Φωτιές έχουν ανάψει σε εκατοντάδες φορολογούμενους οι εντολές ελέγχου που εκδίδουν ελεγκτικές υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με τις οποίες τους καλούν να αποκαλύψουν με λεπτομέρειες πώς ζούσαν εδώ και δέκα χρόνια, όχι μόνο σύμφωνα με τα εισοδήματα που δήλωναν ή τις τραπεζικές καταθέσεις τους, αλλά και με βάση τους λογαριασμούς που πλήρωναν για κινητά τηλέφωνα και δίδακτρα για σχολεία ή φροντιστήρια για να σπουδάζουν τα παιδιά τους.
Οι τακτικές αυτές της Εφορίας -από το 2011 ήδη- είναι θεσμοθετημένα εργαλεία για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, ωστόσο χρειάστηκε χρόνος για να ωριμάσουν και να αξιοποιηθούν. Οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου σε συνδυασμό με την υποχρέωση παροχής πληροφοριών οικονομικού και φορολογικού ενδιαφέροντος προς το υπουργείο Οικονομικών από ιδιωτικές εταιρείες για τους πελάτες τους συνθέτουν ένα πλαίσιο ελέγχου έξω από τα συνηθισμένα. Στη φάση αυτή, όπως αναφέρουν πληροφορίες, τα εν λόγω εργαλεία χρησιμοποιούνται από το Κέντρο Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) στοχεύοντας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις φορολογουμένων που επιλέγονται προς έλεγχο, κυρίως, όμως, για όσους περιλαμβάνονται στις λίστες εμβασμάτων και ειδικά στους επιτηδευματίες. Προς το παρόν τουλάχιστον δεν χρησιμοποιούνται για όσους δεν είχαν μεγάλες κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών (πάνω από 100.000 ευρώ σε μία χρονιά τουλάχιστον).
Τι ζητούν από τους ελεγχόμενους
Η χρήση έμμεσων τεχνικών ελέγχου στο πλαίσιο φορολογικών ελέγχων αποτελεί μέθοδο που υιοθετήθηκε μετά από συστάσεις του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ.
Η χρήση των έμμεσων τεχνικών ελέγχου οδηγεί στον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος του φορολογούμενου μέσω της ανάλυσης της οικονομικής του κατάστασης, κάνοντας χρήση πληροφοριών από διάφορες πηγές, πέρα από τη δήλωση και τα επίσημα βιβλία και στοιχεία του.
Στον νόμο 4079/2012 απαριθμούνται πέντε έμμεσες μέθοδοι ελέγχου και συγκεκριμένα: α) της αρχής των αναλογιών, β) της ανάλυσης της ρευστότητας του φορολογούμενου, γ) της καθαρής θέσης του φορολογούμενου, δ) της σχέσης της τιμής πώλησης προς τον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών του και ε) του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών του σε μετρητά. Σύμφωνα με τους ορισμούς του ΟΟΣΑ:
■ Η μέθοδος της αρχής των αναλογιών βοηθά στον προσδιορισμό του εισοδήματος με βάση τη χρήση ποσοστών ή αναλογιών κέρδους που θεωρούνται κανονικές για την υπό εξέταση δραστηριότητα προκειμένου να υπολογίσει η Εφορία από μόνη της τα ακαθάριστα εισοδήματα του φορολογούμενου.
■ Η μέθοδος της ανάλυσης της ρευστότητας του φορολογούμενου βασίζεται στο σκεπτικό ότι εάν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα δηλωθέντα εισοδήματα συν αυτά από μη δηλωθείσες μη φορολογητέες πηγές σε μια συγκεκριμένη φορολογική χρήση, η διαφορά των δαπανών αντιπροσωπεύει μη δηλωθέντα εισοδήματα από φορολογητέες πηγές. Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην περίπτωση που τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογούμενου δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον πλούτο, τις δαπάνες και γενικά τον τρόπο ζωής του.
■ Η μέθοδος της καθαρής θέσης του φορολογούμενου στόχο έχει να εντοπίσει εάν η αγορά παγίων, η μείωση φορολογικών υποχρεώσεων ή η πραγματοποίηση δαπανών έγιναν με κεφάλαια μη δηλωθέντα ως φορολογητέα εισοδήματα.
■ Η μέθοδος της σχέσης της τιμής πώλησης προς τον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστούν τα ακαθάριστα έσοδα μιας επιχείρησης με την εφαρμογή της τιμής πώλησης επί του όγκου των πωλήσεών της.
■ Η μέθοδος του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά στηρίζεται στο σκεπτικό ότι τα εισοδήματα που αποκτώνται είτε κατατίθενται σε πιστωτικά ιδρύματα είτε δαπανώνται. Η χρήση της μεθόδου αυτής μπορεί να δώσει στον ελεγκτή ενδείξεις για την ύπαρξη μη δηλωθέντων εισοδημάτων. Η επιλογή της μεθόδου αυτής για τον έλεγχο και τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος με βάση την ανάλυση του πλούτου (τραπεζικές καταθέσεις) και της κατανάλωσης (ύψος δαπανών) είναι καταλληλότερη για τον έλεγχο των φυσικών προσώπων. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον έλεγχο επιχειρήσεων, ειδικά στην περίπτωση αυτών που ανήκουν ή ελέγχονται από μικρό αριθμό φυσικών προσώπων.
Οι άμυνες των φορολογούμενων
Σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του ελέγχου έχει εξαχθεί με την εφαρμογή των έμμεσων τεχνικών ελέγχου, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής μονάδας, πριν την έκδοση της πράξης καταλογισμού του φόρου, καλεί τον υπόχρεο σε ακρόαση, ο οποίος δικαιούται να προβεί σε ανταπόδειξη. Στις περιπτώσεις αυτές το βάρος απόδειξης φέρει ο φορολογούμενος. Στο πλαίσιο αυτό ο φορολογούμενος μπορεί κυρίως να αντιτάξει ότι η διαπιστωθείσα διαφορά μεταξύ δηλωθέντων εισοδημάτων και εισοδημάτων που υπολογίστηκαν με τη χρήση έμμεσων τεχνικών οφείλεται σε ανάλωση κεφαλαίου που είχε σχηματιστεί σε προηγούμενα έτη ή στο γεγονός ότι τα μη δηλωθέντα εισοδήματα προέρχονται από μη φορολογητέες πηγές, όπως δάνεια, δωρεές, κληρονομιές κ.λπ.
Με άλλες διατάξεις προβλέπεται η υποχρέωση τρίτων προς παροχή πληροφοριών και στοιχείων στο υπουργείο Οικονομικών. Ειδικότερα, προβλέφθηκε ότι κατ’ εξαίρεση των διατάξεων για το επαγγελματικό ή τραπεζικό απόρρητο διάφοροι φορείς, όπως αυτοί της Γενικής Κυβέρνησης, οι δικαστικές αρχές, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί και λοιποί φορείς του Δημοσίου, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας, τα ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ, οι οργανισμοί συλλογικών συμβάσεων σε κινητές αξίες, τα επιμελητήρια, οι συμβολαιογράφοι, οι υποθηκοφύλακες, οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων, οι οικονομικοί, οι κοινωνικοί ή επαγγελματικοί φορείς ή οργανώσεις, οι συνεταιρισμοί και οι ενώσεις αυτών, οι ενώσεις προσώπων και κάθε άλλος επαγγελματικός φορέας ή οργάνωση, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι εταιρείες παροχής πιστώσεων, οι εταιρείες μεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων, τα ιδρύματα πληρωμών, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα και τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, υποχρεούνται να υποβάλλουν ηλεκτρονικά στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων κάθε στοιχείο και πληροφορία οικονομικού και φορολογικού ενδιαφέροντος που τους ζητείται.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τη χορήγηση των στοιχείων αυτών από τους κατονομαζόμενους φορείς (π.χ. τα πιστωτικά ιδρύματα) δεν απαιτείται η προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεση του φυσικού προσώπου, του οποίου τα δεδομένα διαβιβάζονται, ούτε και η προηγούμενη άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δημιουργεί προβληματισμό ως προς τη συνταγματικότητά της. Προβλέπεται δε και πρόστιμο 5.000 έως 100.000 ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και την ενδεχόμενη υποτροπή, στους υπόχρεους φορείς για μη ηλεκτρονική υποβολή στοιχείων και πληροφοριών οικονομικού και φορολογικού ενδιαφέροντος.