Σοβαρή δυσπιστία δείχνουν οι καταθέτες προς το τραπεζικό σύστημα, καθώς σε ποσοστό 60% δηλώνουν ότι “έχουν λίγη ή καθόλου εμπιστοσύνη στις τράπεζες όσον αφορά την ασφάλεια των καταθέσεών τους”.
Η εμπιστοσύνη, όπως προκύπτει από έρευνα της Alvarez & Marshal για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος την οποία δημοσιεύει η “Καθημερινή της Κυριακής”, παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη δύο χρόνια μετά την επιβολή των capital controls και αποτελεί τον βασικό ανασταλτικό παράγοντα για την πιο ουσιαστική χαλάρωση των περιορισμών.
Βάσει των συμπερασμάτων της έρευνας:
-Η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα είναι χαμηλή.
-Η άρση των capital controls θα παιτήσει τρία ή περισσότερα χρόνια.
-Η πλειονότητα δηλώνει ότι δεν θα αποσύρει τα χρήματα από τις τράπεζες σε περίπτωση άρσης των capital controls, αλλά σε υψηλά ποσοστά εκτιμά ότι θα υπάρξει φυγή καταθέσεων.
-Ένα σημαντικό ποσοστό θεωρεί “κλειδί” για την επιστροφή καταθέσεων τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
-Η πλειονότητα των ερωτηθέντων δηλώνει ότι έχει επηρεαστεί από την επιβολή των capital controls.
-Η επιβολή τους ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης στη χώρα και η άρση τους θα σημάνει επιστροφή στην κανονικότητα.
-Η γνώση για τα capital controls είναι ελλιπής.
Με βάση την έρευνα της Alvarez & Marshal, η κοινή πεποίθηση που έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας είναι πως η άρση των capital controls θα είναι μια αργόσυρτη διαδικασία, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις κυβερνητικές διακηρύξεις που υπαινίσσονται ταχεία έξοδο από το καθεστώς των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Στην επιφάνεια έρχεται και ένα είδος αδιαφορίας σε ό,τι αφορά τη γνώση των capital controls, ενώ ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι απαθές γιατί διαβιώνει από “μαύρο” χρήμα, που δεν διακινείται μέσω τραπεζικών λογαριασμών. Από την πλευρά των επιχειρήσεων, μόνο το 57% ήταν ενήμερο ότι δεν μπορεί να μεταφέρει ελεύθερα χρήματα στο εξωτερικό, ενώ μόλις μία στις τέσσερις επιχειρήσεις ήταν ενήμερη για τη δυνατότητα να ξοδέψει το σύνολο των χρημάτων που προέρχονται από το εξωτερικό.
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει αφενός την εσωστρέφεια της ελληνικής επιχειρηματικότητας, που δεν έχει συναλλαγές με το εξωτερικό, και αφετέρου πιστοποιεί ότι, όπως τα φυσικά πρόσωπα, έτσι και οι επιχειρήσεις έχουν βρει εναλλακτικούς τρόπος για τη διακίνηση των χρημάτων.