O περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος 150 (I) του 2017 τροποποιεί τους περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμους του 2012 έως 2015 (βασικός νόμος) και ειδικότερα το άρθρο 17 (Διακοπή χρόνου παραγραφής) το οποίο τροποποιείται με την προσθήκη, στην παράγραφο (γ) αυτού, αμέσως μετά τη λέξη «ουσιαστικούς» (τρίτη γραμμή), της φράσης «ή απορριφθεί δυνάμει διατάξεων διαδικαστικού κανονισμού που αφορά καταχώριση δικογράφων και κλήση για οδηγίες».
Η νέα διατύπωση του άρθρου 17 έχει ως εξής (με έντονα γράμματα η τελευταία τροποποίηση):
“Ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται και θεωρείται ότι αρχίζει να τρέχει εκ νέου εξ υπαρχής στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει εγγράφως το σε βάρος του δικαίωμα αγωγής,
(β) σε περίπτωση χρηματικής οφειλής, αν ο υπόχρεος συμπληρώσει πληρωμή μέρους της οφειλής που υπερβαίνει το 50% του συνόλου της, περιλαμβανομένου του τυχόν πληρωτέου τόκου,
(γ) με την έγερση αγωγής∙ αν η αγωγή αποσυρθεί κατά τρόπο που δεν δημιουργεί δεδικασμένο ή απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, ή απορριφθεί δυνάμει διατάξεων διαδικαστικού κανονισμού που αφορά καταχώριση δικογράφων και κλήση για οδηγίες, ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από της εγέρσεως της αγωγής, θεωρείται χρόνος αναστολής του χρόνου παραγραφής και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 15 και σε περίπτωση που ο δικαιούχος εγείρει ταυτόσημη αγωγή μέσα σε έξι μήνες, ο χρόνος παραγραφής θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή,
(δ) με την έναρξη διαδικασίας διαιτησίας, η οποία θα εκλαμβάνεται ότι έχει αρχίσει –
(i) όταν ένα από τα μέρη στη διαιτησία επιδίδει στο άλλο μέρος ή άλλα μέρη ειδοποίηση με την οποία τον καλεί να διορίσει ή διορίσουν διαιτητή ή να συμφωνήσει ή συμφώνησαν στο διορισμό διαιτητή, ή
(ii) όπου το διαιτητικό σύμφωνο προνοεί όπως η παραπομπή θα πρέπει να γίνεται σε πρόσωπο, το οποίο κατονομάζεται ή προσδιορίζεται στο σύμφωνο, όταν ένα από τα μέρη επιδόσει στο άλλο μέρος ή άλλα μέρη ειδοποίηση με την οποία να το καλεί να υποβάλει ή να υποβάλουν τη διαφορά στο πρόσωπο που κατονομάζεται ή προσδιορίζεται, ή
(iii) όταν σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοστέου κατά περίπτωση νόμου σχετικά με τη διαιτησία θεωρείται ότι άρχισε διαδικασία διαιτησίας,
(ε) όταν το δικαστήριο –
(i) διατάσσει όπως διαιτητικό πόρισμα ακυρωθεί,
(ii) διατάσσει, μετά την έναρξη της διαιτησίας, όπως το σύμφωνο διαιτησίας παύσει να έχει ισχύ σχετικά με τη παραπεμπόμενη διαφορά,
το δικαστήριο δύναται περαιτέρω να διατάξει όπως η περίοδος μεταξύ της έναρξης της διαιτησίας και της ημερομηνίας του διατάγματος του δικαστηρίου, εξαιρεθεί από τον υπολογισμό του χρόνου παραγραφής, όπως αυτός καθορίζεται στον παρόντα Νόμο ή σε άλλη περί παραγραφής νομοθετική διάταξη, σε σχέση με την έναρξη της διαδικασίας, περιλαμβανομένης διαιτησίας σε σχέση με τη παραπεμπόμενη διαφορά”. (mof.gov.cy)