Το δυναμικό των μικρών οικογενειακών και των παραδοσιακών επιχειρήσεων για την προώθηση της ανάπτυξης και της οικονομικής μεγέθυνσης στις περιφέρειες εξετάζεται πλέον σοβαρά στην Ευρώπη των 27 και ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) Βασίλης Κορκίδης αναλύει τα πλεονεκτήματα, τα προβλήματα και τις ενέργειες που απαιτούνται για να βρεθούμε οι ενδεδειγμένες λύσεις
Όπως αναφέρει στη σχετική ανάλυσή του, είναι απαραίτητο να υπενθυμιστεί ότι η πλειονότητα των θέσεων εργασίας στις περιφέρειες της ΕΕ παρέχεται επί του παρόντος από πολύ παραδοσιακές ΜμΕ και μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν μακρά ιστορία και δικές τους παραδόσεις, εμπειρίες και πολλές επιχειρηματικές επιτυχίες στο ενεργητικό τους.
Ειδικότερα, επισημαίνει πως οι μικρές οικογενειακές και παραδοσιακές επιχειρήσεις δεν αποτελούν το σημείο εστίασης των μέσων πολιτικής στήριξης, όπως καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ελάχιστα μέσα πολιτικής (μόλις το 7% της συνολικής δημόσιας συνεισφοράς) προσανατολίζονται προς ΜμΕ που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους τομείς, ο συνηθέστερος εκ των οποίων είναι ο τουρισμός. Αυτό καταδεικνύεται επίσης, όπως υποστηρίζει, από το γεγονός ότι περίπου το 54% των δικαιούχων ΜμΕ προέρχονται από τον μεταποιητικό τομέα και τον κλάδο των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών ΤΠΕ (10%), ενώ μόλις το 16% από τους τομείς του χονδρικού και του λιανικού εμπορίου και το 6% από δραστηριότητες υπηρεσιών στέγασης και εστίασης που θεωρούνται παραδοσιακοί τομείς. Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρεί πως η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου προγραμματισμού, η στήριξη προς τις ΜμΕ διαρθρώθηκε υπό το πρίσμα της βαθιάς οικονομικής κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη μετατόπισης των πόρων από την καινοτομία προς μια γενικότερη οικονομική ανάπτυξη.
Ως πρόσθετη σοβαρή πρόκληση όσον αφορά την παροχή αποτελεσματικής στήριξης στις μικρές οικογενειακές και παραδοσιακές επιχειρήσεις προσδιορίζει το γεγονός ότι οι πολιτικές προώθησης διαμορφώνονται κυρίως βάσει του μεγέθους των υποστηριζόμενων επιχειρήσεων και όχι βάσει πιο ενδεδειγμένων χαρακτηριστικών που επηρεάζουν περισσότερο τις δραστηριότητές τους. Η προσέγγιση αυτή είναι πιθανώς παρωχημένη και υπερβολικά ευρεία και αδυνατεί να συνεκτιμήσει τις διαφορετικές ανάγκες διαφόρων ομάδων, όπως οι μικρές οικογενειακές και παραδοσιακές επιχειρήσεις. Συμπερασματικά αναφέρει στη μελέτη του πως συνεχώς τονίζεται σε γνωμοδοτήσεις η ανάγκη καλύτερα στοχευμένων και επακριβέστερα καθορισμένων πολιτικών προώθησης των ΜμΕ στην Ευρώπη, καθώς και η ανάγκη επικαιροποίησης του ορισμού των ΜμΕ προκειμένου να αντικατοπτρίζει καλύτερα την ποικιλομορφία τους.
Σύμφωνα με τη μελέτη του προέδρου της ΕΣΕΕ, οι προκλήσεις και οι τρόποι αντιμετώπισής τους, με στόχο την καλύτερη προώθηση της ανάπτυξης των μικρών οικογενειακών και παραδοσιακών επιχειρήσεων στην ΕΕ των 27 εστιάζονται στις παρακάτω 12 ενέργειες:
1) Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελεί συχνά διαβόητο πρόβλημα. Σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες εταιρείες, οι μικρές οικογενειακές και παραδοσιακές επιχειρήσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερες διακυμάνσεις ως προς την κερδοφορία, την επιβίωση και την ανάπτυξή τους, πράγμα το οποίο εξηγεί τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σχετικά με τη χρηματοδότηση. Οι ΜμΕ τείνουν, γενικά, να έρχονται αντιμέτωπες με υψηλότερα επιτόκια και με περιορισμένη προσφορά πιστώσεων (credit rationing) ελλείψει επαρκών εγγυήσεων. Οι δυσκολίες ως προς τη χρηματοδότηση διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των επιχειρήσεων που αναπτύσσονται με βραδύ ρυθμό και εκείνων που αναπτύσσονται ταχέως.
2) Η επέκταση των επιχειρηματικών κεφαλαίων, των αγορών ιδιωτικών κεφαλαίων ―συμπεριλαμβανομένων των ανεπίσημων αγορών και των επιχειρηματικών αγγέλων― της συμμετοχικής χρηματοδότησης (crowdfunding) και, γενικότερα, η ανάπτυξη της Ένωσης Κεφαλαιαγορών βελτίωσαν την πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια για συγκεκριμένες κατηγορίες ΜμΕ, αλλά οι μικρές οικογενειακές και παραδοσιακές επιχειρήσεις θεωρείται απίθανο να μπορέσουν να επωφεληθούν σημαντικά από αυτές τις εξελίξεις και αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από παραδοσιακά τραπεζικά δάνεια. Ακόμη και για τις καινοτόμες, τις νεοσύστατες και τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, τα μέσα αυτά δεν είναι πάντα εύχρηστα και εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών λόγω του επιπέδου ανάπτυξης των τοπικών κεφαλαιαγορών και της έλλειψης κατάλληλης νομοθεσίας.
3) Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση με την παροχή εγγυήσεων επιδοκιμάζεται. Εντούτοις, το καθεστώς που επιλέχθηκε φαίνεται να προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά εγγυήσεων και, τελικά, ανεπιθύμητες επιπτώσεις στη δραστηριότητα των οργανισμών εγγυήσεων. Υπάρχουν διαθέσιμα εμπειρικά στοιχεία (η Ισπανία είναι π.χ. μια τέτοια περίπτωση) που υποδεικνύουν ότι οι εμπορικές τράπεζες προτείνουν ρητώς στους υφιστάμενους δανειολήπτες τους να ζητούν εγγύηση ―η οποία θα εκδίδεται άμεσα προς όφελός τους από την ΕΕ με τη μορφή άμεσης εγγύησης― προκειμένου να είναι η τράπεζα σε θέση να καλύψει τους υπάρχοντες κινδύνους μέσω της εγγύησης, χωρίς να χρειάζεται να αυξηθεί η κατηγορία κινδύνου στην οποία κατατάσσονται. Οι «μειονεκτούσες ΜΜΕ» (ήτοι, οι ΜΜΕ που πασχίζουν να αποκτήσουν πίστωση) μένουν εκτός. Η αυξημένη διοχέτευση δημόσιου χρήματος, μέσω της παροχής αντεγγυήσεων, θα μεγιστοποιήσει την αποδοτική χρήση των δημόσιων πόρων και θα δημιουργήσει μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην αγορά και στην ευρύτερη οικονομία.
4) Οι ευρωπαϊκές και τοπικές κανονιστικές επιβαρύνσεις εξακολουθούν να αποτελούν μείζον εμπόδιο για τις μικρές οικογενειακές και παραδοσιακές επιχειρήσεις, οι οποίες τείνουν να μην διαθέτουν τα κατάλληλα εφόδια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν λόγω υπερβολικής ρύθμισης. Γι’ αυτό το λόγο, χρειάζεται να διευκολυνθεί η πρόσβαση των εν λόγω επιχειρήσεων σε πληροφορίες σχετικά με τους κανονισμούς και να βελτιωθεί η ενημέρωσή τους όσον αφορά τα τεχνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες συμμόρφωσης δεν είναι ασκόπως δαπανηρές, περίπλοκες ή χρονοβόρες. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει συστηματικός και προσεκτικός έλεγχος των νέων κανονισμών και της εφαρμογής τους από τις αρμόδιες τοπικές επιχειρηματικές ενώσεις.
5) Η πρόσβαση σε καλύτερη πληροφόρηση δεν είναι απαραίτητη μόνο σε σχέση με τις κανονιστικές απαιτήσεις. Η ενημέρωση σχετικά με το τοπικό επιχειρηματικό περιβάλλον και τις ευκαιρίες που προσφέρει η αγορά σε περιφερειακό επίπεδο είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τις παραδοσιακές και οικογενειακές επιχειρήσεις. Οι σύγχρονες τεχνολογίες, εάν είναι σχεδιασμένες με τρόπο φιλικό προς τον χρήστη, διαθέτουν τεράστιες δυνατότητες για την κάλυψη του κενού πληροφόρησης. Ιδιαίτερα χρήσιμη θα ήταν η δημιουργία μιας μονοαπευθυντικής θυρίδας με στόχο να καταστούν διαθέσιμες σε ένα ενιαίο σημείο όλες οι απαραίτητες πληροφορίες που επηρεάζουν τις στρατηγικές και τις αποφάσεις των επιχειρήσεων, όπως συμβαίνει ήδη σε ορισμένες χώρες. Τα μέτρα για την ενθάρρυνση των δικτύων πληροφόρησης πρέπει να επιδιώκουν την εξατομίκευση των βάσεων δεδομένων και την αποφυγή του υπερβολικού φόρτου πληροφοριών.
6) Τα πρόσφατα μέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στις αγορές επικεντρώθηκαν πρωτίστως στις διεθνείς αγορές. Η πολιτική στον εν λόγω τομέα αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των μειονεκτημάτων που βιώνουν οι ΜΜΕ ελλείψει πρόσβασης σε ανθρώπινο δυναμικό, εξωτερικές αγορές και τεχνολογία. Όμως, όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, αυτό συχνά δεν έχει μεγάλη σημασία για τις μικρές παραδοσιακές και οικογενειακές επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, οι προσπάθειες θα πρέπει να προσανατολίζονται προς τη βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των διοργανωτών εμπορικών αποστολών σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς και προς την παροχή μεγαλύτερης βοήθειας για την εξεύρεση αξιόπιστων επιχειρηματικών εταίρων. Μια άλλη δυνατότητα στον ίδιο τομέα συνίσταται στην επίταση των προσπαθειών για την αύξηση του «μεριδίου» που λαμβάνουν οι μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων κρατικών προμηθειών.
7) Ένα πολύ ιδιαίτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν πρόσφατα οι μικρές παραδοσιακές και οικογενειακές επιχειρήσεις είναι η πρόσβαση σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Η δημογραφική εικόνα σε απομακρυσμένες περιοχές και σε πολυάριθμες περιφέρειες που παρουσιάζουν αναπτυξιακή καθυστέρηση επιδεινώνεται, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σημαντική έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού σε πολλές περιοχές. Επομένως, οι εν λόγω επιχειρήσεις χρειάζονται βοήθεια τόσο για τον εντοπισμό και την προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού όσο και για την κατάρτισή του. Τα προγράμματα κατάρτισης θα πρέπει να είναι εξατομικευμένα και να υλοποιούνται κατά τις νεκρές περιόδους. Θα πρέπει επίσης να καθιερωθεί ένα σύστημα για την προσφορά των προγραμμάτων αυτών σε τακτική βάση, δεδομένου ότι οι μικρές επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίζουν υψηλό ποσοστό αποχωρήσεων.
8) Στις οικογενειακές επιχειρήσεις είναι σύνηθες τα παιδιά της ίδιας οικογένειας να εργάζονται σε αυτές. Η εν λόγω πρακτική είναι παραδοσιακή και ωφέλιμη για την εκάστοτε επιχείρηση επειδή διευκολύνει την ομαλή μεταβίβασή της από τη μία γενιά στην επόμενη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ιδιοκτήτες/διευθυντές χρειάζεται να έχουν πάντοτε κατά νου ότι οι συνθήκες εργασίας πρέπει να είναι κατάλληλες για τα παιδιά.
9) Η κατάρτιση είναι απαραίτητη και όχι μόνο για τους εργαζόμενους σε μικρές οικογενειακές και παραδοσιακές επιχειρήσεις. Στις αγροτικές και στις απομακρυσμένες περιοχές, οι τραπεζικοί υπάλληλοι και οι ενώσεις εργοδοτών συχνά δεν διαθέτουν την παραμικρή γνώση σχετικά με τα διάφορα προγράμματα και τις δυνατότητες που παρέχονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά ούτε και για τα έγγραφα και τις διαδικασίες που απαιτούνται. Αυτό το δίκτυο ενδιάμεσων φορέων είναι εξαιρετικά σημαντικό για την αποτελεσματική στήριξη των μικρών οικογενειακών και παραδοσιακών επιχειρήσεων. Κρίνεται σκόπιμο να προαχθούν προγράμματα ενημέρωσης και ανταλλαγές βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των εν λόγω ενδιάμεσων φορέων. Θα πρέπει επίσης να καθιερωθεί ένα ενιαίο σημείο επαφής για όλα τα είδη χρηματοδότησης και προγραμμάτων.
10) Σημαντικό μέτρο πολιτικής θα πρέπει να αποτελέσει η «ποιοτική αναβάθμιση» των ιδιοκτητών/διευθυντών των μικρών οικογενειακών και παραδοσιακών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι στις εν λόγω εταιρείες τα πάντα συναρτώνται άμεσα με τη συγκεκριμένη παράμετρο. Η αναβάθμιση αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ενθάρρυνση της κατάρτισης ή/και με τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε υπηρεσίες παροχής συμβουλών. Χρειάζεται να προαχθεί η διά βίου μάθηση, τα διαδικτυακά εκπαιδευτικά εργαλεία σε τομείς όπως ο επιχειρηματικός σχεδιασμός, τα πρότυπα παραγωγής, η νομοθεσία για τους καταναλωτές ή άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις θα μπορούσαν να είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
11) Ένα άλλο μέτρο συνίσταται στην προτροπή των μικρών οικογενειακών και παραδοσιακών επιχειρήσεων να επανεπενδύουν τα κέρδη τους. Εάν τους δοθούν κατάλληλα κίνητρα προς το σκοπό αυτό, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα καταστούν περισσότερο σταθερές, λιγότερο εξαρτημένες από τραπεζικά δάνεια και λιγότερο ευάλωτες σε κρίσεις.
12) Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να συγκεντρωθούν σε ένα συνοπτικό κατάλογο οι βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζονται σε διάφορες χώρες και σε τομείς με αυξημένη παρουσία μικρών οικογενειακών και παραδοσιακών επιχειρήσεων -όπως ο τουρισμός, η γεωργία, η αλιεία κ.λπ.- και κατόπιν, να παρουσιαστούν στα κράτη-μέλη.