ΑΠ 502/2017 (πολ.): Συγκρότηση Μονομελούς Πρωτοδικείου, που δικάζει έφεση κατά απόφασης Ειρηνοδικείου. Η πρωτοδίκης, κατά τη δικάσιμο της συζήτησης της έφεσης δεν είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο πενταετούς υπηρεσίας. Μη νόμιμη η συγκρότηση του δικαστηρίου. Αναιρεί την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
“Με την αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 158/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που δίκασε ως Εφετείο, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρα 681Α επ. Κ.Πολ.Δ.) και απέρριψε κατ’ ουσίαν έφεση του αναιρεσείοντος κατά της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης του Ειρηνοδικείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη αγωγή του τελευταίου κατά του αναιρεσιβλήτου, αποζημίωσης από αυτοκινητικό ατύχημα, επικυρώνοντας την απόφαση αυτή.
Επειδή κατά το άρθρο 560 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση και αν το δικαστήριο δε συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος. Μη νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου υπάρχει αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Οργανισμού των Δικαστηρίων ή ειδικών νόμων που αφορούν τη σύνθεσή του δηλαδή την κατά νόμο σύστασή του για την ασκούμενη από αυτό δικαιοδοτική αρμοδιότητα και την αναπλήρωση των κωλυομένων μελών του. Ο αναιρετικός λόγος συνδεόμενος με την επιταγή του άρθρου 8 εδ. α’ του Συντάγματος, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 109 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σύμφωνα με την οποία, “κανένας δε στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος” ιδρύεται μόνον όταν η σχετική πλημμέλεια βαρύνει τη σύνθεση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση.
Ο καθορισμός της σύνθεσης του δικαστηρίου, με την έννοια του προσδιορισμού του συγκεκριμένου δικαστή ή των συγκεκριμένων δικαστών που θα εκδικάσουν τις υποθέσεις γίνεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 15 του Ν. 1756/1988. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 17Α Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3994/2011, “στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους. Στην περίπτωση αυτή τα μονομελή πρωτοδικεία συγκροτούνται από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτού, ως παρέδρου Πρωτοδικείου και σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία, ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν από τον αρχαιότερο κατά διορισμό πρωτοδίκη”.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 2 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή της μη νόμιμης σύνθεσης του δικαστηρίου της ουσίας, συνιστάμενη στο ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε, ως Εφετείο, συγκροτήθηκε από την Πρωτοδίκη Β. Π., κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 17Α Κ.Πολ.Δ., που ρυθμίζει τη σύνθεση του μονομελούς πρωτοδικείου, όταν δικάζει έφεση κατά απόφασης του Ειρηνοδικείου, αφού η τελευταία κατά το χρόνο που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος, δεν είχε συμπληρώσει πενταετή υπηρεσία, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο, συζήτησης αυτής (έφεσης), υπηρετούσαν στο ίδιο δικαστήριο τέσσερις πρωτοδίκες, αρχαιότεροι αυτής, που δίκασαν την ίδια ημέρα άλλες υποθέσεις.
Από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, για την έρευνα της βασιμότητας του παραπάνω αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι πράγματι η προαναφερομένη πρωτοδίκης, που αποτέλεσε τη σύνθεση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, την 26-6-2015, κατά την οποία συζητήθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος, δεν είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο πενταετούς υπηρεσίας, ενόψει του ότι είχε διορισθεί ως πάρεδρος πρωτοδικείου την 4-9-2012 και ακολούθως είχε προαχθεί στο βαθμό του πρωτοδίκη την 19-7-2013.
Περαιτέρω προέκυψε ότι κατά τον ίδιο χρόνο υπηρετούσαν στο Πρωτοδικείο Λαμίας οι πρωτοδίκες Κ. Λ., Π. Π., Ι. Μ. και η Μ. Μ. οι οποίοι ήταν αρχαιότεροι κατά διορισμό από την πρωτοδίκη Β. Π. και κατά την παραπάνω ημερομηνία συζήτησης της ένδικης έφεσης, δίκασαν άλλες υποθέσεις.
Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν ήταν νόμιμη η συγκρότηση του δικαστηρίου της ουσίας, αφού έγινε κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 17Α Κ.Πολ.Δ., και ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, ο οποίος παραδεκτώς προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ενόψει του ότι ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται, της κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, αφορά τη δημόσια τάξη (άρθρο 562 παρ. 2γ’ Κ.Πολ.Δ.) είναι βάσιμος, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνη που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση. Περαιτέρω πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. εδ. 4 του Ν. 4045/12 και να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο, ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.)”. (areiospagos.gr)