Το πρόβλημα των τραπεζών, όπως φάνηκε και από την πρώτη πώληση καταναλωτικών χωρίς εξασφαλίσεις από την Eurobank, με έκπτωση 97%, είναι ότι δεν μπορούν να περιμένουν ότι θα πουλήσουν δάνεια σε ικανοποιητικές τιμές, ώστε οι συναλλαγές αυτές να μην προκαλέσουν μεγάλες ζημιές, που θα εξαντλήσουν τις κεφαλαιακές τους αντοχές.
Είναι χαρακτηριστικός, από αυτή την άποψη, ο θεωρητικός υπολογισμός που έκαναν αναλυτές της HSBC, εξετάζοντας ποια μπορεί να είναι η μέση τιμή πώλησης όλων των προβληματικών δανείων, που δεν θα προκαλούσε κεφαλαιακό «κούρεμα» στις τράπεζες (κεφαλαιακά ουδέτερη συναλλαγή, όπως είθισται να λέγεται).
Σύμφωνα με την HSBC, η ελάχιστη μέση τιμή πώλησης των «κόκκινων» δανείων για να πουληθούν χωρίς ζημιά είναι στο 39% της αξίας τους, ή στο 35%, αν ληφθούν υπόψη και τα κέρδη των τραπεζών κατά την περίοδο 2017-2019. Προφανές είναι ότι θα είναι αδύνατο για τις τράπεζες να πιάσουν τόσο καλή τιμή για τα προβληματικά τους χαρτοφυλάκια.
Αν υποτεθεί ότι οι τράπεζες αποδέχονται την πώληση δανείων με ζημιά, χωρίς όμως να είναι η ζημιά τόσο μεγάλη, ώστε να πέσει κάτω από το ελάχιστο εποπτικό όριο του 12% ο δείκτης βασικής κεφαλαιακής επάρκειας (CET1), τότε θα μπορούσαν να κατεβάσουν τη μέση τιμή πώλησης ως τα 15 σεντς ανά ευρώ δανείου (έκπτωση 85%), αλλά και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν πενιχρό: θα μείωναν κατά 24% το «κόκκινο» χαρτοφυλάκιο, έχοντας χάσει ολόκληρο το κεφαλαιακό τους «μαξιλάρι», που σήμερα αντιστοιχεί περίπου σε 5% του σταθμισμένου ενεργητικού (έχουν κεφαλαιακή επάρκεια 17%, έναντι ελάχιστου ορίου 12%).
Ακόμη και αν συνυπολογισθεί το πρόσθετο «μαξιλάρι» που θα δημιουργήσουν οι τράπεζες από τα κέρδη της περιόδου 2017-2019, πάλι το ποσοστό μείωσης του προβληματικού χαρτοφυλακίου με μαζικές πωλήσεις δανείων με έκπτωση 85% θα ήταν πολύ χαμηλό (35%, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της HSBC).
Αργή εκκαθάριση
Οι υπολογισμοί αυτοί αποδεικνύουν ότι το άμεσο «καθάρισμα» των ισολογισμών των τραπεζών με πωλήσεις «κόκκινων» δανείων σε fund αποτελεί ουτοπία. Η ιταλική Unicredito, που εφάρμοσε αυτή τη συνταγή και «καθάρισε» αστραπιαία τον ισολογισμό της, πουλώντας δάνεια σε πολύ χαμηλές τιμές, είχε επιτυχία επειδή ταυτόχρονα κατάφερε να προσελκύσει ενδιαφέρον επενδυτών, για να καλύψει μια αρκετά μεγάλη αύξηση κεφαλαίου.
Έτσι, παραμένει αναπάντητο το βασικό ερώτημα, που απασχολεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ: πρέπει να αφεθούν οι τράπεζες σε μια αργή διαδικασία εκκαθάρισης των χαρτοφυλακίων με λίγες πωλήσεις, ρυθμίσεις και πλειστηριασμούς, ή θα ήταν προτιμότερο, προκειμένου να προσφέρουν πιο γρήγορα πιστώσεις στην οικονομία, να πάμε σε ένα ακόμη γύρο ανακεφαλαιοποίησης με κεφάλαια από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ, ώστε γρήγορα οι τράπεζες να «ξεφορτωθούν» σε fund τα «κόκκινα» χαρτοφυλάκια;
Προς το παρόν, το ΔΝΤ αφήνει τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να δουν ποιες είναι οι δυνατότητες υλοποίησης της «αργής» μεθόδου. Αν φανεί, όμως, ότι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, οι πλειστηριασμοί και οι προσπάθειες των τραπεζών να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις δεν μπορούν να αποδώσουν τα αναμενόμενα, η πρότασή του για άμεση ανακεφαλαιοποίηση με 10 δις. ευρώ θα επανέλθει… δριμύτερη.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα fund αναδυόμενων αγορών, ενώ έχουν προγραμματίσει αύξηση θέσεων στις ελληνικές τράπεζες, προς το παρόν προτιμούν να απέχουν από σημαντικού ύψους αγορές, αφήνοντας τις μετοχές στο έλεος των πωλητών…
Το πρόβλημα των τραπεζών, όπως φάνηκε και από την πρώτη πώληση καταναλωτικών χωρίς εξασφαλίσεις από την Eurobank, με έκπτωση 97%, είναι ότι δεν μπορούν να περιμένουν ότι θα πουλήσουν δάνεια σε ικανοποιητικές τιμές, ώστε οι συναλλαγές αυτές να μην προκαλέσουν μεγάλες ζημιές, που θα εξαντλήσουν τις κεφαλαιακές τους αντοχές.
Είναι χαρακτηριστικός, από αυτή την άποψη, ο θεωρητικός υπολογισμός που έκαναν αναλυτές της HSBC, εξετάζοντας ποια μπορεί να είναι η μέση τιμή πώλησης όλων των προβληματικών δανείων, που δεν θα προκαλούσε κεφαλαιακό «κούρεμα» στις τράπεζες (κεφαλαιακά ουδέτερη συναλλαγή, όπως είθισται να λέγεται).
Σύμφωνα με την HSBC, η ελάχιστη μέση τιμή πώλησης των «κόκκινων» δανείων για να πουληθούν χωρίς ζημιά είναι στο 39% της αξίας τους, ή στο 35%, αν ληφθούν υπόψη και τα κέρδη των τραπεζών κατά την περίοδο 2017-2019. Προφανές είναι ότι θα είναι αδύνατο για τις τράπεζες να πιάσουν τόσο καλή τιμή για τα προβληματικά τους χαρτοφυλάκια.
Αν υποτεθεί ότι οι τράπεζες αποδέχονται την πώληση δανείων με ζημιά, χωρίς όμως να είναι η ζημιά τόσο μεγάλη, ώστε να πέσει κάτω από το ελάχιστο εποπτικό όριο του 12% ο δείκτης βασικής κεφαλαιακής επάρκειας (CET1), τότε θα μπορούσαν να κατεβάσουν τη μέση τιμή πώλησης ως τα 15 σεντς ανά ευρώ δανείου (έκπτωση 85%), αλλά και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν πενιχρό: θα μείωναν κατά 24% το «κόκκινο» χαρτοφυλάκιο, έχοντας χάσει ολόκληρο το κεφαλαιακό τους «μαξιλάρι», που σήμερα αντιστοιχεί περίπου σε 5% του σταθμισμένου ενεργητικού (έχουν κεφαλαιακή επάρκεια 17%, έναντι ελάχιστου ορίου 12%).
Ακόμη και αν συνυπολογισθεί το πρόσθετο «μαξιλάρι» που θα δημιουργήσουν οι τράπεζες από τα κέρδη της περιόδου 2017-2019, πάλι το ποσοστό μείωσης του προβληματικού χαρτοφυλακίου με μαζικές πωλήσεις δανείων με έκπτωση 85% θα ήταν πολύ χαμηλό (35%, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της HSBC).
Αργή εκκαθάριση
Οι υπολογισμοί αυτοί αποδεικνύουν ότι το άμεσο «καθάρισμα» των ισολογισμών των τραπεζών με πωλήσεις «κόκκινων» δανείων σε fund αποτελεί ουτοπία. Η ιταλική Unicredito, που εφάρμοσε αυτή τη συνταγή και «καθάρισε» αστραπιαία τον ισολογισμό της, πουλώντας δάνεια σε πολύ χαμηλές τιμές, είχε επιτυχία επειδή ταυτόχρονα κατάφερε να προσελκύσει ενδιαφέρον επενδυτών, για να καλύψει μια αρκετά μεγάλη αύξηση κεφαλαίου.
Έτσι, παραμένει αναπάντητο το βασικό ερώτημα, που απασχολεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ: πρέπει να αφεθούν οι τράπεζες σε μια αργή διαδικασία εκκαθάρισης των χαρτοφυλακίων με λίγες πωλήσεις, ρυθμίσεις και πλειστηριασμούς, ή θα ήταν προτιμότερο, προκειμένου να προσφέρουν πιο γρήγορα πιστώσεις στην οικονομία, να πάμε σε ένα ακόμη γύρο ανακεφαλαιοποίησης με κεφάλαια από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ, ώστε γρήγορα οι τράπεζες να «ξεφορτωθούν» σε fund τα «κόκκινα» χαρτοφυλάκια;
Προς το παρόν, το ΔΝΤ αφήνει τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να δουν ποιες είναι οι δυνατότητες υλοποίησης της «αργής» μεθόδου. Αν φανεί, όμως, ότι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, οι πλειστηριασμοί και οι προσπάθειες των τραπεζών να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις δεν μπορούν να αποδώσουν τα αναμενόμενα, η πρότασή του για άμεση ανακεφαλαιοποίηση με 10 δις. ευρώ θα επανέλθει… δριμύτερη.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα fund αναδυόμενων αγορών, ενώ έχουν προγραμματίσει αύξηση θέσεων στις ελληνικές τράπεζες, προς το παρόν προτιμούν να απέχουν από σημαντικού ύψους αγορές, αφήνοντας τις μετοχές στο έλεος των πωλητών…