοποίησης των Μουσουλμάνων στη γερμανία και πιθανώς αυτό θα αυξησει την στήριξη για το AfD. Οι ανησυχίες αναφορικά με την τάση αυτή, φαίνεται ότι παρακινούν τη Merkel να συνεχίσει τη συνεργασία με τον Erdogan στο ζήτημα των προσφύγων, παρά τις εντάσεις μεταξύ των δύο ηγετών.
Επίσης, ο Αερικανός πρόεδρος Trump δεν ταράζεται από τη διάβρωση της υποστήριξης της Merkel από τους Γερμανούς. Ο Trump, ο οποίος έχει επιτεθεί στη Merkel για σειρά θεμάτων, κυρίως για τη μεταναστευτική της πολιτική, είναι πιο κοντά στην πολιτική των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης παρά στη Merkel. Η εκλογική ενίσχυση του AfD εις βάρος του συντηρητικού CDU, δείχνει ότι οι αξίες που διακηρύσσει ο trump έχουν παρόμοιο βάρος μεταξύ των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Merkel. Η μαζική εκλογική στήριξη για το ακροδεξιό κόμμα είναι πιθανό να σημάνει στη Merkel και στον συνασπισμό της ότι ο λαός έχει κουραστεί από τη φιλελεύθερη ιδεολογία, και ότι πρέπει να περιορίσει την πολιτική της. Θα μπορούσε επίσης να μειώσει τις πιθανότητες η Γερμανία να βοηθήσει μία άλλη χώρα της ευρωζώνης στην περίπτωση που βρεθεί σε οικονομική κρίση. Την ίδια στιγμή, το τέλος της προεκλογικής εκστραστείας στη Γερμανία -στη διάρκεια της οποίας η Merkel χαρακτηρίστηκε ως ο ηγέτης του φιλελεύθερου κόσμου ασκώντας έντονη κριτική στην πολιτική του Trump αναφορικά με το εμπόριο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα -μπορεί να αναμένεται ότι θα βελτιώσει τις παγωμένες σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ.
Ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin φαίνεται να είναι ο κύριος οφελημένος απο το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών. ΠΑρά τη συνεχιζόμενη προσπάθεια της Γερμανίας να χτίσει μια στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία και τη σημαντική της εξάρτηση από τις εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, η ρωσική εξωτερική πολιτική υποχρέωσε τους φορείς χάραξης πολιτικής στη Γερμανία να συμπεράνουν ότι η προσέγγισή τους δεν θα έχει απάντηση. Η επιθετκή πολιτική του Κρεμλίνου τα τελευταία χρόνια -με παραδείγματα την προσάρτηση της Κριμαίας, την κατάρριψη του αεροπλάνου των Μαλαισιανών Αερογραμμών πάνω από την Ουκρανία από φιλο-Ρώσους αντάρτες (2015) και τη ρωσική εμπλοκή στη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία γενικότερα- οδήγησε τον υπουργό Εξωτερικών Sigmar Gabriel να ανακοινώσειτο τέλος της στρατηγικής εταιρικής σχέσης με τη Ρωσία. Η Γερμανία στη συνέχεια μεσολάβησε στις συζητήσεις Ρωσίας-Ουκρανίας (στη διαδικασία του Μινσκ) και ηγήθηκε των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας. Αν και η Γερμανία αντέδρασε στις κυρώσεις που επέβαλε προσφάτως το Αμερικανικό Κογκρέσο στη Ρωσία, το Βερολίνο θεωρείται ως το κύριο εμπόδιο της επέκτασης της ρωσικής επιρροής στην Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα δημοσιεύματα αναφορικά με τη ρωσική δραστηριότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις ημέρες πριν από τις εκλογές, με στόχο τη στήριξη του AfD, δεν θα πρέπει να αποτελούν έκπληξη. Η παρέμβαση της Ρωσίας στην προεκλογική εκστρατεία της Γερμανίας μπορεί να θεωρηθεί ως μια άμεση επέκταση της ανοικτής και ενεργούς παρέμβασης για λογαριασμό των ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων που υποστηρίζουν την επανεθνικοποίηση της Ευρώπης στο πλαίσιο μιας στρατηγικής αντίληψης ότι μια αποδυναμωμένη ΕΕ θα σήμαινε μια αυξημένη σφαίρα της ρωσικής επιρροής. Ειδικά μετά την εκλογή του Trump, η Angela Merkel παραμένει μεταξύ των μόνων ηγετών στη Δύση που δεσμεύονται να διατηρήσουν τη σταθερότητα της ΕΕ. Η αποδυνάμωση της θέσης της στη Γερμανία θα μειώσει σε κάποιο βαθμό την ικανότητά της να εργάζεται για την διατήρηση της Ένωσης, όπως έκανε στο παρελθόν.
Αναφορικά με την ειδική σχέση μεταξύ Ισραήλ και γερμανίας, η Merkel, η οποία έχει εκφράσει την άνευ όρων στήριξή της για την ασφάλεια του Ισραήλ, πιθανώς θα διατηρήσει τις στενές σχέσεις με το Ισραήλ και την καταπολέμηση του αντίσημιτισμού που έχει αυξηθεί στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια. Μπορεί να αναμένεται να διατηρήσει αυτή την πορεία παρά τις πολιτικές παθολογίες που έχουν σκιάσει τις σχέσεις γερμανίας-Ισραήλ τον τελευταίο χρόνο. Πραγματικά, το πάγωμα από την πλευρά της γερμανικής κυβέρνησης, της συμφωνίας για τα υποβρύχια με το Ισραήλ, δεν προέκυψε από μια αλλαγή στις γερμανό-ισραηλινές σχέσεις, αλλά μάλλον για να επιτρέψει την ολοκλήρωση των νομικών διαδικασιών που ήταν σε εξέλιξη σε Ισραήλ και Γερμανία αναφορικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, η αποχώρηση του SPD από την κυβέρνηση, που προωθούσε μια επικριτική στάση προς το Ισραήλ, είναι πιθανό να οδηγήσει στην επιλογή ενός Γερμανού υπουργού Εξωτερικών που είναι φιλικός προς το Ισραήλ -που σημαίνει, πιο φιλικός από τον απερχόμενο Gabriel, ο οποίος ήταν συχνά επικριτικός προς το Ισραήλ στο πλαίσιο του αδιεξόδου της πολιτικής διαδικασίας Ισραήλ-Παλαιστινίων.