ΜΕ ΤΗΝ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜ. 9179/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το χρηματικό ποσό θα πρέπει να καταβληθεί από το τραπεζικό ίδρυμα, καθώς η διαβίβαση των προσωπικών της δεδομένων από την τράπεζα προς την εισπρακτική εταιρία έγινε χωρίς την ειδική συναίνεση και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση κατά τον τρόπο που απαιτεί ο νόμος 2472/1997 !!!
Δικαιώθηκε δανειολήπτρια με αναπηρία στην προσφυγή της κατά τράπεζας και εισπρακτικής
Ήταν αρχές του 2014, όταν λόγω της μακροχρόνιας ανεργίας της άρχισε να αντιμετωπίζει πρόβλημα στην αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων του δανείου της. Μόλις το Φεβρουάριο, έλαβε το πρώτο τηλεφώνημα από υπάλληλο της εισπρακτικής εταιρίας, ζητώντας να την πληροφορήσει για το πότε σκόπευε να προχωρήσει σε πληρωμή της οφειλής. Όπως αναφέρεται στην αγωγή της, η προκλητική, απαράδεκτη και καθ’ όλα παράνομη συμπεριφορά της εισπρακτικής να καλεί καθημερινά για δήθεν ενημέρωση της περί οφειλών της συνεχίστηκε, παρότι η ίδια παραπονέθηκε πολλάκις τηλεφωνικώς προειδοποιώντας την να σταματήσει την παράνομη συμπεριφορά της και να διαγράψει τα προσωπικά της δεδομένα από τα αρχεία της».
Μάλιστα, και στη δικαστική απόφαση γίνεται λόγος για τη μεγάλη ψυχική αναστάτωση, το θυμό και την οργή που ένιωσε από το γεγονός ότι απόρρητα προσωπικά της δεδομένα έχουν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμία απολύτως ενημέρωσή της, ούτε προγενέστερη ούτε μεταγενέστερη της διαβίβασής του σε τρίτους. «Η αφόρητη και πιεστική συμπεριφορά της εισπρακτικής της προκάλεσε σε πολλές περιπτώσεις κρίσεις πανικού και επιληψίας» υπογραμμίζεται. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δανειολήπτριας, Γιώργος Πουλής, δηλώνει στο News 247 σχετικά με την απόφαση: «Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική γιατί, εκτός του ότι προσθέτει ένα ακόμα λιθαράκι στη σχετική νομολογία, που τείνει πια να παγιώνεται εις βάρος των τραπεζικών ιδρυμάτων και υπέρ των δανειοληπτών, στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μια πραγματικά ταλαιπωρημένη γυναίκα της οποίας η υγεία επιβαρύνθηκε με το πλήθος των κλήσεων (που ήταν αποτέλεσμα της παρανομίας της τράπεζας) και η χρηματική ικανοποίηση θα της προσφέρει ουσιαστική και ηθική ανακούφιση».
«Η τράπεζα δεν απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση ούτε πριν, αλλά ούτε και μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν τη διαβίβασή τους στην εισπρακτική τράπεζα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο αναφέροντας την ταυτότητα του εκπροσώπου της» αναφέρει η δικαστική απόφαση και συνεχίζει: «η ενάγουσα (σ.σ. δανειολήπτρια) λοιπόν ουδέποτε έλαβε πραγματική γνώση ότι τα προσωπικά της δεδομένα θα διαβιβαστούν στη συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, ούτε τους λοιπούς αποδέκτες, αν και έπρεπε να το γνωρίζει».
Παρά το γεγονός ότι το δικαστήριο απασχόλησε το γεγονός ότι «οι τηλεφωνικές κλήσεις συνοδεύονταν κατά παράβαση των κανόνων της δεοντολογίας από άσκηση ψυχολογικής βίας, καθόσον την αναστάτωναν σε τέτοιο βαθμό που επέτειναν την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας της», τελικά η αγωγή απορρίφθηκε ως προς την εισπρακτική εταιρία.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην ετυμηγορία, ότι «οι τηλεφωνικές οχλήσεις δεν ήταν 18 σε διάστημα εννέα μηνών όπως ισχυρίζονται, αλλά οι 15 εξ αυτών έλαβαν χώρα σε διάστημα 1,5 περίπου μηνός, γεγονός που φανερώνει τη συχνότητα αυτών, ενώ ορισμένες φορές προκύπτει ότι υπερέβαιναν τη μία την ημέρα».
Δεν επεξεργάστηκε η εισπρακτική
Παρ’ όλα αυτά, το Μονομελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της δανειολήπτριας έγινε μόνο από την τράπεζα και όχι από την εισπρακτική, η οποία πρωτοδίκως «κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία εκρίθη ότι ήταν επίσης υπόχρεη ως αποδέκτρια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της ενάγουσας, να την ενημερώσει», αφού η χρήση τους από την εισπρακτική εταιρία «δεν συνιστά συλλογή δεδομένων για δικές της συναλλαγές ή τις συναλλαγές τρίτου και “περαιτέρω επεξεργασία” αυτών από την εισπρακτική, αλλά εκτέλεση επεξεργασίας αποκλειστικά για λογαριασμό της τράπεζας».
Σύμφωνα με τον Γιώργο Πουλή, με την απόφαση κρίνεται ότι μεταξύ άλλων ότι «οι προδιατυπωμένοι τυποποιημένοι όροι στις δανειακές συμβάσεις δεν αρκούν προς θεμελίωση της “συγκατάθεσης” του υποκειμένου των δεδομένων» αλλά και ότι ηενημέρωση προς τους καταναλωτές για τη μεταφορά των στοιχείων τους από μία τράπεζα σε μία εισπρακτική πρέπει να γίνεται «με τρόπο σαφή για την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας, την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και τους αποδέκτες/κατηγορίες αποδεκτών με αναφορά στην επωνυμία και έδρα της εταιρίας ενημέρωσης οφειλετών, και μέχρι το χρονικό σημείο πριν από τη διαβίβαση των δεδομένων».
Τέλος, όπως εξηγεί ο δικηγόρος, «οιεπιστολές των τραπεζών με ψιλά γράμματα στο κάτω μέρος τους που ενημερώνουν γενικώς και αορίστως για το ενδεχόμενο διαβίβασης προσωπικών στοιχείων του οφειλέτη σε εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών είναι ασαφείς, και ως εκ τούτου δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου περί ενημέρωσης.