Έννοια του όρου “ασυνόδευτος ανήλικος” – Δικαίωμα πρόσφυγα στην οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του (Εισαγγελέας ΔΕΕ)
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ασύλου αποτελεί την καθοριστικής σημασίας ημερομηνία για την εκτίμηση περί της ιδιότητας του ασυνόδευτου ανηλίκου, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Yves Bot.
Κατά τον Εισαγγελέα Bot, τα πρόσωπα που εισήλθαν στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν ήταν ανήλικα, στα οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα ενώ είχαν ενηλικιωθεί κατά τη διάρκεια της εξετάσεως της αιτήσεως παροχής προστασίας που κατέθεσαν και τα οποία κινούν, μετά την αναγνώριση της εν λόγω ιδιότητας, διαδικασία οικογενειακής επανένωσης μπορούν να τύχουν προστασίας ως «ασυνόδευτοι ανήλικοι», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/86/ΕΚ σχετικά µε το δικαίωµα οικογενειακής επανένωσης.
Όπως επισημαίνει στις προτάσεις του, θα πρέπει να σταθμιστούν τα διαδικαστικά στάδια από τα οποία διέρχονται οι αιτούντες άσυλο, καθώς και οι ενδεχόμενες διοικητικές καθυστερήσεις και η αναπόφευκτη παρέλευση του χρόνου στη ζωή ενός προσώπου που ενηλικιώνεται κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αιτήσεως ασύλου που κατέθεσε και που ασκεί το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως με τους γονείς του αφού υπήχθη στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Ιστορικό της υποθέσεως
Η θυγατέρα των A και S, υπήκοος Ερυθραίας, αφίχθη στις Κάτω Χώρες μόνη ενώ ήταν ανήλικη.
Κατέθεσε αίτηση παροχής ασύλου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, στις 26 Φεβρουαρίου 2014.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου και ενώ δεν είχε ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση, η ενδιαφερόμενη ενηλικιώθηκε.
Με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2014, οι αρμόδιες αρχές του Βασιλείου των Κάτω Χωρών χορήγησαν στην ενδιαφερόμενη άδεια διαμονής λόγω ασύλου, διάρκειας πέντε ετών, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεώς της.
Στις 23 Δεκεμβρίου 2014, η οργάνωση VluchtelingenWerk Midden-Nederland κατέθεσε, εξ ονόματος της θυγατέρας των A και S, αίτηση χορηγήσεως άδειας προσωρινής διαμονής για τους γονείς αυτής, καθώς και για τους τρεις ανήλικους αδελφούς της, βάσει της οικογενειακής επανενώσεως.
Με απόφαση του ο Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Υφυπουργός Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, Κάτω Χώρες) απέρριψε την ως άνω αίτηση με την αιτιολογία ότι, κατά την κατάθεση της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, η ενδιαφερόμενη ήταν ενήλικη και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επικαλεσθεί την ιδιότητα του ασυνόδευτου ανηλίκου, ώστε να τύχει προτιμησιακής μεταχειρίσεως όσον αφορά την οικογενειακή επανένωση.
Κατά της εν λόγω αποφάσεως οι A και S υπέβαλαν ένσταση η οποία απορρίφθηκε.
Οι A και S άσκησαν προσφυγή, ενώπιον του Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείου Χάγης, τόπος συνεδριάσεως στο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), αιτούντος δικαστηρίου, κατά της ως άνω απορριπτικής αποφάσεως, προβάλλοντας, ιδίως, ότι από τη σχετική διάταξη της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι, για να χαρακτηρισθεί πρόσωπο ως «ασυνόδευτος ανήλικος», καθοριστικής σημασίας είναι η ημερομηνία εισόδου του ενδιαφερομένου στο οικείο κράτος μέλος. Αντιθέτως, ο Υφυπουργός Ασφάλειας και Δικαιοσύνης εκτιμά ότι, συναφώς, καθοριστική είναι η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως.
Το αιτούν δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ποια ημερομηνία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να καθοριστεί εάν υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να θεωρηθεί ασυνόδευτος ανήλικος και να ασκήσει το δικαίωμά του στην οικογενειακή επανένωση, σε περίπτωση κατά την οποία αφίχθη σε κράτος μέλος όταν ήταν ανήλικος, κατέθεσε αίτηση ασύλου στο εν λόγω κράτος μέλος, η συγκεκριμένη διεθνής προστασία του χορηγήθηκε αφού ενηλικιώθηκε και άσκησε, ακολούθως, το δικαίωμά του στην οικογενειακή επανένωση ως ασυνόδευτος ανήλικος.
Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γεν. εισαγγελέας Yves Bot εκτιμά, καταρχάς, ότι, από την ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω οδηγίας προκύπτει ότι η καθοριστική ημερομηνία είναι κατ’ ανάγκη προγενέστερη εκείνης της χορηγήσεως της διεθνούς προστασίας.
Ο γενικός εισαγγελέας διευκρινίζει ότι η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ασύλου λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, του γράμματος της σχετικής διατάξεως της εν λόγω οδηγίας, δεύτερον, της αναδρομικής αναγνωρίσεως του εν λόγω καθεστώτος, υπό την έννοια ότι αυτό ισχύει από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως, και, τρίτον, του γεγονότος ότι η εν λόγω ημερομηνία είναι η πλέον ακριβής ημερομηνία την οποία διαθέτει η διοίκηση για να καθορίσει με βεβαιότητα την ηλικία του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Ο γενικός εισαγγελέας προσθέτει ότι εφόσον η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και αναδρομική ισχύ, καθοριστικής σημασίας για να εκτιμηθεί κατά πόσον ο αιτών πληροί τα στοιχεία του ορισμού του ασυνόδευτου ανηλίκου θα είναι η ημερομηνία της αιτήσεως ασύλου.
Ο γενικός εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι η μη αναγνώριση του συνόλου των δικαιωμάτων – εκ των οποίων και το προβλεπόμενο στην οδηγία 2003/86 δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – που παρέχει το καθεστώς πρόσφυγα, με αναδρομική ισχύ, όταν προβλέπεται σχετικά σε διάταξη εθνικού δικαίου, θα αντέβαινε προδήλως στο μείζον συμφέρον του παιδιού που κατέθεσε αίτηση ασύλου προτού ενηλικιωθεί.
Κατά τον γενικό εισαγγελέα, δεδομένου ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα είναι μία από τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν την κατάθεση αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, η αναγνώριση αυτού του δικαιώματος προτιμήσεως μόνο στα πρόσωπα που είναι ακόμη ανήλικα κατά τη χορήγηση της διεθνούς προστασίας, ενώ αυτή έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και ισχύει αναδρομικά από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως, θα αντέβαινε στους σκοπούς που επιδιώκει η ως άνω οδηγία, καθώς και το δίκαιο της Ένωσης και το διεθνές δίκαιο για την προστασία των προσφύγων.
Στο σημείο αυτό, ο γενικός εισαγγελέας ξεκαθαρίζει ότι δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα να επιτραπεί σε όλους τους ανηλίκους που εισέρχονται στα κράτη μέλη να επωφελούνται του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση.
Εντούτοις, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι μπορούν να επωφεληθούν του δικαιώματος αυτού τα πρόσωπα που εισήλθαν ανήλικα στην επικράτεια των κρατών μελών και στα οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα, ακόμη και κατόπιν της ενηλικιώσεώς τους, δηλαδή όταν η οικογενειακή επανένωση καθίσταται εφικτή, καθόσον πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της ως άνω οδηγίας, το πρόσωπο που επιθυμεί να επωφεληθεί των σχετικών με την οικογενειακή επανένωση διατάξεων πρέπει να διαθέτει άδεια διαμονής, κατά προτίμηση μακράς διάρκειας, ή να έχει πραγματικές προοπτικές να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής.
Ο γενικός εισαγγελέας συνάγει ότι η καθοριστικής σημασίας ημερομηνία για την εκτίμηση της ιδιότητας του ασυνόδευτου ανηλίκου είναι κατ’ ανάγκη αυτή από της οποίας καθίσταται εφικτή η οικογενειακή επανένωση, ήτοι η ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια αρχή κάνει δεκτή την αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής.
Στη συνέχεια, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2003/86 που αφορούν την προστασία της οικογένειας και τη διατήρηση του οικογενειακού βίου, βάσει των διατάξεων του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τις έχουν ερμηνεύσει τόσο το Δικαστήριο όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει την γνώμη ότι το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, όπως προβλέπεται στις διατάξεις της ως άνω οδηγίας, δε μπορεί να εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία οι διοικητικές υπηρεσίες κράτους μέλους μπορούν να εξετάζουν τις αιτήσεις ασύλου, πόσο μάλλον όταν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ενηλικιώνονται εντός μερικών μηνών, και ενώ τα θεσμικά όργανα καλούν τακτικά τα κράτη μέλη να εξετάζουν κατά προτεραιότητα τις αιτήσεις ασύλου ασυνόδευτων ανηλίκων, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη ευάλωτη θέση τους η οποία χρήζει ειδικής προστασίας.
Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα, ο αναγνωριστικός χαρακτήρας της αναγνωρίσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιδιώκουν να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους ή να τις καταστρατηγήσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστήσουν άνευ ουσίας τους κανόνες του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, αρνούμενα να εξετάζουν ταχέως τις αιτήσεις ασύλου των ανηλίκων που ευρίσκονται ασυνόδευτοι στην επικράτειά τους, με ανομολόγητο σκοπό να μην εφαρμόζουν το δικαίωμα προτιμήσεως στην οικογενειακή επανένωση το οποίο διαθέτουν οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες.
Ο γενικός εισαγγελέας τονίζει επίσης ότι πρέπει να αποτρέπεται η αυστηρή εφαρμογή των εν λόγω κανόνων, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει τους αιτούντες άσυλο και θα αυξήσει ακόμα περισσότερο τα εμπόδια τα οποία ήδη αντιμετωπίζουν τα πρόσωπα αυτά και οι οικογένειές τους.
Ο γενικός εισαγγελέας διευκρινίζει ακόμα πως, ενώ δεν θα πρέπει να παραγνωρίζονται οι έννομες συνέπειες που συνδέονται με την ενηλικίωση, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση εν προκειμένω, οι πολύ νεαροί ενήλικοι πρόσφυγες θα πρέπει να μπορούν να επωφεληθούν των προστατευτικών διατάξεων της οδηγίας 2003/86, λαμβανομένων υπόψη της αλληλουχίας των διαδικασιών, του προσφάτου της ενηλικιώσεως και της δυνατότητας να καταστεί εφικτή η οικογενειακή επανένωση.
Ο γενικός εισαγγελέας συμπεραίνει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του αναγνωριστικού και αναδρομικού χαρακτήρα της αναγνωρίσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα, η οποία καθιστά εφικτή την κατάθεση αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, η αναγνώριση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση σε πρόσωπο το οποίο κατέθεσε αίτηση ασύλου ενώ ήταν ανήλικο δεν συνιστά υπέρμετρα ευρεία ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2003/86.
Ο γενικός εισαγγελέας προτείνει, επικουρικά και στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν
ακολουθήσει την ως άνω πρότασή του, να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86 έχουν επιτακτικό χαρακτήρα και επιβάλλουν στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα, τα κράτη μέλη να μην διαθέτουν καμία εξουσία εκτιμήσεως και, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι υπάρχει τέτοια εξουσία, αυτή θα έπρεπε να ασκείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη θίγεται ο σκοπός της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στο να καταστήσει ευχερέστερη την οικογενειακή επανένωση.
Ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει ότι μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασυνόδευτος ανήλικος, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/86, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών, ο οποίος εισέρχεται σε κράτος μέλος χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά τον νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο ενήλικο, καταθέτει αίτηση ασύλου και, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ενηλικιώνεται προτού χορηγηθεί σε αυτόν άσυλο, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία της αιτήσεως, και ζητεί, τέλος, να επωφεληθεί του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση που αναγνωρίζεται στους ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες βάσει των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA