Αυξημένους στόχους για τον περιορισμό των κόκκινων δανείων κατά 40% έχουν θέσει οι Έλληνες τραπεζίτες για το 2018. Η αναθεώρηση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα κακής διαχείρισης ή έξαρσης του φαινομένου των επισφαλών δανείων, αλλά, προκύπτει λόγω της σύγκρισης με τα δεδομένα για το 2017 – έτος κατά το οποίο οι στόχοι της αγοράς ήταν μικρότεροι.
Αυτό διευκρινίζουν στο Νews 24/7 ανώτατοι τραπεζικοί παράγοντες, σε μία προσπάθεια να ερμηνεύσουν την αύξηση των στόχων. “Ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι το 2018 θα τρέξουμε με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς και σε μεγαλύτερη έκταση”, αναφέρουν σχετικά. Ο προβληματισμός που υπάρχει είναι πώς θα μεθοδευτούν οι διαδικασίες ώστε να έχουμε γρήγορα ορατό αποτέλεσμα και με ποιόν τρόπο.
Αν και το 2017 οι στόχοι που τέθηκαν έχουν επιτευχθεί, εξακολουθεί να παραμένει υψηλό το ύψος των κόκκινων δανείων, το ενδιαφέρον για ρυθμίσεις είναι μειωμένο – παρά τις γενναιόδωρες ρυθμίσεις που προσφέρονται- η μείωση των επισφαλειών προέκυψε κυρίως από διαγραφές ( μέθοδος που δεν ενδείκνυται να συνεχισθεί) και τα ρυθμισμένα, σε μεγάλο ποσοστό ξαναγυρίζουν σε καθυστέρηση.
Όμως όπως επισημαίνουν τραπεζικοί παράγοντες, το 2018 θα δοθεί ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση των κόκκινων δανείων, με υψηλότερους στόχους και μέσα από ένα μίγμα πολιτικών (κυρίως με πλειστηριασμούς και πωλήσεις δανείων).
Στο ίδιο πνεύμα δύο από τους πιό σημαντικούς εκπροσώπους του εγχώριου τραπεζικού συστήματος –ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών και πρόεδρος της Eurobank, κ. Νικ. Καραμούζης και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιαν. Στουρνάρας -αναφέρθηκαν στο θέμα, θίγοντας ο καθένας από την πλευρά του και μία άλλη οπτική.
Στουρνάρας: Οι τράπεζες πρέπει να είναι φιλόδοξες
Μόλις χθες το βράδυ, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, απηύθυνε έκκληση στις τράπεζες να κινητοποιηθούν και να επισπεύσουν τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.
Στο πλαίσιο δηλώσεών του στο Reuters, ο κ. Στουρνάρας είπε χαρακτηριστικά :«Οι τράπεζες πρέπει να είναι πιο φιλόδοξες όσον αφορά τους στόχους τους για την μείωση κακών δανείων και να επιταχύνουν τις πωλήσεις των NPLs».
Στο μεταξύ, τρεις από τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες σχεδιάζουν να πουλήσουν ως και 5,5 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων στις αρχές του επόμενου έτους, σημείωσαν τραπεζικές πηγές. Αν το πετύχουν, οι συνολικές πωλήσεις NPLs θα αγγίξουν τα 7 δισ. ευρώ ή το 18% του στόχου που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Παρά ταύτα, πρόκειται κυρίως για πωλήσεις δανείων για τα οποία οι τράπεζες έχουν γράψει και έχουν ήδη συνυπολογίσει τις απώλειες τους, οπότε δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε περαιτέρω ζημίες.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που εγείρει κάποιες ανησυχίες αφορά τη διαχείριση δανείων με εξασφαλίσεις, όπως για παράδειγμα στεγαστικά, που μπορεί να έχουν μικρότερη αξία από αυτή που αναφράφεται στα βιβλία των τραπεζών. Αν κάτι τέτοιο συμβεί (ανησυχία που επικαλείται συχνά το ΔΝΤ), οι τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να προχωρήσουν σε περαιτέρω απομειώσεις και να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια.
Το τηλεγράφημα του Reuters φιλοξενεί και δήλωση στελέχους της Alpha Bank, σύμφωνα με το οποίο: «Οι απευθείας πωλήσεις NPLs χωρίς εξασφαλίσεις είναι αυτές που θα ξεκινήσουν το χορό».
Καραμούζης: Αυτό είναι το πρόβλημα των κόκκινων δανείων
Οι ελληνικές τράπεζες σήμερα, με βάση τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου του 2017, έχουν €102 δισ. σε NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα), €73 δισεκ. NPLs (δάνεια σε οριστική καθυστέρηση), επί συνόλου δανειακού χαρτοφυλακίου προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους €190 δις.,
Επομένως, σχεδόν τα μισά από τα συνολικά δάνεια ανήκουν στην κατηγορία είτε των NPLs είτε των NPEs, τα οποία εμπίπτουν επίσης κατά την ευρεία του όρου έννοια στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Για την αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου όγκου προβληματικών δανείων, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν ήδη διενεργήσει προβλέψεις €53 δισ., καλύπτοντας κατά μέσο όρο το 50% των NPEs και το 69% των NPLs. Τα ποσοστά αυτά κάλυψης είναι πάνω από το μέσο όρο των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης.
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν ακόμα και σήμερα δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier1 μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: στο 17,2% κατά μέσο όρο, ή 33 δισ. ευρώ κεφάλαια, ενώ ακόμη και με όρους πλήρους εφαρμογής της CRD IV (fully loaded) ο δείκτης αυτός είναι 16,3% . Επομένως διαθέτουν ένας από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας – και πάλι μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωζώνη.
Έτσι, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα – σημαντικά υψηλότερο από το ελάχιστο που προβλέπει ο SSM (12,25%).
Είναι αλήθεια πως μέρος της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών απαρτίζεται από τους αναβαλλόμενους φόρους (DTA/DTC), ένα στοιχείο μικρότερης ποιοτικής αξίας ειδικά αν οι τράπεζες καταγράψουν ζημίες τα επόμενα χρόνια. Αυτό αποτελεί παράγοντα ρίσκου, αλλά σημειώστε ότι αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό της κεφαλαιακής δομής και άλλων Ευρωπαϊκών τραπεζών. Επιπλέον τόσο ο SSM όσο και η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν τοποθετηθεί επί του θέματος και έχουν αναγνωρίσει και αποδεχτεί τους αναβαλλόμενους φόρους ως συστατικού μέρους του κεφαλαίου.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι περίπου 60% των NPEs εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων, τα οποία αποτιμώνται σήμερα σε πολύ χαμηλές τιμές (κάποια από αυτά σε τιμές κατά 40% χαμηλότερες από τα υψηλά επίπεδα που είχαν στην αρχή της κρίσης).
Επίσης, και σε αντίθεση με τις Ιταλικές τράπεζες, οι Ελληνικές έχουν υψηλά επίπεδα εσόδων προ προβλέψεων στα €4,2 δισ. σε ετήσια αναγωγή, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2017.
Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, γιατί σε ένα ορίζοντα τριετίας αυτό σημαίνει ένα πρόσθετο απόθεμα ύψους €12,6 δισεκ προβλέψεων για NPEs/NPLs, χωρίς να επηρεαστεί η κεφαλαιακή βάση των Ελληνικών τραπεζών .
Ολο αυτό το σκεπτικό, το ανέλυσε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών και πρόεδρος της Eurobank, κ. Νικ. Καραμούζης, κατά την ομιλία του, σε εκδήλωση του London School of Economics, προλογίζοντας την έκδοση του βιβλίου “Non-Performing Loans and Resolving Private Sector Insolvency, Experiences from the EU Periphery and the Case of Greece” που επιμελήθηκαν οι Δρ Πλάτων Μονοκρούσος και καθηγητής, Χρήστος Γκόρτσος.