Πώς η κρίση και οι τεκτονικές αλλαγές στην οικονομία μεταβάλλουν το σκηνικό των τελευταίων 30 ετών
Την τελευταία 30ετία οι εισηγμένες επιχειρήσεις στο Χρηματιστήριο Αθηνών υπερτριπλασιάστηκαν, ενώ αντλώντας πάνω από 50 δισ. ευρώ ως το τέλος του 20ού αιώνα, μια νέα γενιά επιχειρηματιών αναδύθηκε στην επιχειρηματική ζωή του τόπου.
Οι κρίσεις αλλά και οι «φούσκες» ανέδειξαν νέα τζάκια και οδήγησαν άλλα στον αφανισμό, αν και αρκετές παραδοσιακές οικογένειες παρέμειναν στο προσκήνιο.
Για την αγορά, όπως η προηγούμενη φάση ριζικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και του πολιτικού συστήματος τη δεκαετία του ’80 σημαδεύτηκε από μεγάλες κοινωνικές αλλαγές και από την ανάδειξη των νέων τζακιών, κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί και σήμερα.
Υστερα από μια δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης που παίρνει τη θέση της στην ιστορία ως η «Ελληνική Μεγάλη Υφεση», οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία μεταβάλλουν και τις επιχειρηματικές ισορροπίες, καθώς η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης με γνώμονα την εξωστρέφεια, αλλά και ο περιορισμός της «πίτας» που μοιράζει το Δημόσιο αναμένεται να αποδυναμώσουν κάποιους επιχειρηματίες και να αναδείξουν άλλους.
Η κρίση εξάλλου οδήγησε πλήθος εταιρειών στην πτώχευση και στην οικονομική ασφυξία, καταστρέφοντας σημαντικό τμήμα της παραγωγικής και οικονομικής υποδομής της χώρας.
Ορισμένες εταιρείες επιβίωσαν και αύξησαν τα μερίδια αγοράς τους και δεν αποκλείεται να είναι οι «νικητές της επόμενης ημέρας», ενώ άλλες «εξαφανίστηκαν από τον χάρτη» και κάποιες συρρικνώθηκαν για να επιβιώσουν στη νέα εποχή. Οι αποχωρήσεις τουΓιάννη Σ. Κωστόπουλου από την Alpha Bank και του Σωκράτη Κόκκαλη από τα ηνία της Ιntracom Holdings δεικνύουν πάντως το τέλος μιας εποχής, ενώ από την άλλη πλευρά, οι δισεκατομμυριούχοι μεγαλοεπενδυτές Πρεμ Γουάτσα της Fairfax και Τζον Πόλσον της Paulson & Co έχουν πάρει θέσεις στο εγχώριο τραπεζικό και επιχειρηματικό σύστημα «στοιχηματίζοντας» στη νέα εποχή.
Αναδιάρθρωση
Κοινός τόπος βέβαια είναι ότι το «γύρισμα» της οικονομίας προϋποθέτει την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων που καίει τις τράπεζες, την προσέλκυση επενδύσεων 80-100 δισ. ευρώ, αλλά και μετά το τέλος του προγράμματος διάσωσης η χώρα να είναι σε θέση να σταθεί στα πόδια της.
Η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, που στα επιχειρηματικά δάνεια φθάνουν το 54%, θα παίξει σημαντικό ρόλο, ενώ ένας από τους λόγους των πωλήσεων των ξένων στις τράπεζες το τελευταίο δίμηνο δεν αφορούσε μόνο την πιθανότητα να χρειαστούν νέα κεφάλαια, αλλά ήταν απόρροια της στρατηγικής πιέσεων των ξένων funds ώστε να επιταχυνθεί η ταχύτητα αναδιάρθρωσης του χαρτοφυλακίου των επιχειρηματικών τους δανείων.
Σε εταιρείες που οι κλάδοι παρουσιάζουν προοπτικές, π.χ. ψάρια, υγεία, τουρισμός, ξενοδοχεία, real estate, αγροτικός τομέας, το ενδιαφέρον για να γίνουν συμφωνίες και να μπουν επενδυτές και νέα κεφάλαια – χωρίς όμως απαραίτητα να συνεχιστεί το ίδιο μάνατζμεντ – είναι αυξημένο. Αν η οικονομία «γυρίσει», τότε μπορεί να δούμε και νέες εισαγωγές στο ΧΑ ισχυρών εταιρειών, ενώ σήμερα κυριαρχεί η αγορά των εταιρικών ομολόγων, που εκμεταλλεύεται τις «παράδοξες» συνθήκες ρευστότητας λόγω των κεφαλαιακών ελέγχων.
Στις έξι εισαγωγές εταιρικών ομολόγων του 2017 αναμένεται μάλιστα να προστεθούν μεσοπρόθεσμα και τα ομόλογα ναυτιλιακής εταιρείας εισηγμένης στη Ν. Υόρκη.
Ξένα κεφάλαια
Από την άλλη πλευρά, ρόλο στη νέα εποχή διαδραματίζουν και ορισμένα ξένα κεφάλαια που από τη φύση τους εισέρχονται σε αγορές με υψηλότερο ρίσκο.
Η Fairfax ελέγχει το 17,29% της Eurobank, το 51,37% της Grivalia και το 5,02% της Μυτιληναίος, ενώ η Paulson & Co ελέγχει 7,32% της Alpha Bank, το 6,62% της Πειραιώς και το 9,99% της ΕΥΔΑΠ. Η κινεζική Fosun με 13,89% συμμετέχει στη Folli-Follie, ενώ θέση στην Autohellas διατηρεί η Fidelity International, στην Jumbo η Capital, στην MLS η Shaikh Khalid Bin Jassim Al Thani, στη Nexans το HMG και στην ΕΧΑΕ η Franklin Templeton Institutional LLC και η The London and Amsterdam Trust Company.
Στη Lamda Development, με ποσοστό 16,61% συμμετέχει η Blackstone Group, ενώ το Silchester International Investors ελέγχει το 12,94% του ΑΔΜΗΕ και το 13,8% της ΔΕΗ. Στη ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ με 17,35% και στην ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή με 9,39% συμμετέχει η York Global Finance, στο Ιατρικό η Asklepios International κατέχει το 36,35%, στον ΟΛΠ συμμετέχει η Lansdowne και στον ΟΤΕ, που ελέγχεται από την Deutsche Bank, έχει θέσει άνω του 5% η Schroders.
Η «μεγάλη έξοδος» 254 εισηγμένων
Από τη μία πλευρά οι εξαγορές των θυγατρικών των πολυεθνικών στην Ελλάδα, από την άλλη το κόστος συντήρησης μιας εταιρείας στο Χρηματιστήριο στα χρόνια της κρίσης, σε συνάρτηση με την κατάρρευση των τιμών που διευκόλυνε τους βασικούς μετόχους να βγάλουν τις μετοχές τους από το ΧΑ με μικρό κόστος, επέτειναν τη «μεγάλη έξοδο» των εισηγμένων από το Χρηματιστήριο.
Από το 2008 οδηγήθηκαν 116 εταιρείες στην έξοδο, ενώ την τελευταία 20ετία 254 εταιρείες διαγράφηκαν από την ελληνική αγορά.
Οι 11 εταιρείες εξαγοράστηκαν (απορρόφηση από μη εισηγμένη και διαγραφή λόγω δημόσιας πρότασης), οι 108 συγχωνεύθηκαν (απορρόφηση από άλλη εισηγμένη με τελική κατάληξη τη διαγραφή), 37 διαγράφηκαν με απόφαση του βασικού μετόχου, 7 διαγράφηκαν λόγω κανονισμού (χαμηλή παραγωγική δραστηριότητα), ενώ 91 πτώχευσαν (οικονομικά προβλήματα που οδήγησαν στη διαγραφή).
Οι εξαγορές
Ειδική κατηγορία αποτέλεσαν οι εξαγορές των θυγατρικών πολυεθνικών εταιρειών. Τα παραδείγματα των Παπαστράτος – Ρhilip Μorris, Vodafone Ρanafon – Vodafone UΚ, Κωτσόβολος – Dixons, Ιnteramerican – Εureko, Παυλίδης – Κraft Foods, Χάλυψ – Ciments Francais, Ρόκας – Iberola, Φοίνιξ – Groupama, ΑΒ Βασιλόπουλος – Delhaize, Δέλτα Παγωτού – Nestle, Unilever – Ελαΐς, Ηρακλής – Lafarge κ.τ.λ. στο πρόσφατο παρελθόν είναι ενδεικτικά.
Παράλληλα οι κινήσεις των εταιρειών Coca-Cola HBC και Βιοχάλκο να αλλάξουν έδρα έχουν καταστήσει πιο φτωχή την εγχώρια αγορά. Από την άλλη πλευρά η άνοδος και η πτώση των αξιών στο ΧΑ είναι εντυπωσιακή. Το 1983, λ.χ., η συνολική κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων κυμαινόταν στα 278,7 εκατ. ευρώ, ενώ στο ιστορικό ρεκόρ του ΧΑ στις 17.9.1999 η αξία των εισηγμένων εκτινάχθηκε στα 212,77 δισ. ευρώ.
Η πτώση ολοκληρώθηκε στο -77% στις 31.3.2003 και οδήγησε σε απώλειες 158 δισ. ευρώ. Η άνοδος που ακολούθησε οδήγησε σε κέρδη 148 δισ. ευρώ τις αξίες, ενώ με τις απώλειες των μετοχών από το υψηλό του γενικού δείκτη στις 31.10.2007 ως το ιστορικό χαμηλό της αγοράς στις 5.6.2012 που ακολούθησε την κατάρρευση των μετοχών μετά και το Καστελόριζο, η κεφαλαιοποίηση της αγοράς υποχώρησε κατά 183,29 δισ. ευρώ (από τα 202,67 δισ. ευρώ στα 19,38 δισ. ευρώ).