Κατά τον Μεσαίωνα, η ζωτικότητα της οικονομίας της φεουδαρχικής Αγγλίας εξαρτιόταν σημαντικά από το εμπόριο με τη Δημοκρατία της Φλωρεντίας. Κατά τη διάρκεια του δέκατου τέταρτου και δέκατου πέμπτου αιώνα, ιταλικά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, βαφές, πρώτες ύλες και ενδύματα, έδωσαν πνοή σε μια οικονομία που υπέφερε ακόμα από τις επιπτώσεις της Μαύρης Πανώλης. Είναι ενδιαφέρον ότι η βρετανίδα πρωθυπουργός επέλεξε τη Φλωρεντία ως τόπο για μια ομιλία η οποία, μέσω μιας σειράς παραχωρήσεων, υπογράμμισε την αδυναμία της βρετανικής κυβέρνησης στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το Brexit και σκιαγράφησε το περίγραμμα μιας νέας εποχής οικονομικής εξάρτησης από την ΕΕ.
Όταν η Τερέζα Μέι επέλεξε τη Φλωρεντία ως το σκηνικό για την μείζονα ομιλία της για το Brexit την περασμένη Παρασκευή, το έκανε έχοντας κατά νου την πολιτιστική και ιστορική σημασία της πόλης. Στη γενέτειρα της Αναγέννησης, η βρετανίδα πρωθυπουργός σκόπευε να αναζωογονήσει τη διαδικασία του Brexit, υιοθετώντας ένα συμβιβαστικό τόνο και απευθύνοντας έκκληση στο αίσθημα οικονομικού ορθολογισμού των δύο πλευρών. Στην πράξη, η πρωθυπουργός περιέγραψε μια σειρά από παραχωρήσεις, οι οποίες μολονότι γενικόλογες, δίνουν μια εικόνα της κατεύθυνσης που θα ακολουθήσουν τώρα οι διαπραγματεύσεις για το Brexit. Αν και ακούσια, η ομιλία έθεσε επίσης τον τόνο για τη μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ της Βρετανίας και της ΕΕ.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να εξάγουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Δεν είναι πιθανή μια συμφωνία πριν το 2021: Ο σκοπός της προτεινόμενης διετούς μεταβατικής περιόδου είναι να δοθεί χρόνος στην βρετανική κυβέρνηση να συμφωνήσει σε αυτό που ελπίζει ότι θα είναι μια “επί μέτρω” εμπορική συμφωνία. Ωστόσο, η πολυπλοκότητα αυτής της συμφωνίας ξεπερνά κάθε άλλη συμφωνία που έχει ολοκληρώσει η ΕΕ στο παρελθόν. Η πιο περίπλοκη εμπορική συμφωνία της ΕΕ είναι αυτή που ολοκλήρωσε με την Ελβετία το 2002 η οποία χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να συμφωνηθεί και να κυρωθεί. Για τη Βρετανία – μια μεγαλύτερη χώρα με πιο διαφοροποιημένη οικονομία – θα χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος. Για να προλάβει αυτή την προφανή επίκριση, η πρωθυπουργός πρότεινε την ενσωμάτωση του λεγόμενου «διπλού κλειδώματος». Θεωρητικά, αυτό σημαίνει ότι μετά το 2021, η μεταβατική περίοδος δεν θα μπορεί να επεκταθεί περαιτέρω. Ωστόσο, στην περίπτωση «μη συμφωνίας» η πίεση για χρονική επέκταση θα ενταθεί. Αυτό θα είναι πιθανότατα το καυτό θέμα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για τον Ιούνιο του 2022. Υπάρχει επίσης το ζήτημα των διαδικαστικών. Η συμμετοχή στην ενιαία αγορά παρέχει τη δυνατότητα αυτόματου ελεύθερου εμπορίου με 60 χώρες σε όλο τον κόσμο. Εάν αυτές οι συμφωνίες δεν επαναληφθούν, αυτό θα δυσχεράνει σημαντικά το βρετανικό εμπόριο σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως, για να γίνει αυτό θα χρειαστεί μια ιδιαίτερα χρονοβόρα γραφειοκρατική προσπάθεια, για την οποία η Βρετανία είναι απροετοίμαστη. Η Βρετανία έχει να διαπραγματευθεί συμφωνία ελεύθερου εμπορίου από το 1973, ως εκ τούτου δεν διαθέτει την τεχνική εμπειρογνωσία για να προβεί σε ένα εγχείρημα αυτού του μεγέθους, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, όλα δείχνουν πως η διαπραγματευτική περίοδος θα ξεπεράσει τα τέσσερα χρόνια που προβλέπονται τώρα.
2. Το εμπόριο μπορεί εν τέλει να κυριαρχήσει: Η πρωθυπουργός επανέλαβε, χαριτολογώντας, την προτίμησή της για «καμία συμφωνία» έναντι μιας «κακής συμφωνίας» και αναφέρθηκε στην προτεραιότητα του ζητήματος της μετανάστευσης στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, η λογική αυτή φαίνεται να είναι ασύμβατη με το αίτημα για μεταβατική περίοδο. Αντίθετα, υποδεικνύει τη συνειδητοποίηση εντός του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου ότι το οικονομικό κόστος της εξόδου από την ενιαία αγορά θα είναι απαγορευτικό. Δημιουργώντας εμπορικούς φραγμούς στον κύριο εμπορικό εταίρο της, η Βρετανία θα αντιμετωπίσει τεράστιο πλήγμα όσον αφορά τον εφοδιασμό, με καταστροφικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητά της. Το μέτρο αυτό θα αποδυναμώσει την παραγωγικότητα της βρετανικής οικονομίας και θα είναι συνεπώς αντίθετο προς το εθνικό συμφέρον. Όσο διαιωνίζονται οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, οι συνέπειες αυτής της επιλογής θα γίνονται σαφέστερες στους ψηφοφόρους, ως εκ τούτου προοιωνίζεται μια μετατόπιση της κοινής γνώμης. Καθώς το κόστος αυτό θα καθίσταται όλο και πιο σαφές, οι Βρετανοί ψηφοφόροι ενδέχεται να αποδειχθούν το σημαντικότερο εμπόδιο. Όπως σε μία τοιχογραφία του Giotto, αναδύεται σιγά σιγά η εικόνα μιας Βρετανίας που θα δυσκολευτεί πολύ να απεμπλακεί αποτελεσματικά από την ενιαία αγορά.
3. Η Βρετανία θα συνεχίσει να εκλιπαρεί: Από τον Ιούνιο, που ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις, η ΕΕ παρέμεινε σταθερή στη θέση της για το Brexit. Η Βρετανία, από την άλλη πλευρά, έχει κάνει αρκετές υποχωρήσεις. Η πρώτη είναι στο θέμα των οικονομικών υποχρεώσεων. Πλέον, η βρετανική κυβέρνηση δέχεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, συνεχίζοντας να συμβάλλει στον προϋπολογισμό της ΕΕ καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Έτσι, όσον αφορά την τελική συμφωνία/διαζύγιο, η βρετανική κυβέρνηση έχει ήδη προετοιμάσει το έδαφος για περαιτέρω παραχωρήσεις. Ακολουθεί το ζήτημα της αλληλουχίας των διαπραγματεύσεων. Η πρωθυπουργός είχε ζητήσει να συζητηθούν παράλληλα το θέμα του “διαζυγίου” και το ζήτημα της μελλοντικής συμφωνίας εμπορίου, όμως αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Τώρα βλέπουμε προσπάθειες να κερδηθεί χρόνος, παρά τις προηγούμενες αναφορές στην επιθυμία για γρήγορο Brexit. Αυτές οι παραχωρήσεις ρίχνουν φως στο συσχετισμό δυνάμεων των δύο πλευρών. Οι κορυφαίοι υποστηρικτές του Brexit υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι η ΕΕ δεν έχει την απαιτούμενη ενότητα να ασκήσει πίεση στη Βρετανία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Στην πραγματικότητα, αναφορικά με το Brexit, τα 27 κράτη μέλη φαίνονται πιο ενωμένα από την βρετανική πολιτική τάξη στο σύνολό της. Δεδομένης της συλλογικής ισχύος της ΕΕ, η Βρετανία μετά το Brexit κινδυνεύει να είναι μια εξασθενημένη δύναμη στο διεθνές σύστημα, εξαρτώμενη από ένα γειτονικό μπλοκ, δίχως όμως λόγο και επιρροή.
Μολονότι σχεδιάστηκε για διαφορετικό σκοπό, η ομιλία της Τερέζα Μέι στην Φλωρεντία εξέθεσε μια δύσκολη αλήθεια: ότι, σε σχέση με την μεγαλύτερή της αγορά, η ψήφος υπέρ του Brexit έφερε τη Βρετανία στη θέση του ικέτη. Εάν η ομιλία στην Φλωρεντία έδωσε μια εικόνα της μελλοντικής θέσης της Βρετανίας στο παγκόσμιο σύστημα στην μετά-Brexit εποχή, αυτή είναι μια εικόνα αυξανόμενης εξάρτησης.
Ακριβώς όπως η Αγγλία εξαρτώταν από τη Φλωρεντία και την Ιταλία στα τέλη του Μεσαίωνα, η σύγχρονη Βρετανία θα εξακολουθήσει να βασίζεται στις Βρυξέλλες και στην ΕΕ για την οικονομική της επιβίωση. Σε μια εποχή μεγάλων εμπορικών συνασπισμών και παγκόσμιας οικονομικής αλληλεξάρτησης, αυτό δεν αποτελεί ντροπή. Ωστόσο, καθώς η Βρετανία επέλεξε να εγκαταλείψει την ΕΕ, έχει αποποιηθεί το δικαίωμά της να επηρεάζει και να διαμορφώνει τις εμπορικές πολιτικές που θα την διέπουν στο μέλλον.
Ο παραλογισμός του Brexit είναι ότι κάθε μελλοντική συμφωνία θα αφήσει τη χώρα σε δυσμενέστερη θέση από αυτή στην οποία βρίσκεται σήμερα.
Ένα γρήγορο “σκληρό” Brexit – δηλαδή η αποχώρηση από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση – είναι το χειρότερο σενάριο από όλα. Μετά την επίσημη κύρωση του Brexit και την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών, η ΕΕ θα συνεχίσει για πολλά χρόνια να αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά της Βρετανίας. Αυτό είναι βέβαιο, για γεωγραφικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Το “σκληρό” Brexit θα εμποδίσει την πρόσβαση στην συγκεκριμένη αγορά και θα περιορίσει κάθε επιρροή επί αυτής. Ένα “μαλακό”, πιο αργό Brexit αποτελεί την καλύτερη επιλογή (ωστόσο όλες οι επιλογές είναι αρνητικές). Καλύτερη λοιπόν, αλλά σίγουρα όχι καλή, καθώς θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην επιρροή της χώρας σε παγκόσμια κλίμακα.
Στη Φλωρεντία, η πρωθυπουργός επιβεβαίωσε ένα πιο αργό – αν όχι πιο «μαλακό» – Brexit. Αυτό θα μπορούσε, τουλάχιστον, να δώσει στον βρετανικό λαό τον χρόνο να πάρει μία ανάσα και, ίσως, να αναθεωρήσει.
* Ο Μιχάλης Κωττάκης είναι πρόεδρος του ευρωπαϊκού think tank 1989 Generation Initiative στο London School of Economics.