Το χρέος που έχουν συσσωρεύσει οι 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη (G20) ανήλθε στα τέλη του 2016 στα 135 τρισ. δολάρια, ξεπερνώντας το επίπεδο όπου είχε φτάσει πριν από την κρίση του 2007, και θα μπορούσε να πυροδοτήσει την επόμενη κρίση, προειδοποίησε χθες το ΔΝΤ, παρουσιάζοντας την εξαμηνιαία έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ηδη, εταιρείες και καταναλωτές δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και η κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς βρισκόμαστε σε φάση ανόδου των επιτοκίων δανεισμού.
«Ενώ η θάλασσα φαίνεται ακύμαντη, κάτω από την επιφάνειά της υπάρχουν προβλήματα που αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα, θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την ανάκαμψη», τόνισε χθες ο Τομπίας Αντριαν, επικεφαλής του τμήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας του ΔΝΤ. Οι καλές εποχές έχουν καλλιεργήσει έναν «εφησυχασμό» που οδήγησε σε υπερβολές, πρόσθεσε ο Αντριαν, αναφερόμενος στη χαλαρή νομισματική πολιτική των τραπεζών, στην προσπάθεια των επενδυτών να βρουν υψηλότερες αποδόσεις μέσω πιο παράτολμων επενδύσεων και στην απουσία μεταβλητότητας στις αγορές. Αν συνεχιστεί η συσσώρευση χρεών, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση που θα περιόριζε το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 1,7% (για το 2017, το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας κατά 3,6%, οπότε ενδεχόμενη μείωση της ανάπτυξης στο 2,1% θα σήμαινε πως η παγκόσμια οικονομία θα έπεφτε σε βαθιά ύφεση), αν υποχωρούσαν τα χρηματιστήρια κατά 15% και αν μειωνόταν η αξία των κατοικιών κατά 9%, προειδοποιεί το ΔΝΤ. Μια τέτοια κρίση θα ήταν «ευρεία και σημαντική», αν και ήταν λιγότερο σφοδρή από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, πιστεύει το ΔΝΤ. Οι ΗΠΑ πιθανότητα θα είχαν περισσότερα περιθώρια κινήσεων και δεν θα δέχονταν τόσο ισχυρό πλήγμα όσο η Ευρώπη και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες θα είχαν εκροές κεφαλαίων 100 δισ. δολαρίων.
Χαμηλά επιτόκια
Στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν την οικονομία, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες μείωσαν σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο (ή και σε αρνητικό σε ορισμένες περιπτώσεις) τα επιτόκια δανεισμού και, πραγματικά, κατάφεραν να οδηγήσουν σε ανάκαμψη τις τιμές των μετοχών και των ακινήτων. Ωστόσο, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού αποτέλεσαν ευκαιρία για τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά αλλά και τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τον δανεισμό τους. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν σε μεγάλο βαθμό ο σκοπός της ποσοτικής χαλάρωσης, ωστόσο οδήγησε στην αύξηση του χρέους μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, νοικοκυριών και κυβερνήσεων στις χώρες του G20 στο επίπεδο των 135 τρισ. δολαρίων ή στο 235% του ΑΕΠ, δηλαδή υψηλότερο απ’ ό,τι ήταν το 2006. Κατά το ΔΝΤ οι ανεπτυγμένες οικονομίες και η Κίνα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την αύξηση του χρέους, ενώ το 1/3 των 80 τρισ. δολαρίων που προστέθηκαν στο χρέος του G20 από το 2006 προήλθε από τις ΗΠΑ και από την Κίνα.
Η διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα έχει καταστήσει σχετικά εύκολη την εξυπηρέτηση του νέου χρέους, ωστόσο στις περισσότερες χώρες του G20, εταιρείες και νοικοκυριά είναι τόσο χρεωμένα, ώστε πλέον η κατάσταση έχει αρχίσει να επιδεινώνεται. Μεταξύ των χωρών του G20 σε πιο δύσκολη θέση βρίσκονται η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Κίνα, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Οσον αφορά τις μεγάλες συστημικές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, το ΔΝΤ κρίνει πως βρίσκονται γενικά σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι πριν από την κρίση. Ωστόσο πολλές εξ αυτών δεν έχουν καταφέρει ακόμη να βρουν ένα μακροπρόθεσμα κερδοφόρο επιχειρηματικό μοντέλο, λέει το ΔΝΤ. Οι 30 μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου έχουν περιουσιακά στοιχεία 47 τρισ. δολαρίων ή πάνω από το 1/3 των συνολικών περιουσιακών στοιχείων και δανείων που έχουν οι τράπεζες παγκοσμίως. Εχουν καταφέρει, όμως, να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους κατά 1 τρισ. δολάρια από το 2009, ενώ παράλληλα έχουν περιορίσει το ύψος των περιουσιακών τους στοιχείων, πράγμα που σημαίνει πως είναι πολύ ισχυρότερες απ’ ό,τι ήταν. Από την άλλη πλευρά, περίπου οι μισές από τις μεγάλες τράπεζες του κόσμου έχουν απόδοση ιδίων κεφαλαίων κάτω από το 8%, το ελάχιστο όριο που το ΔΝΤ θεωρεί πως πρέπει να πετυχαίνουν οι τράπεζες για να είναι βιώσιμες. Το 2019 μεγάλες τράπεζες με συνολικά περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου 17 τρισ. δολαρίων δεν θα καταφέρουν να πετύχουν αρκετά υψηλά κέρδη, υποστηρίζει το ΔΝΤ. Τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού έχουν αναγκάσει και τις ασφαλιστικές εταιρείες να επενδύσουν σε περιουσιακά στοιχεία που έχουν μεγαλύτερο ρίσκο, στην προσπάθειά τους να πετύχουν υψηλότερες αποδόσεις, επιλογή που θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί προβληματική.