Με το δισάκι στον ώμο οι Ελληνες μετά το 2010
Μιλήστε ελεύθερα ελληνικά στους δρόμους της Μελβούρνης, είναι πολύ πιθανό να συνεννοηθείτε στη μητρική σας γλώσσα. Η τρίτη σε πληθυσμό «ελληνική πόλη» ενισχύει τη φήμη της έπειτα από την επανεγκατάσταση στην Αυστραλία 80.000 Ελλήνων, μέλη οικογενειών οι οποίες προηγουμένως είχαν παλιννοστήσει στην Ελλάδα…
Η πλειονότητά τους, το 54%, ζει ήδη στη Μελβούρνη. «Από το 2009 έφθασαν στην Αυστραλία παιδιά και εγγόνια Ελλήνων που διέθεταν αυστραλιανή υπηκοότητα, αλλά μετά το 1975 είχαν παλιννοστήσει στην Ελλάδα», εξηγεί στην «Κ» ο Αναστάσιος Τάμης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Notre Dame και διευθυντής στο Australian Institute of Hellenic Research, που παρουσιάζει σήμερα τα δεδομένα για το σύγχρονο μεταναστευτικό κύμα στην Αυστραλία στο συνέδριο «Νέα Ελληνική Μετανάστευση» του Συλλόγου Ελλήνων Επιστημόνων Βερολίνου-Βραδεμβούργου στο Freie Universität.
«Στο διάστημα 1980-2008 συνολικά 135.000 Ελληνες, πολιτογραφημένοι Αυστραλιανοί πολίτες παλιννόστησαν στην Ελλάδα». Οι κοινωνικοί επιστήμονες απέκλειαν το ενδεχόμενο να επανέλθουν στην Αυστραλία. «Ισχυριζόμουν τότε ότι αυτό θα συνέβαινε μόνον αν αναφλεγούν τα Βαλκάνια», θυμάται σήμερα. Η κατάρρευση, όμως, της ελληνικής οικονομίας ανάγκασε τους απογόνους όσων είχαν μεταναστεύσει στη μακρινή χώρα με τη διακρατική συμφωνία του 1952, να επαναγκατασταθούν στην κραταιά Αυστραλία. Η χώρα, βέβαια, λειτούργησε ως πόλος έλξης και για χιλιάδες άλλους Ελληνες. Πάνω από 18.000 επιστήμονες και εξειδικευμένοι επαγγελματίες ελληνικής υπηκοότητας μετακινήθηκαν στην Αυστραλία, οι 12.000 ρίζωσαν.
Ανέτοιμες δομές
Σοκ με το «πισωγύρισμα» της Ιστορίας δεν έπαθαν μόνον οι θεωρητικοί της μετανάστευσης, αλλά όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς. «Οι νεοαφικνούμενοι αναζητούσαν εργασία, στέγη και κοινωνική πρόνοια, αλλά οι δομές της ομογένειας ήταν απροετοίμαστες, μέχρι το 2013 επικρατούσαν αγωνία και πανικός». Εμπόδια προκαλούσε η απουσία διακρατικής συμφωνίας σε θέματα αναγνώρισης επαγγελμάτων και πτυχίων. Ακόμα και η περιβόητη working holiday visa, που προώθησαν οι ελληνικές κοινότητες το 2011, κυρώθηκε από ελληνικής πλευράς το 2014, ενώ η απαιτούμενη υπογραφή από το αρμόδιο υπουργείο Εξωτερικών ήλθε τον περασμένο Ιούνιο.
Τα παραπάνω κενά προκάλεσαν την επανεμφάνιση των μεταναστευτικών πρακτόρων με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μερίδιο, όμως, ευθύνης ο κ. Τάμης αποδίδει και στους ίδιους τους μετανάστες. «Εχοντας γαλουχηθεί σε μια επί 30ετία ευημερούσα Ελλάδα, δεν ήταν προετοιμασμένοι για τις δυσκολίες». Θετικό, βέβαια, είναι το τελικό πρόσημο για την ελληνική κοινότητα των 550.000 ψυχών στην Αυστραλία. «Η εισροή χαρισματικού ανθρώπινου κεφαλαίου τόνωσε την ψυχολογία της κοινότητας, ενίσχυσε τη διαπραγματευτική της δύναμη και επιμήκυνε το “προσδόκιμό” της σε βάθος τουλάχιστον άλλων δύο γενεών, μέχρι και το 2060».
Η κρίση εξώθησε, βέβαια, μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις γεωγραφικά και πολιτικά εγγύτερες χώρες της Ε.Ε. «Μεγάλο μέρος εγκαταστάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και την Ολλανδία», εξηγεί στην «Κ» ο δρ Μανώλης Πρατσινάκης, ερευνητής στο Κέντρο Νοτιοανατολικών Σπουδών στην Οξφόρδη, «υπολογίζουμε ότι από το 2010 μετανάστευσαν 90.000-120.000 άτομα στη Γερμανία, 40.000-50.000 στη Μ. Βρετανία και 7.000-9.000 στην Ολλανδία».
Ο Ελληνας ερευνητής άντλησε τα στοιχεία από τα δημοτολόγια, που είναι υποχρεωτικά στη Γερμανία και την Ολλανδία. «Στη Μ. Βρετανία στηρίχθηκα στις αιτήσεις για το National Insurance Number, που αντιστοιχούν μόνον σε εργαζομένους και όχι σε προστατευόμενα μέλη και φοιτητές, άρα ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος», διευκρινίζει, «δεδομένης της ελεύθερης κινητικότητας εντός Ε.Ε., τα παραπάνω νούμερα δεν συνεπάγονται αντίστοιχη αύξηση του ελληνικού πληθυσμού στις χώρες αυτές».
Η μετανάστευση συνεπάγεται οικονομική αποκατάσταση, αλλά και απομάκρυνση από τους οικείους. «Η καλύτερη ποιότητα ζωής δεν αντισταθμίζει την έντονη μοναξιά που βιώνουν οι μετανάστες», επισημαίνει από το Βερολίνο στην «Κ» η ψυχολόγος Ευτυχία Παπαγιάννη, που, μαζί με τους καθηγητές του ΑΠΘ Ανθή Αργυρούδη και Αντώνη Γαρδικιώτη, πήρε προσωπικές συνεντεύξεις από ζευγάρια που μετανάστευσαν μαζί και από άλλους που «χωρίστηκαν» λόγω μετανάστευσης.
Δοκιμασία για τα ζευγάρια
«Η διαδεδομένη χρήση του Διαδικτύου δημιουργεί μια ψευδαίσθηση εγγύτητας, αλλά τελικά η διά ζώσης επικοινωνία είναι αναντικατάστατη». Τα ζευγάρια που είναι χώρια βιώνουν συναισθηματική μοναξιά, αλλά και όσα μετανάστευσαν μαζί δοκιμάζονται… «Αντιμετωπίζουν κοινωνική μοναξιά, γιατί έχουν απομακρυνθεί από το δίκτυο συγγενών και φίλων», περιγράφει η κ. Παπαγιάννη, «θέλουν να αποφύγουν τις συγκρούσεις μεταξύ τους και τελικά κλείνεται ο καθένας στον εαυτό του, ενώ επιλέγουν μοναχικές ασχολίες στον ελεύθερο χρόνο τους». Αξιομνημόνευτο ότι οι άνδρες εστιάζουν στη σχέση, ενώ οι γυναίκες στην καριέρα τους, σε μια υπερπροσπάθεια να αποδείξουν την αξία τους. «Πολλοί ομολογούν ότι θέλουν να παλιννοστήσουν, αλλά η κατάσταση στην Ελλάδα τούς δένει τα χέρια»…