Με επιφυλακτικότητα αντιμετωπίζει η Ευρώπη το ταξίδι και τις συμφωνίες του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον
Ενα μετέωρο (σε πρώτη φάση) και ενδεχομένως επικίνδυνο διπλωματικό, γεωπολιτικό και οικονομικό παιχνίδι εγκαινίασε την προηγούμενη εβδομάδα ο Αλέξης Τσίπρας με την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον και τη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η παρουσία του έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο και τα πρώτα ορατά αποτελέσματά της φάνηκαν να αιφνιδιάζουν τους ευρωπαίους εταίρους σε πολλά επίπεδα. (Οπως και πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία με απορία άκουσαν τον πρόεδρό τους να λέει ότι «ο τρόπος που προσεγγίζει την πολιτική (ο Τραμπ) μπορεί να φαίνεται διαβολικός, αλλά γίνεται για καλό»…)
Οπως διαφαίνεται από τις πρώτες ανεπίσημες αντιδράσεις, οι επιφυλάξεις στην Ευρώπη είναι αρκετές.
Δυσθυμία από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες
Ενα πρώτο επίπεδο στο οποίο οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αντιμετωπίζουν με δυσθυμία την επίσκεψη και τη στάση του έλληνα πρωθυπουργού είναι το πολιτικό. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Βερολίνο και τις περισσότερες άλλες δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι παγωμένες, ο κ. Τσίπρας εμφανίστηκε έως και με πνεύμα συνεργασίας απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, λέγοντας μάλιστα ότι «μοιραζόμαστε κοινές αρχές και αξίες».
Παρά ταύτα, από τη στάση του αμερικανού προέδρου κατέστη σαφές ότι τίποτε από αυτά δεν τον απασχολεί. Αντιθέτως, το βασικό μέλημά του ήταν η υπογραφή της συμφωνίας για την αναβάθμιση των μαχητικών F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας, εξ ου και φρόντισε δημοσίως, και για τους δικούς του λόγους εξυπηρέτησης της λαϊκιστικής του πολιτικής έκφρασης, να μιλήσει για δημιουργία θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ. Και επιπλέον, αυτά που ενδιέφεραν ήταν ζητήματα σχετικά με τις αμερικανικές και νατοϊκές βάσεις στο Ν. Αιγαίο.
Το δεύτερο επίπεδο στο οποίο η ευρωπαϊκή πλευρά τηρεί πλέον στάση εγρήγορσης και έντονης επιφύλαξης έναντι του κ. Τσίπρα σχετίζεται με τις επενδύσεις.
Μόλις ενάμιση μήνα μετά την επίσκεψη του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν στην Αθήνα και το θετικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί, από επικοινωνιακή άποψη τουλάχιστον, ο κ. Τσίπρας έδειξε να γυρνά την πλάτη στον γάλλο συνομιλητή του και να προκρίνει άλλες επιλογές.
Οπως επισημαίνουν διπλωματικές πηγές, αλλά και στελέχη της αντιπολίτευσης, είναι πιθανόν η σοβαρότερη περιπλοκή της νέας αμυντικής συμφωνίας ΗΠΑ – Ελλάδας να εκδηλωθεί με αφορμή ακριβώς την περιφρόνηση που επέδειξε η ελληνική κυβέρνηση στις πρόσφατες επισημάνσεις του κ. Μακρόν. Και ειδικότερα σε όσα είχε αναφέρει για την ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας.
Οπως υπογραμμίζουν πολιτικά στελέχη, η συζήτηση αυτή δεν είναι θεωρητική και εκφράζει απόλυτα τις προτεραιότητες της γαλλικής κυβέρνησης στον τομέα της αμυντικής συνεργασίας και των σχετικών επενδύσεων. Παράλληλα δε επισημαίνουν ότι ο κ. Μακρόν είχε εκδηλώσει τη δυσφορία του για το γεγονός πως η Ελλάδα είχε υποχρεωθεί να στραφεί σε μη ευρωπαϊκές επενδύσεις και ότι αυτό θα πρέπει πλέον να αλλάξει. Κάτι για το οποίο εμφανιζόταν να έχει δεσμευθεί προ μηνός ο κ. Τσίπρας.
Στο ευρωπαϊκό μικροσκόπιο τα F-16
Με το βλέμμα στραμμένο στη συμφωνία για την αναβάθμιση των F-16 οι ευρωπαίοι συνομιλητές της κυβέρνησης έχουν ήδη διαμηνύσει ότι και αυτή θα τεθεί στο μικροσκόπιο στο πλαίσιο και της τρίτης αξιολόγησης.
Ωστόσο καλά πληροφορημένες πηγές εφιστούν την προσοχή σε ενδεχόμενες εμπλοκές και αυτό έχει να κάνει και με τη διαφορά που παρουσιάζεται στο ύψος της συμφωνίας και τη διάσταση μεταξύ των εκτιμήσεων Ουάσιγκτον και Αθήνας.
Ο ίδιος ο κ. Τραμπ μιλάει για 2,4 δισ. δολάρια, η ελληνική κυβέρνηση για 1,1 δισ. δολάρια και κάλυψη του υπολοίπου από αντισταθμιστικά. Κατά τις πηγές αυτές, το συγκεκριμένο σημείο είναι πιθανό να θέσει σε μεγάλη δοκιμασία τη συμφωνία στις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΕ, δεδομένου ότι βάσει ευρωπαϊκού δικαίου υπάρχουν αυστηροί περιορισμοί και απαγορεύσεις στα αντισταθμιστικά οφέλη των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Το σκεπτικό είναι ότι μέσω αυτών στρεβλώνονται οι όροι του ελεύθερου ανταγωνισμού και της διαφάνειας στις προμήθειες του Δημοσίου εν γένει.
Σύμφωνα με παράγοντες που έχουν γνώση των συγκεκριμένων διατάξεων, υπάρχει τρόπος υπέρβασης της απαγόρευσης, αλλά μόνο με την επίκληση του άρθρου 346, παρ. 1, στ. β) και γ) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ενωσης, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα τα εξής: «Κάθε κράτος-μέλος δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού· τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς». Με βάση τις συγκεκριμένες διατάξεις ο μόνος τρόπος υπέρβασης της απαγόρευσης είναι μέσω της επίκλησης λόγων «εθνικού συμφέροντος» ή «στρατηγικής σημασίας για την ασφάλεια της χώρας».
Δεδομένου του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, αλλά και της συνθήκης της χώρας, η οποία σε καθεστώς Μνημονίου δανείζεται με όρους προνομιακούς από την Ευρώπη, αλλά έχει εκχωρήσει επενδυτικά «φιλέτα» σε ΗΠΑ και Κίνα, πιθανολογείται ότι η πρόσφατη επίσκεψη και συμφωνίες του κ. Τσίπρα στην Ουάσιγκτον μπορεί και να είναι προάγγελοι άλλων εξελίξεων.
Και όχι μόνο στο θέμα του χρέους, οι αναφορές για το οποίο από τον Λευκό Οίκο είναι ούτως ή άλλως χωρίς αντίκρισμα, καθώς ούτε οι ΗΠΑ είναι σε θέση, ούτε οι Ευρωπαίοι σε διάθεση να ακούσουν με τα σημερινά δεδομένα.
Αγωνία για το Προσφυγικό
Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στον Ντόναλντ Τραμπ γεννά προβληματισμό και ως προς τις ενδεχόμενες εξελίξεις στο προσφυγικό ζήτημα.
Με τις σχέσεις Τραμπ – Ερντογάν σε προβληματικό στάδιο και την Ευρώπη να πνίγεται στο κύμα του ακροδεξιού λαϊκισμού και της ξενοφοβίας, μια αναταραχή στην Τουρκία και μια ένταση θα μπορούσαν να ανατρέψουν επί τα χείρω πολλά δεδομένα στις ροές πληθυσμών από τα τουρκικά παράλια προς το Αιγαίο και να φέρουν την Ελλάδα σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Ειδικώς αν ληφθούν υπόψη και οι πιέσεις που ασκούνται πλέον στην Κεντρική Ευρώπη κατά της ανεκτικής πολιτικής υποδοχής προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών. Σε μία τέτοια περίπτωση, η χώρα θα κινδύνευε να βρεθεί σε απομόνωση και η «νέα» συμμαχία με τις ΗΠΑ δεν θα είχε να της προσφέρει τίποτε, σημειώνουν πολιτικές και διπλωματικές πηγές.