Το άρθρο 104 παρ.2 του Συντάγματος, που καταλαμβάνει και τα μέλη Δ.Ε.Π. των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), στις πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές της παραγράφου 2 αυτού, οι οποίες δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών της οργανικής θέσης των δημοσίων λειτουργών, εμπίπτουν μόνο οι αποδοχές από οποιαδήποτε δεύτερη θέση κατέχουν αυτοί και όχι και οι πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές που τους καταβάλλονται ως αμοιβή για εργασία παρεχόμενη στο πλαίσιο της οργανικής τους θέσης, στις οποίες δεν επιβάλλεται περιορισμός. Επομένως, σε περίπτωση που οι απολαβές μέλους Δ.Ε.Π. από τη συμμετοχή του σε ερευνητικό πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας του Πανεπιστημίου, υπερβαίνουν κατά μήνα το σύνολο των πάσης φύσης τακτικών αποδοχών του, η είσπραξη των επιπλέον αμοιβών είναι μη νόμιμη και η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 16 του ν. 2083/1992, η οποία εισάγει ρύθμιση αυτοτελή και ανεξάρτητη από την ανωτέρω συνταγματική απαγόρευση, συνιστά αυτοτελές και επαρκές έρεισμα για τον καταλογισμό τους.
Οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας συνιστούν χρηματικές διαχειρίσεις νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και κατά συνέπεια δημόσιες διαχειρίσεις και ως εκ τούτου υπάγονται στον έλεγχο και στην καταλογιστική αρμοδιότητα των οικονομικών επιθεωρητών, ο έλεγχος των οποίων εκτείνεται στο σύνολο της διαχείρισης, χωρίς να εξαρτάται και να επηρεάζεται από την πηγή προέλευσης των εσόδων τους.
Έλλειμμα δημόσιας διαχείρισης συνιστά εκτός από την έλλειψη χρημάτων και κάθε «ανοίκειος» πληρωμή. Στην περίπτωση αυτή ο καταλογισμός χωρεί οπωσδήποτε και σε βάρος του αχρεωστήτως λαβόντος και μάλιστα, όπως από το άρθρο 56 παρ. 4 του ν. 2362/1995 ρητά προβλέπεται, ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή μη υπαιτιότητας στο πρόσωπό του.
Δεν συντρέχει παραβίαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος λόγω παράλειψής της προηγούμενης ακρόασης του καταλογιζομένου, όταν οι καταλογιστικές πράξεις εκδίδονται βάσει αντικειμενικών αποκλειστικά στοιχείων, ανεξάρτητων από την υποκειμενική συμπεριφορά του καθού ο καταλογισμός, και κατά δέσμια αρμοδιότητα του καταλογίζοντος οργάνου.
Η παράβαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, με την μετέπειτα έκδοση διοικητικών πράξεων αντίθετων προς την μέχρι τότε πρακτική και συμπεριφορά της διοίκησης έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των πράξεων αυτών και στην περίπτωση που πρόκειται για πράξεις με καταλογιστικό περιεχόμενο των καταλογιστικών αυτών πράξεων.
Διαφέρει η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης από την αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης ως προς το ότι για την εφαρμογή της τελευταίας και τη συνδρομή της καλής πίστης του διοικουμένου δεν απαιτείται να προηγηθούν συγκεκριμένες θετικές ενέργειες των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, αλλά αρκεί και η απλή παράλειψη τους να ανατρέψουν την κατάσταση αυτή και στην περίπτωση καταβολής αχρεωστήτως αποδοχών να αναζητήσουν τα αχρεωστήτως καταβληθέντα.