Οι συνθήκες στη βρετανική οικονομία επιδεινώθηκαν μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, αλλά δεν ήρθε η καταστροφή την οποία προεξοφλούσαν διάφοροι οικονομολόγοι. Οι ρυθμοί ανάπτυξης στη Βρετανία υποχώρησαν και σήμερα κυμαίνονται σε επίπεδα χαμηλότερα περίπου 0,5% συγκριτικά με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Πλην όμως δεν κατέρρευσε η οικονομία και δεν επήλθε η καταστροφή.
Οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη Βρετανία αποδίδονται σε τέσσερις παράγοντες, σύμφωνα με έρευνα που έγινε σε 2.500 επιχειρήσεις στη Βρετανία. Πρώτον, οι βρετανικές επιχειρήσεις που εξάγουν στην Ε.Ε. έχουν επωφεληθεί από την πτώση της στερλίνας κατά 20%, επειδή οι εξαγωγές στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά έγιναν ελκυστικότερες. Οσο διατηρείται η πρόσβαση στην Ε.Ε., οι εξαγωγικές επιχειρήσεις θα ευνοούνται από την αποδυνάμωση της στερλίνας. Δεύτερον, η ζήτηση για εξαγωγές ενισχύεται στην Ευρωζώνη λόγω της βελτίωσης του οικονομικού τοπίου στη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη είναι σήμερα ομοιογενής, με τον ευρωπαϊκό Νότο να ανακάμπτει δυναμικά. Τρίτον, η νομισματική πολιτική παραμένει χαλαρή, με το βασικό επιτόκιο να κυμαίνεται στο ιστορικό χαμηλό του 0,25%. Τέταρτον, το ήμισυ των ψηφοφόρων είναι αισιόδοξο για την πορεία της Βρετανίας.
Τι θα συμβεί, όμως, στο μέλλον; Θα παραμένει αποδυναμωμένη η ανάπτυξη ή θα επιταχυνθούν οι ρυθμοί, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί του Brexit; Σφυγμομετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν έναν χρόνο πριν και επαναλήφθηκαν φέτος, μαρτυρούν ότι το Brexit αποτελεί πηγή αβεβαιότητας για τις επιχειρήσεις. Τον Αύγουστο του 2016, το 35% των βρετανικών επιχειρήσεων θεωρούσε το Brexit ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά τους, εάν όχι το μεγαλύτερο. Εως τον Αύγουστο του 2017, το ποσοστό είχε φτάσει στο 40%. Από τον Αύγουστο του 2016 έως τον Αύγουστο του 2017 μειώθηκε. Παράλληλα, κατά το ήμισυ μειώθηκε το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν θεωρεί το Brexit σημαντικό πρόβλημα, από το 23% στο 12%.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις αναμένεται να δεχθούν πλήγμα από το Brexit. Προβλέπουν, με άλλα λόγια, επιπτώσεις στις πωλήσεις, τις επενδύσεις, τις δαπάνες τους και στο κόστος δανεισμού. Μόνον, όμως, οι μεγάλες εταιρείες και όσες είναι εκτεθειμένες στις διεθνείς αγορές εξετάζουν τη μεταφορά δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό.
Αναλυτικότερα, οι περισσότερες επιχειρήσεις θεωρούν ότι λόγω του Brexit θα μειωθούν οι πωλήσεις και οι επενδύσεις τους. Διαβλέπουν, επίσης, αύξηση του κόστους των εξαγωγών, της εργασίας και του δανεισμού. Ομως οι επικεφαλής αυτών των επιχειρήσεων δεν θεωρούν ότι είναι αναγκαίο να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό.
Τα πράγματα αλλάζουν για τις μεγάλες εταιρείες καθώς και γι’ αυτές που εξαρτώνται από τις εξαγωγές. Στον κλάδο της μεταποίησης, οι εταιρείες εξετάζουν την πιθανότητα μεταφοράς δραστηριοτήτων στο εξωτερικό. Μάλιστα, αν τελικά αποφασίσουν κάτι τέτοιο, τότε θα γίνει μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, δηλαδή πριν από την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περιφέρειες της Βρετανίας με χαμηλή παραγωγικότητα ήταν υπέρ του Brexit. Σήμερα, οι κάτοικοί τους δηλώνουν αισιόδοξοι για τη χώρα. Οπότε μπορεί να υπάρξουν επιπτώσεις από την ανακατανομή των επενδύσεων και της απασχόλησης σε αυτές τις περιοχές.
* Ο Nicholas Bloom είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ.
** Ο Paul Mizen είναι καθηγητής στο Κέντρο Χρηματοοικονομικών, Πίστωσης και Μακροοικονομικών (Centre for Finance, Credit and Macroeconomics).
Το άρθρο αναρτήθηκε στην επιστημονική ιστοσελίδα Vox.