Υστερα από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, τέσσερα stress testsκαι την αναδιάρθρωση στον κλάδο, όλοι οι μέτοχοι έχασανδύο φορές το σύνολο της επένδυσής τους
Σε 1,38 δισ. ευρώ περιορίστηκε σήμερα η συμμετοχή του Eλληνικού Δημοσίου μέσω του ΤΧΣ, από 22,66 δισ. ευρώ μετά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση στις τέσσερις συστημικές τράπεζες, καθώς ύστερα από τέσσερα σημαντικά stress tests, τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και ισχυρή αναδιάρθρωση και συγκέντρωση στον κλάδο η μετοχική αξία των τραπεζών μηδενίστηκε δύο φορές: με το PSI τον Φεβρουάριο του 2012 και με τη δεύτερη φάση της ελληνικής κρίσης τον Νοέμβριο του 2015, η οποία οδήγησε μάλιστα σε πρόσθετες απώλειες 25 δισ. ευρώ για το δημόσιο.
Μετά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση μάλιστα οι μετοχές τους υποχώρησαν σχεδόν κατά 30%, καθώς άρχισαν οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης παρά το υψηλό ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων 17,2% (αν και σημαντικό κομμάτι τους αφορά τον αναβαλλόμενο φόρο – DTA), διατηρώντας ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα – πολύ υψηλότερο από το ελάχιστο που προβλέπει ο SSM (12,25%).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ μετά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, σύμφωνα με τα στοιχεία στο τέλος του 2013 του χρηματιστηρίου της Αθήνας, το ποσοστό του Δημοσίου μέσω του ΤΧΣ ήταν 84,39% στην Εθνική (αξία 7,87 δισ. ευρώ), 81,01% στην Πειραιώς (αξία 6,28 δισ. ευρώ), 83,66% στην Alpha Bank (αξία 5,76 δισ. ευρώ) και 93,55% στη Eurobank (αξία 2,82 δισ. ευρώ), στις 17.10.2017 τα αντίστοιχα ποσοστά περιορίστηκαν σε 40,39% (αξία 746,2 εκατ. ευρώ), 26,42% (αξία 334,5 εκατ. ευρώ), 11,01% (αξία 272 εκατ. ευρώ) και 2,36% (αξία 28 εκατ. ευρώ). Να σημειωθεί ότι η κεφαλαιακή ενίσχυση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κατά τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις ήταν 50,6 δισ. ευρώ (τα 27,9 δισ. ευρώ από το ΤΧΣ): το 2013 η κεφαλαιακή ενίσχυση ανήλθε στα 28,6 δισ. ευρώ (22,5 δισ. ευρώ από το ΤΧΣ), το 2014 διαμορφώθηκε σε 8,3 δισ. ευρώ (αποκλειστικά από ιδιώτες) και το 2015 σε 13,7 δισ. ευρώ (5,4 δισ. ευρώ από το ΤΧΣ).
Νέοι κανόνες
Συνολικά, αν συμπεριληφθούν και οι μη συστημικές τράπεζες, το ύψος των κεφαλαίων που απαιτήθηκαν έφθασε τα 64 δισ. ευρώ. Καθώς οι μέτοχοι των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, έχασαν δύο φορές το σύνολο της επένδυσής τους, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων, ορισμένοι στην αγορά θυμήθηκαν τη διάσωση της Citigroup, η οποία κόστισε 45 δισ. ευρώ στο αμερικανικό Δημόσιο κατά την κρίση του 2018, αλλά οδήγησε τελικά σε κέρδη 12 δισ. ευρώ για τους αμερικανούς φορολογουμένους (6,85 δισ. κέρδη από τις πωλήσεις των μετοχών, τόκοι και μερίσματα 2,9 δισ. και 2,2 δισ. που εισέπραξε ως εγγυήσεις).
Τους επόμενους εννέα μήνες, οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους νέους εποπτικούς κανόνες, όπως τα IFRS 9, TΑR, TRIM, τους στόχους μείωσης των NPEs για το 2018, αλλά και τα επικείμενα για την άνοιξη του 2018 stress tests, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα κεφάλαιά τους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα 102 δισ. ευρώ NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα) και 73 δισ. ευρώ NPLs (δάνεια σε οριστική καθυστέρηση), επί συνόλου δανειακού χαρτοφυλακίου προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους 190 δισ. ευρώ. Για την αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου όγκου προβληματικών δανείων, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν ήδη διενεργήσει προβλέψεις 53 δισ. ευρώ, καλύπτοντας κατά μέσο όρο το 50% των NPEs και το 69% των NPLs. Επίσης περίπου 60% των NPEs εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων, ενώ οι τράπεζες έχουν υψηλά επίπεδα εσόδων προ προβλέψεων στα 4,2 δισ. ευρώ σε ετήσια αναγωγή. Σύμφωνα με υπολογισμούς οικονομολόγων και αναλυτών της αγοράς, στο χειρότερο δυνατό σενάριο όπου χάνεται όλη η αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, Εθνική και Eurobank έχουν τα απαιτούμενα εποπτικά κεφάλαια και τις προβλέψεις για να καλύψουν μια ολική καταστροφή. Αν όμως χαθεί όλη η αξία από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, τότε καμία συστημική τράπεζα δεν αντεπεξέρχεται.
Για ορισμένους στην αγορά, ο έλεγχος αντοχής το 2018 αναμένεται να μην απαιτήσει σημαντικά επιπλέον κεφάλαια, την ώρα που η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές βελτιώνεται, όπως δείχνουν τα repos και οι εκδόσεις καλυμμένων ομολογιών που ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ.
Αναλυτές ξένων οίκων θεωρούν πάντως δύσκολο να αρθούν οι ανησυχίες σχετικά με την πιθανότητα νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης, ενώ εκτιμούν ότι η ΕΚΤ συμφώνησε με το ΔΝΤ σε μίνι AQR, ενώ παράλληλα επέσπευσε τα stress tests, προκειμένου να παραμείνει επαρκής χρόνος στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος για ενδεχόμενες ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών.